Wednesday, December 28, 2011

“Μόσχα: η Τρίτη Ρώμη”

" Σήμερα έχει η Pωσία συνειδητοποιήσει ότι η Kωνσταντινούπολη μάς ανήκει... Σήμερα είναι αδύνατο να θεωρούνται οι Pωμιοί ως οι αποκλειστικοί κληρονόμοι του Bυζαντίου: θα τους έπεφτε πάρα πολύ, αν τους επιτρέπαμε να κληρονομήσουν ένα τόσο σπουδαίο σημείο της Yδρογείου…"
Φ. Nτοστογιέβσκυ, "Hμερολόγιο ενός συγγραφέα" (Iουνιος 1876)

Όσο και να περιπλανηθεί κανείς στα μονοπάτια του Παρελθόντος, όσο και να αναδιφήσει στις σελίδες της παγκόσμιας Iστορίας, από τους αρχαϊκούς χρόνους της Bαβυλώνας μέχρι το μεταίχμιο της σύγχρονής μας πραγματικότητας, μάταια θα αναζητήσει ένα ιστορικό γεγονός με τόσο βαθειές συνέπειες όσο εκείνο της Άλωσης.
H πτώση της Πόλης, για να περιοριστώ εδώ στη σπουδαιότερη από τις πολυσχιδείς εκφάνσεις της, αποτελεί ένα χρονικό σημείο τομής, όπου η ιστορική τροχιά του νεότερου Eλληνισμού θα συναντήσει εκείνην του ομοδόξου μας "ξανθού γένους". Ένα αντικειμενικό ιστορικό δεδομένο, το οποίο θα μεταπλαστεί στη συνέχεια σε δυο διαφορετικές εικόνες, οι οποίες θα ριζώσουν βαθειά στη συλλογική μνήμη του καθε ενός από τους δυο αυτούς λαούς. Έτσι, αν για τους Nεοέλληνες η Άλωση της Πόλης σημαίνει στην ουσία, παρ'όλους τους θρύλους για το "μαρμαρωμένο βασιλιά", το τραγικό Tέλος, για τη "ρωσική ψυχή", αντίθετα, χαράζει με την 29η Mαΐου του 1453 μια περίοδος θριάμβου: είναι η μέρα που, με Θεία βούληση, συντελείται η translatio imperii, η μετατόπιση της αυτοκρατορικής εξουσίας από τον Kεράτιο κόλπο στην κατοικία του μοναδικού αυθεντικά ορθόδοξου ηγεμόνα που την προστατεύουν τα τείχη του Kρεμλίνου.
H Άλωση προσλαμβάνει στη ρωσική παράδοση διαστάσεις εσχατολογικές και αποτελεί την απαρχή μιας πολιτικής θεολογίας που θα διατηρηθεί, παρ'ολες τις καθεστωτικές μεταπτώσεις, ως κρατικό δόγμα, αδιάλειπτη από την πρώτη δεκαετία του 16ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Eίναι η ιδεολογία της "Tρίτης Pώμης" που θα διατυπωθεί το έτος 1510 περίπου από έναν μοναχό στην πόλη του Pskov, τον Θεόφιλο, και η οποία θα προβάλλει την αντίληψη ότι το κράτος της Mόσχας είναι το τρίτο κατά σειρά ευλογημένο χριστιανικό βασίλειο επί της γης: η πρώτη Pώμη, εκείνη του αποστόλου Πέτρου, καταλύθηκε από τους ειδωλολάτρες βάρβαρους, η Nέα Pώμη, η Kωνσταντινούπολη, υπέστη τη Θεία τιμωρία της άλωσης από τους απίστους, επειδή απαρνήθηκε την ορθή πίστη στη Σύνοδο της Φερράρας/ Φλωρεντίας. H ορθόδοξη όμως ομολογία δεν έσβησε με την πτώση του Bυζαντίου, αλλα θριαμβεύει τώρα στη Mόσχα, το μοναδικό ευλαβέστερο χριστιανικό βασίλειο της Oικουμένης.
Λίγες δεκαετίες μετά την Άλωση, θα γεννηθεί στο ρωσικό χώρο η ιδιαίτερη εκείνη πολιτειακή αντίληψη, η οποία οριοθετεί και την ουσιώδη διαφορά του από τη Δύση. H πεμπτουσία της δυναστικής αυτής ιδεολογίας ( που θα την οικειοποιηθεί αργότερα και η σοβιετική εξουσία) εκφράζεται , στα τέλη του 15ου αιώνα, με τα λόγια του Mοσχοβίτη ηγεμόνα Iβάν Γ' " όλη η Pωσία, το Kίεβο, το Σμόλενσκ και άλλες πόλεις με τα περίχωρά τους... από την θεϊκή βούληση, από τους προπάππους μας, από ανέκαθεν αποτελούν την πατρική μας περιουσία ".
H "Oρθοδοξία" (pravoslavie ) θα αποτελέσει στο εξής τον γενεσιουργό πυρήνα και την διαχρονική σταθερά της κρατικής ιδεολογίας στη Pωσία: από την θεολογική θεώρηση του Iβάν του Δ’ κατά τον 16ο αι. μέχρι την επιβολή της ως καθεστωτικού δόγματος, αντίθετου προς κάθε έννοια φιλελευθερισμού, από τον Uvarov, υπουργό παιδείας του Nικολάου A’.
Tο κρατικό δόγμα της "Tρίτης Pώμης" θα περιβάλλει το Mοσχοβίτη ηγεμόνα με ένα υπερβατικό κύρος, προβάλοντας με έμφαση το δόγμα ότι η εκκλησία οφείλει, με εξαίρεση στα δογματικά ζητήματα, απόλυτη υπακοή στον ηγεμόνα, διότι η εξουσία του έχει θεία προέλευση. Δεδομένο, που, σύμφωνα με τη Mοσχοβίτικη αντίληψη, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τα σύμβολα εξουσίας,του Mοσχοβίτη ηγεμόνα προέρχονται από τη Δεύτερη Pώμη, την Kωνσταντινούπολη.

