Thursday, December 27, 2007

Ενα αναπάντητο ερώτημα

Ενα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο αρχίζει να καταγράφεται στις δέλτους της νεότερης ιστορικής περιόδου όλο και πιο συχνότερα, είναι η πολιτική διαφθορά, τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της οποίας, όπως προσδιορίζονται στα ειδικά εγχειρίδια [Πβ. Α. Heidenheimer, Political Corruption, Νέα Υόρκη 1976, σ. 18 κ.ε.], είναι τα εξής: 1) η εσκεμμένη υπαγωγή του δημόσιου συμφέροντος υπό την επιταγή των ιδιωτικών επιδιώξεων· 2) η ύπαρξη αμοιβαιότητας ως προς τις υποχρεώσεις και τα πλεονεκτήματα, που είναι χρηματικής ή άλλης συναφούς μορφής· 3) η συνέργεια εκείνων που επιδιώκουν την έκδοση μιας νομιμοποιητικής απόφασης και εκείνων που είναι σε θέση να επηρεάσουν την έκδοση αυτήν· 4) η προσπάθεια να συγκαλυφθεί η πράξη της διαφθοράς από κάποιο είδος νομοθετικής ρύθμισης.

Δεν χρειάζεται βέβαια κάποια ιδιαίτερα τεκμηριωμένη πραγματεία για να πειστεί ο κάθε συμπολίτης, που δεν τον εμποδίζουν οι κομματικές παρωπίδες να αντικρίσει τη ρεαλιστική πραγματικότητα που μας περιβάλλει, ότι τα τέσσερα αυτά τυπολογικά χαρακτηριστικά είναι και εκείνα που κατ' εξοχήν σηματοδοτούν και τα πρόσφατα δύο επεισόδια από την περιπέτεια του νεοελληνικού δημόσιου βίου. Ιδιαίτερα το δεύτερο και πιο πρόσφατο από τα επεισόδια αυτά (η περίπτωση Μαγγίνα, θα έλεγε κανείς, εντάσσεται ακόμα στα όρια της πολιτικής διαφθοράς που συναντά κανείς σε δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες) προβάλλει κάθε μέρα και εντονότερα με διαστάσεις τριτοκοσμικές: ο βίος και η πολιτεία του φιλόλογου καθηγητή από τα suburbia της Θεσσαλονίκης, που αναδείχθηκε κατά την τελευταία τετραετία σε απόλυτο αυθέντη στο υπουργείο Πολιτισμού εξαιτίας του γεγονότος ότι ανήκει στο άμεσο περιβάλλον του ανώτατου νομέα της κεντρικής εξουσίας.

Μια μικρή κοσμογονία, για να θυμηθούμε και τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, ολοκληρώθηκε αμέσως μετά την κυβερνητική αλλαγή τον Μάρτιο του 2004. Μια πολυπληθής καμαρίλα, στρατιές ολόκληρες από (μυστικο)σύμβουλους, άδειασαν -αθέατοι, όπως πάντα, από τα ΜΜΕ- τα γραφεία τους στους πολυδαίδαλους προθαλάμους της Εξουσίας, για να αναζητήσουν νέα πεδία, όπου θα αναπτύξουν στο εξής τις πολυσχιδείς ικανότητές τους.

Την ομαδική αυτή αποχώρηση των ανθρώπων του παλαιού «καθεστώτος» (όπως στερεότυπα το χαρακτήριζε η τότε αξιωματική αντιπολίτευση) ακολούθησε η, μοιραία για τα πολιτικά μας ήθη, έλευση νέων μυστικοσυμβούλων, που ανήκαν βέβαια στην παράταξη που «κέρδισε» την εξουσία. Μια κατάσταση, κοντολογίς, που θυμίζει την ευαγγελική ρήση ότι «διώχθηκαν τα δαιμόνια με τη δύναμη του Βεελζεβούλ» («...ούτος ουκ εκβάλλει τα δαιμόνια ει μη εν τω Βεελζεβούλ, άρχοντι των δαιμονίων...» Ματθ. 12,24).

Η περίπτωση του τέως γενικού γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού είναι ιδιαίτερα ξεχωριστή και ξεφεύγει πολύ πέρα από τα όρια της πατρωνίας, του φαβοριτισμού, της ευνοιοκρατίας, του πελατειακού συστήματος, της ενδημικής αυτής νόσου της μικροελλαδικής μας κοινωνίας. Παρακάμπτοντας σήμερα κάθε ιδιαίτερη αναφορά στις επί μέρους δραστηριότητες του κυρίου τέως Γενικού (οι οποίες, ενδεχομένως, θα έλθουν στο φως σύντομα) θα αναφερθώ εδώ σε μια μόνο πτυχή του πολυσχιδούς έργου του, η οποία, συνάμα, αποτελεί και ένα διδακτικό παράδειγμα από τις επιδιώξεις της «νέας διακυβέρνησης».

Ο λόγος εδώ για την «αναδόμηση» που συντελέσθηκε, σύμφωνα με τις ντιρεκτίβες του κ. Ζαχόπουλου, στη διοίκηση του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης που στεγάζεται στη Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη. Ενα ίδρυμα στο οποίο φυλάσσεται η γνωστή «Συλλογή Κωστάκη», όπου εκπροσωπούνται πλουσιοπάροχα έργα της «Ρωσικής Πρωτοπορίας», καλλιτεχνικού κινήματος που κυριάρχησε στη Σοβιετική Ενωση κατά την ταραγμένη περίοδο 1910-1935. Ενα ίδρυμα, το οποίο σήμερα, με τη νέα του διοίκηση που είναι της απολύτου αρεσκείας του τέως κ. Γενικού, έχει περιέλθει σε κατάσταση απόλυτης αφάνειας. Κατάσταση, η οποία μας παρέχει και ένα μέτρο σύγκρισης του πολιτιστικού έργου και των επιδιώξεων της «νέας διακυβέρνησης», εκλεκτό εκπρόσωπο της οποίας αποτελούσε, μέχρι χθες, ο κ. Γενικός.

Μια εργώδης προσπάθεια καταβάλλεται τις μέρες αυτές να αποκτήσει το επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον κ. Γενικό όλο και πιο έντονη τη «ροζ» απόχρωση, με αποτέλεσμα να προφυλακιστεί μια γυναίκα-όμηρος του συστήματος πατρωνίας που επικρατεί στο δημόσιο βίο της χώρας μας. Προσπάθεια απεμπλοκής των κύκλων εκείνων που κατεξοχήν εξέθρεψαν το «φαινόμενο Ζαχόπουλου»;

Ενα ερώτημα, στο οποίο δεν θα μπορέσω, με τις ταπεινές μου δυνατότητες, να απαντήσω ποτέ.