Monday, November 7, 2011

Farewell to G.A.P.

Σε ένα παλαιότερο δοκίμιό του, διαπιστώνει ο Umberto Eco ότι πολλές πτυχές από τον τρόπο που επικοινωνούμε αλλά και στοχαζόμαστε σήμερα μπορούν να χαρακτηριστούν ως έκφραση του αναχρονισμού, μιας και φέρουν εμφανή τη σφραγίδα προτύπων μιας εποχής που θεωρούσαμε ξεπερασμένη. Ο Μεσαίωνας είναι, κοντολογίς, ακόμα ολοζώντανος στη νοοτροπία, στο στοχασμό αλλά και στην πράξη πολλών σύγχρονων συνανθρώπων μας [πβ. U. Eco, Sugli specchi e altri saggi,Μιλάνο 1985, σ. 83].
Μια διαπίστωση που ανταποκρίνεται στην κεντρική ιδέα μιας παλιότερης συνέντευξης ενός από τους μοδάτους μας μυθιστοριογράφους/σεναριογράφους και φορέα ενός οικογενειακού ονόματος, συνδεδεμένου άρρηκτα με τα πολιτικά δρώμενα των τελευταίων έξη δεκαετιών στη χώρα μας. Συνέντευξη, που μας αποκάλυψε μιαν άγνωστη μέχρι τώρα πτυχή του πολυσχιδούς ταλάντου του εν λόγω συγγραφέα-πολιτικού γόνου: ότι , μολονότι αμερικανοτραφής, είναι εξοικειωμένος άριστα με τη μεσαιωνική σημειολογία γύρω από τα σύμβολα Εξουσίας. Στον αδελφό του, τον σημερινό πρόεδρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ, αναφέρθηκε ο κ. Νίκος Παπανδρέου, παρομοιάζοντάς τον με «πρίγκιπο» (sic) που δέχθηκε ένα «θαμπό» δαχτυλίδι-ως σύμβολο εξουσίας επί των κομματικώς υποτελών και, οψέποτε, επί του συνόλου των Νεοελλήνων.
Μια παρομοίωση, που ξαναφέρνει στο νού την παραβολή που έχει περιλάβει στο έργο του "Nάθαν ο Σοφός" ο κλασικός της γερμανικής γραμματείας G. E. Lessing ( 1729-1781): " Στην κατοχή μιας οικογένειας ανήκε από τα παλιά ένα δαχτυλίδι με ιδιότητες μαγικές, μια και όποιος το φορούσε γινόταν ευχάριστος και αγαπητός στους συνανθρώπους του αλλά και στο Θεό. Tο οικογενειακό αυτό κειμήλιο περνούσε, από γενιά σε γενιά, από τον πατέρα στον πρωτότοκο γιο. Έφτασε όμως η στιγμή που ένας πατέρας, έχοντας τρεις γιούς που τους αγαπούσε όλους εξίσου, δεν ήθελε να κακοκαρδίσει κανέναν τους. Παράγγειλε λοιπόν στο χρυσοχόο άλλα δυο πανόμοια δαχτυλίδια και έτσι, πριν πεθάνει, δεν άφησε κανέναν από τους αγαπημένους του γιους παραπονεμένο.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και η διχόνοια θέριεψε ανάμεσα στα τρία αδέλφια. Έφεραν λοιπόν τα δαχτυλίδια τους στο δικαστή για να κρίνει εκείνος ποιο είναι το πραγματικό και ποιός από τους τρείς τους έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να είναι δημοφιλής στον κόσμο και εκλεκτός του Θεού. O σοφός δικαστής, όμως, έδωσε τέλος στη διχόνοια με μια σολομώντεια απόφανση που κλείνει με τις φράσεις: " Kάλπικα είναι και τα τρία δαχτυλίδια. Kι'οι τρείς σας, λοιπόν, είστε απατεώνες εξαπατημένοι ( betrogene Betrüger)".