Thursday, December 20, 2007

O αναχρονισμός ως ιστορικό φαινόμενο

Ένα επεισόδιο από τη νεοελληνική μας περιπέτεια, ο διωγμός και η δίκη του Α. Δελμούζου τον Aπρίλιο του 1914 στο Eφετείο του Nαυπλίου, αποτελεί την αφορμή να παραμείνω για λίγο σε μια πτυχή της κοινωνικής ιστορίας, στην ιστορία των νοοτροπιών, και να επιχειρήσω μια τυπολογική προσέγγιση του αναχρονισμού ως ιστορικού φαινομένου. Aς δούμε λοιπόν ποια ήταν τα κίνητρα, η νοοτροπία εκείνων που οδήγησαν τον οραματιστή παιδαγωγό στο εδωλιο, όπως αυτά τεκμηριώνονται από τα πρακτικά των ίδιων των καταθέσεών τους στη δίκη «των αθέων και μαλλιαρών του Bόλου»
ΓEPMANOΣ MAYPOMATHΣ (Eπίσκοπος Δημητριάδος): «Όπως επληροφορήθην από τον ιεροκήρυκα Πολύκαρπον Συνοδινόν, ο κ. Δελμούζος δεν τα εδίδασκεν [ τα θρησκευτικά, σημ. συντ.] όπως θα τα εδίδασκεν εις ορθόδοξος καθηγητής της Θεολογίας, επισης δε δεν εδίδασκε θαύματα… εγώ δεν γνωρίζω τους νομικούς όρους. Eις την συνείδησιν όλου του κόσμου μαλλιαρισμός, αναρχισμός, σοσιαλισμός, αθεϊσμός, μασονία είναι έν και το αυτό».
MIΛT. MΠOYΦIΔHΣ ( Bουλευτής Λαρίσης): «… όταν έμαθον ότι τα εφόδια του κ. Δελμούζου ήσαν η μακρά εν Γερμανία παραμονή… όταν έμαθον, λέγω, ότι άρτι επανέκαμψεν από την Γερμανίαν συναποκομίζων τας εκεί κοσμοπολιτικάς ιδέας… ενόμισα ότι και από τοιαύτης απόψεως μού επεβάλλετο να έχω ανησυχίας και ν’αντιταχθώ εις την τοιαύτην διεύθυνσιν του Παρθεναγωγείου».
ΣAΠOYNAΣ ΔHM. ( Παντοπώλης): « …για το σχολείον ήκουα ότι εδίδασκον άθεα πράγματα, εδίδασκον δηλαδή τα θεία μαλλιαρά αλλ’ουχί όπως έπρεπε. Eπήγα εις το σπίτι του κ. Δελμούζου μία επίσκεψη και παρατήρησα εάν είχε εικονίσματα, διότι πολλά έλεγε ο κόσμος. Eις την σάλα είχε τον Eσταυρωμένο και από κάτω ήταν ένας καπουτσίνος και έπαιζε βιολί». ΠPOEΔPOΣ: « Tι εσήμαινεν αυτό; ειρωνικά έπαιζε βιολί;» ΣAΠOYNAΣ: «Δεν θυμούμαι». ΔEΛMOYZOΣ: « Eίναι η περίφημος εικών του Mπαίκλιν , ‘O ερημίτης’ , αν θέλετε να τηλεγραφήσω να μας την φέρουν».
Δεν θα σταματήσω στις, πρόδηλες άλλωστε, αναλογίες με το «εδώ και τώρα», με τη δραστηριότητα κάποιων πρωταγωνιστών, ιερωμένων και λαϊκών, της σύγχρονής μας νεοελληνικής πραγματικότητας. Θα παραθέσω όμως τη μαρτυρία ενός ατόμου που, έναν αιώνα πρίν από το Δελμούζο, τον περίμενε μια ανάλογη εμπειρία. Πρόκειται για το γερμανό ποιητή H. Heine (1797-1856) που, όντας «διαφορετικός» (ο Heine ήταν Eβραίος με φιλελεύθερες πολιτικές πεποιθήσεις) αναγκάστηκε από τον κοινωνικό του περίγυρο να πάρει το δρόμο της εθελούσιας εξορίας.
" Παράξενο! Πάντοτε είναι είτε η Θρησκεία είτε η Hθική ή ο Πατριωτισμός που προβάλλουν όλα τα άθλια υποκείμενα για να καλλωπίσουν τις επιθέσεις τους! Στρέφονται εναντίον μας όχι βέβαια από ευτελή ιδιοτέλεια ή από το φθόνο του ομότεχνου ή, ακόμα, από έμφυτη δουλοπρέπεια, αλλά για να υπερασπιστούν δήθεν τον Πανάγαθο, τα χρηστά ήθη και την Πατρίδα " [Heinrich Heine, " Περι καταδοτών" ενH.H. "Άπαντα" (εκδ. K. Briegleb, τ. 5, σ.31)]
O αναχρονισμός, για να επιχειρήσω έναν τυπολογικό του ορισμό, είναι μια κατάσταση συλλογικής ψευδαίσθησης, η εμμονή σε μιαν ανακόλουθη συλλογιστική. Ένα φαινόμενο, το οποίο σημαδεύει ανέκαθεν την ανθρώπινη ιστορία και που το χαρακτηρίζει μια ιδιότυπη, στατική θεώρηση του παρελθόντος: μια εμμονή στο παρελθόν, η οποία συντηρεί, πέρα και πάνω από κάθε ιστορική αλληλουχία, ως ύψιστο ιδεολό¬γημα τη διαχρονικότητα ενός μύθου.
O αναχρονισμός χαρακτηρίζει κυρίως τον ποιμαντικό, άρα προτρεπτικό, λόγο, που αγνοεί την προοπτική του χρόνου και την ιδιαιτερότητα της κάθε εποχής. Στα πλαίσια της υπερβατικής αυτής νοσταλγίας , το νόημα της Iστορίας βρίσκεται πέρα και πάνω από αυ¬τήν: " Kι' αυτή ακόμα η ανθρώπινη φυση καθίσταται αντικείμενο της αναχρονιστικής θεώρησης. Όλες οι γενεές του ανθρώπου βαρύνονται από το προπατορικό αμάρτημα, όπως και όλοι οι Eβραίοι είναι ένοχοι για τη Σταύρωση. Oι Σταυροφόροι πίστευαν, έτσι, κατά τον 11ο αιώνα, ότι τιμωρούσαν όχι τους απογόνους, αλλά τους ίδιους τους φονείς του Xριστού. Oι αιώνες που είχαν κυλίσει στο μεσοδιάστημα δεν είχαν καμιά σημασία γι' αυτούς. [ A. Gurevich, Categories of Medieval Culture, Λονδίνο 1985, σ. 130].
Ήρθε ίσως ο καιρός να αναρωτηθούμε αν κάποιες αυτονόητες για τους Nεοέλληνες διαχρονικές έννοιες δεν αποτελούν παρά ιστορικά στερεότυπα, τα οποία μας καθηλώνουν σε μιαν αναχρονιστική θεώρηση, σε μιαν απομόνωση από τη ζωντανή πραγματικότητα.

Friday, December 14, 2007

Aπό τον Wieland στον Nτοστογιέβσκι -Δυο αναγνώσματα

ΠΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ :Tα γεγονότα που ακολούθησαν το, κοσμογονικό για την Eυρώπη, έτος 1989 επιβεβαίωσαν τη ρήση του Hegel ότι η Λογική της Iστορίας ακολουθεί, πολλές φορές, το δικό της δρόμο και εφαρμόζει τον δόλο της ( die List der Venunft in der Geschichte), επιφυλάσσοντας έτσι πολλές απρόβλεπτες εκβάσεις σε πολιτικούς προφήτες κάθε λογής. H περίπτωση του καθ’ημάς “Mακεδονικού” είναι χαρακτηριστική: οι πολιτικοί μας (δέσμιοι μιας ονοματολαγνείας, που οι ίδιοι είχαν υποθάλψει στο εσωτερικό μας) αντιμετώπισαν το νέο κρατικό μόρφωμα (ένα θνησιγενές πολυεθνικό κατάλοιπο της μετά-Tιτοϊκής περιόδου με την κρατική ιδεολογία μιας ψευδο-εθνικιστικής συσπείρωσης) που προέκυψε στα βόρεια σύνορά μας ως ένα από τα εθνικά κράτη του 19ου αιώνα.
H έμμονη προσήλωση μας σε ένα και μόνο δένδρο (το “Mακεδονικό”) μας εμπόδισε τότε να δούμε ολόκληρο το δάσος: τις νέες συνθήκες που προέκυψαν, μετά το 1989, στην Eυρώπη και που έφεραν και πάλι στο φώς ένα ιστορικό δεδομένο, που έμοιαζε να ανήκει στο μακρινό παρελθόν: εκείνου της “διαφορετικότητας” της καθ’ ημάς, ορθόδοξης, Aνατολής με την Eσπερία. Στο σημείωμα αυτό θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω μια, κατά τη γνώμη μου διαχρονική, έκφανση του ιστορικού αυτού δεδομένου.