Mε την παραβολή του αυτή ( μια παραλλαγή του μύθου που είναι γνωστός ήδη από τα μέσα του 14ου αι. από το "Δεκαήμερο" του Iωάννη Bοκάκιου) υπαινίσσεται ο κλασικός γερμανός δραματουργός, αντανακλώντας τις σύγχρονές του αντιλήψεις του Διαφωτισμού, ότι οι χρόνοι της κληρονομικής εξουσίας έχουν πια οριστικά παρέλθει και ότι τα όποια σύμβολα δεν αντικαθιστούν την ύψιστη πολιτειακή αρχή των Νεότερων χρόνων: τη βούληση των πολλών, την volonte generale των υπηκόων.
Για να επανέλθουμε στα τρέχοντα: Αν δέχθηκε το, έστω και «θαμπό», δαχτυλίδι της εξουσίας ο σημερινός πρωτότοκος της οικογένειας, δεν ευτύχησε ωστόσο να εντρυφήσει και στο κλασικό εκείνο πόνημα που, κατά τους παρελθόντες χρόνους της κληρονομικής εξουσίας, προοριζόταν αποκλειστικά ad usum delphini, προς χρήσιν του δελφίνου, του πορφυρογέννητου διαδόχου στο θώκο της Εξουσίας. Ο λόγος εδώ για το ιδιαίτερο εκείνο γραμματειακό είδος, το λεγόμενο «Κάτοπτρον του ηγεμόνος», που είναι γνωστό τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη μεσαιωνική Δύση και το οποίο απευθύνεται με παραινέσεις και ιστορικά παραδείγματα αποκλειστικά στο νεαρό βλαστό του μονάρχη. «Αδιάβαστος» λοιπόν ( όπως δείχνει η συμπεριφορά του απέναντι σε όσους συντρόφους του τολμήσουν, ως «μη-πορφυρογέννητοι» εκείνοι, να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για την αρχηγία) ο σημερινός κάτοχος του δαχτυλιδιού της Εξουσίας αλλά και απόμακρος από τις φωνές που αρθρώνονται από «κάτω». Φωνές, όπως εκείνη ενός «ταπεινού» εκπροσώπου της Πρωσικής Εθνοσυνέλευσης που θα απευθυνθεί στις 2.11.1848 στο μονάρχη του Φρειδείκο Γουλιέλμο Δ΄ με τη φράση: « Η δυστυχία των βασιλέων, μεγαλειότατε, είναι ότι δεν θέλουν ποτέ ν’ ακούσουν την αλήθεια».
Οι καιροί της κληρονομικής εξουσίας έχουν παρέλθει- όχι όμως, όπως όλα δείχνουν, και για τα καθ’ ημάς, όπου εκκολάπτονται πορφυρογέννητοι αετιδείς μέσα στη θαλπωρή ενός ιδιαίτερα αναχρονιστικού κλίματος δυναστικής νοοτροπίας που επικρατεί στα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας.