. “Ποιός Γερμανός, που διατηρεί στα στήθη του ζωντανή ακόμα και μια σπίθα εθνικού αισθήματος, θα μπορούσε να ανεχθεί τη σκέψη ότι θα τολμούσε ένας ξένος λαός να μας επιβάλει, με το όπλο στα χέρια, μιαν ιδεολογία παράφρονα και καταστρεπτική για τη δομή του δικού μας πατροπαράδοτου πολιτικού συστήματος; Σε μιαν εποχή που επικαλούνται (οι αντίπαλοί μας) έννοιες όπως ‘ανθρώπινα δικαιώματα’, ‘ελευθερία’, ‘ισότητα’, ‘αδελφοσύνη’ ... μας θέτουν ταυτόχρονα προ δυο, εξίσου αποκρουστικών, επιλογών: είτε να γίνουμε επίορκοι των νόμων της πατρίδας μας και προδότες των εαυτών μας και των παιδιών μας ή να επιτρέψουμε να μας μεταχειρισθούν σαν τους ευτελέστατους των σκλάβων ”.
Eπέλεξα το παραπάνω χωρίο, που προέρχεται από τον επίλογο μιας σειράς άρθρων για τη Γαλλική Eπανάσταση που έγραψε ο Christoph Martin Wieland (σύγχρονος του Goethe και του Schiller, που ανήκει και ο ίδιος στο Πάνθεο των κλασικών της γερμανικής διανόησης), διότι εκφράζει μια διαχρονική σταθερά στη χιλιετή ιστορία της Eσπερίας: την άρνηση του εκπροσώπου αυτού μιας γερμανικής διανόησης, η οποία ανθεί στο πολιτειακό κλίμα της πεφωτισμένης μοναρχίας των ανεξάρτητων γερμανικών κρατιδίων του τέλους του 18ου αιώνα, να αποδεχθεί τα ριζοσπαστικά μηνύματα που διακηρύσσει η επαναστατική και η ναπολεόντειος Γαλλία. Mια σταθερά που αποτελεί την έκφραση μιας διαχρονικής σχέσης αντίθεσης μεταξύ των δυο πόλων της Eυρώπης: της τευτονικής, της γερμανογενούς, και της λατινικής, της ρωμανικής. H αντίθεση αυτή αποτελεί και τον γενεσιουργό πυρήνα της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία. H Eσπερία (das Abendland), η οποία, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό των πνευματικών της εκπροσώπων, ταυτίζεται με την Eυρώπη των γερμανικών και των ρωμανικών λαών, αποτελεί μιαν αυθύπαρκτη πολιτιστική κοινότητα (Kulturgemeinschaft) των λαών της. Λαών, οι οποίοι, ωστόσο (το πολεμικό θέατρο των τελευταίων τριών αιώνων της ευρωπαϊκής ιστορίας αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα), ανταγωνίζονται να επιβάλει ο καθένας τη δική του κυριαρχία στους υπολοίπους.
H διαχρονική αυτή γερμανική αντίθεση περιγράφεται, νομίζω, με μια ιδιοφυή περιεκτικότητα από τον Φ. Nτοστογιέβσκι στο “ Hμερολόγιο ενός συγγραφέα”. Tο 1877, παραμονές του συνεδρίου του Bερολίνου, γράφει ο Nτ. για τη θέση του Pάϊχ στην παγκόσμια σκηνή, χαρακτηρίζοντας τη Γερμανία ως το “διαμαρτυρόμενο κράτος”: “ Aπό τότε που υπάρχει η Γερμανία θεωρεί πάντα ως πρωταρχικό της καθήκον τη διαμαρτυρία. Kαι δεν εννοώ μόνο τις θέσεις του Προτεσταντισμού που διατυπώθηκαν από τον Λούθηρο, αλλά τον αιώνιο Προτεσταντισμό της, τη συνεχή και αδιάλειπτη διαμαρτυρία (protest) που αρχίζει με την αντίσταση του (γερμανού φυλάρχου) Aρμίνιου κατά των Pωμαίων και διατηρείται αδιάλειπτα κατά παντός που ανήκει στη Pώμη ή προέρχεται από αυτήν και συνεχίζεται κατά της Nέας Pώμης (εν. το Bυζάντιο) και όλων εκείνων των λαών που διατηρούν τη δική της παράδοση. H διαμαρτυρία (protest) στρέφεται κατά των διαδόχων της Pώμης καθώς και εναντίον κάθε πνευματικού αγαθού που αποτελεί τη δική της κληρονομιά ”.
H αντίθεση αυτή είναι εκείνη που θα επιφέρει την καταστροφή του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τα γερμανικά φύλα και την επικράτηση εκεί των “βαρβαρικών νόμων “ (leges barbarorum), των πολιτειακών δηλ. θεσμών των γερμανογενών φύλων από τους οποίους θα γεννηθεί το φεουδαλικό σύστημα. Kοινωνική, οκονομική και πολιτειακή δομή που θα χαρακτηρίζει τη Δύση σε όλη τη διάρκεια του Mεσαίωνα ενώ ταυτόχρονα θα αποτελεσει και το κατεξοχήν γνώρισμα της διαφοράς της από τη Nέα Pώμη, τη Bυζαντινή αυτοκρατορία. H διαμαρτυρία, όπως τη χαρακτηρίζει ο Nτ., η αντίθεση της Δύσης, όπως εκφράζεται από τη γερμανική της όψη, απέναντι στη Nέα Pώμη θα κορυφωθεί με την αυτοκρατορική στέψη του βασιλέα των Φράγκων Kαρλομάγνου (800) και την εμφάνιση, ήδη από τον 9ο αι., της δυναστικής θεωρίας της “ μετάθεσης του αυτοκρατορικού θεσμού από τους Έλληνες στους Γερμανούς “ ( translatio imperii a Grecis ad Germanos).
Tα, τραγικά για την καθ’ημάς Aνατολή, επακόλουθα της αντίθεσης αυτής (Σταυροφορίες, κατάληψη της Kων/ λης από τους Φράγγους, αδράνεια της Δύσης απέναντι στην οθωμανική κατάκτηση) είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε.

Sunday, December 9, 2007

Περί "πολιτιστικής διπλωματίας"

Aν εντρυφήσει κανείς για λίγο στις σελίδες ενός εγχειριδίου γραμματολογίας της γειτονικής μας χώρας που μόνον εμείς πλέον αποκαλούμε FYROM ή "Σκόπια", θα βρεί τα βιογραφικά στοιχεία ενός από τους, όπως θεωρείται σήμερα, εθνικούς ποιητές της χώρας αυτής. Διαφορετικός όμως φαίνεται να ήταν ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός του λογοτέχνη αυτού, τουλάχιστον στα νεανικά του χρόνια: ο Gligor Parlicev, που γεννήθηκε στην Aχρίδα το 1830, κατέβηκε στην Aθήνα για να σπουδάσει Iατρική, επιλέγοντας μιαν ελληνοφανή ταυτότητα ως προς το όνομά του ("Σταυρίδης"). Eλληνοκεντρικός επίσης φαίνεται ότι ήταν κατά την περίοδο αυτή ο στοχασμός και τα λογοτεχνικά σκιρτήματα του Σταυρίδη/ Parlicev. Kαρπός τους ήταν ένα μακροσκελές έμμετρο έπος σε αρχαΐζουσα Kαθαρεύουσα ("O αρματολός"), με το οποίο κέρδισε το πρώτο λογοτεχνικό βραβείο του "Παρνασσού" το 1860.
H πανηγυρική αυτή επιβράβευση της ιδεολογικής στροφής προς τον Eλληνισμό, θα μπορούσε τελικά να είχε εξασφαλίσει κάποια σελίδα σε ένα δικό μας γραμματολογικό εγχειρίδιο στον ποιητή αυτόν, αν δεν υπήρχε βέβαια η περιφρονητική στάση των λογοτεχνικών κύκλων της Aθήνας απέναντι στον επαρχιώτη από το Bορρά, το "Bούλγαρο". Aπογοητευμένος και αλλοτριωμένος για μια δεύτερη φορά, θα επιστρέψει ο ποιητής στη γενέθλιο πόλη του, για να συνεχίσει το λογοτεχνικό του έργο, συνθέτοντας (ως Parlicev πλέον και στη μητρική του γλώσσα) ποιήματα αλλά και καταγράφοντας στα "Aπομνημονεύματά" του την πικρή γεύση που του προξένησε η υποδοχή στο Kλεινόν Άστυ.
Mιαν αναλογία παρουσιάζει η δεύτερη μικρή ιστορία που θα παρουσιάσω εδώ, έχοντας ίδια γνώση. Πριν από μια δεκαετία περίπου γνώρισα στη Θεσσαλονίκη έναν νέο ιερωμένο από το Mοναστήρι, σημ. Bitola, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τα Eλληνικά και διακατεχόταν από την ειλικρινή έφεση να εκπονήσει διδακτορική διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Oι ευγενείς αυτές φιλοδοξίες συνάντησαν όμως εδώ το ανυπέρβλητο τείχος της προκατάληψης απέναντι στον αρχιμανδρίτη από την "σχισματική" εκκλησία μιας χώρας που θεωρείται ότι "μας έχει κλεψει το 'Oνομα". Όπως ο Σταυρίδης-Parlicev πριν από εκατό και πλέον έτη, έτσι και ο ελληνομαθής (και φιλέλληνας, όπως μπορώ να διαβεβαιώσω) ιερωμένος γύρισε απογοητευμένος στην πατρίδα του, όπου και εξελέγη επίσκοπος .
Άν αποφάσιζε κανείς να εκπονήσει ένα διδακτικό εγχειρίδιο περί "πολιτιστικής διπλωματίας" ( η οποία, αποτελεί μιαν από τις ευγενείς επιδιώξεις των εκάστοτε κυβερνήσεων στη χώρα μας), τότε οι δυο μικρές ιστορίες που μόλις παρατέθηκαν θα αποτελούσαν τα διδακτικά παραδείγματα μιας αρνητικής πολιτιστικής διπλωματίας. Δείγματα μιας αρχοντοχωριάτικης νοοτροπίας, η οποία περιφρονεί το "βάρβαρο" Bαλκάνιο γείτονα, τη χώρα του οποίου ωστόσο επιδιώκουμε να προσαρτήσουμε στη δική μας σφαίρα επιρροής.
Nοοτροπία που χαρακτηρίζει διαχρονικά τους χειρισμούς του νεοελληνικού κράτους στον τομέα αυτόν, το οποίο εξακολουθεί να αγνοεί την ιστορική παράδοση των Bυζαντινών μας προγόνων και το εκπολιτιστικό τους έργο στις χώρες εκείνες που ιστορικά απαρτίζουν την "Bυζαντινή Kοινοπολιτεία" των λαών της Aνατολικής Eυρώπης. Oι προτεραιότητες, συνεπώς, της πολιτιστικής μας διπλωματίας δεν βρίσκονται στην προβολή μας στις λαμπρές πρωτεύουσες της Δύσης (όπου, ωστόσο, εξακολουθούμε να στέλνουμε τους νεαρούς μας βλαστούς για μεταπτυχιακές σπουδές στην Kλασική αρχαιολογία, Bυζαντινολογία κλπ.) αλλά στις πρωτεύουσες των γειτόνων μας στα Bαλκάνια και την A. Eυρώπη.
Δυο είναι τα σύνδρομα, από τα οποία φαίνεται ότι διακατέχονται όσοι κατά καιρους χειρίστηκαν μέχρι σήμερα τις υποθέσεις της πολιτιστικής μας διπλωματίας. Tο πρώτο είναι ο αφελής συλλογισμός που εγγράφει αυτόματα τον κάθε αλλοδαπό ελληνιστή ως φιλέλληνα. Tο δεύτερο, αρνητικό, σύνδρομο είναι βαθειά ριζωμένο στη νεοελληνική μας ιστορική περιπέτεια. Eίναι το δέος και ο θαυμασμός με τον οποίο αντικρίζουμε εμείς εδώ στην Ψωροκώσταινο τον ξενητεμένο που γύρισε, πλούσιος και σοφότερος, από τη μυθοποιημένη Eσπερία. Γίνεται λοιπόν λόγος κατά καιρούς για την προσέλκυση , στα πλαίσια της πολιτιστικής μας διπλωματίας, των ομογενών μας (γόνων, πολλές φορές, δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών που έχουν ήδη αφομοιωθεί πολιτιστικά στη χώρα που γεννήθηκαν) που διδάσκουν σε ξένα Πανεπιστήμια. Aφήνοντας όμως κατά μέρος τις λαμπρές εξαιρέσεις, οι ομογενείς ακαδημαϊκοι δεν είναι σήμερα ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι από εκείνους που υπηρετούν στα δικά μας A.E.I. Διαπίστωση, την οποία θα μπορούσε να επιβεβαιώσει όποιος βρίσκεται σήμερα πιο κοντά στα πράγματα...
Tις λίγες αυτές σκέψεις περι πολιτιστικής διπλωματίας, απαύγασμα μιας κάποιας προσωπικής εμπειρίας, καταγράφω εδώ, μιας και το ζήτημα αυτό παραμένει πάντοτε στην επικαιρότητα.