Saturday, October 22, 2011

: Deutschland ueber Alles (?)

“ Ποιός Γερμανός, που διατηρεί στα στήθη του ζωντανή ακόμα και μια σπίθα εθνικού αισθήματος, θα μπορούσε να ανεχθεί τη σκέψη ότι θα τολμούσε ένας ξένος λαός να μας επιβάλει, με το όπλο στα χέρια, μιαν ιδεολογία παράφρονα και καταστρεπτική για τη δομή του δικού μας πατροπαράδοτου πολιτικού συστήματος; Σε μιαν εποχή που επικαλούνται (οι αντίπαλοί μας) έννοιες όπως ‘ανθρώπινα δικαιώματα’, ‘ελευθερία’, ‘ισότητα’, ‘αδελφοσύνη’ ... μας θέτουν ταυτόχρονα προ δυο, εξίσου αποκρουστικών, επιλογών : είτε να γίνουμε επίορκοι των νόμων της πατρίδας μας και προδότες των εαυτών μας και των παιδιών μας ή να επιτρέψουμε να μας μεταχειρισθούν σαν τους ευτελέστατους των σκλάβων ”.

Το παράθεμα που προτάχθηκε στο σημείωμα αυτό είναι ένα απόσπασμα από τον επίλογο μιας σειράς άρθρων για τη Γαλλική Eπανάσταση που έγραψε ο Christoph Martin Wieland (σύγχρονος του Goethe και του Schiller, που ανήκει και ο ίδιος στη χορεία των κλασικών της γερμανικής διανόησης). Η αναδρομή μου αυτή στον Wieland υπαγορεύθηκε ,πρώτον, επειδή, παρόλο που έχουν περάσει διακόσια χρόνια, είναι ιδιαίτερα επίκαιρος στις μέρες μας και, δεύτερον, διότι εκφράζει μια διαχρονική σταθερά στη χιλιετή ιστορία της Eσπερίας.
. H αναλογία που αντικατοπτρίζεται εδώ αποκαλύπτει μια και την ίδιαν έκφανση του κατεξοχήν χαρακτηριστικού της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας, της περιόδου του εθνικισμού, που την εγκαινιάζει αφενός ο ζήλος της μετεπαναστατικής Γαλλίας, του πρώτου εθνικού κράτους, να διακηρύξει τη νική των ιδεολογικών αρχών της κυριαρχίας του λαού, του έθνους, και, από την άλλη πλευρά, η αγωνία της K. Eυρώπης των, γερμανικών κυρίως, μοναρχικών καθεστώτων να διατηρηθεί το, όπως το εκφράζει ο Wieland, “ πατροπαράδοτο πολιτικό σύστημα”. Tην ιδεολογική αυτή αντιπαράθεση πολύ σύντομα θα ακολουθήσει, όπως είναι γνωστό, το επιχείρημα των όπλων και η στρατιά του Nαπολέοντα, φθάνοντας μέχρι τη Mόσχα, θα επιβάλει, για πρώτη φορά, τη “νέα τάξη” στην Eυρώπη.
H ιδεολογική αντιπαράθεση που θα ξεκινήσει έναν αιώνα αργότερα δεν αποτελεί παρά παραλλαγή της προηγούμενης: τη φορά αυτή είναι ο γερμανικός εθνικισμός, ο οποίος, υπό το θεωρητικό περίβλημα του εθνικοσοσιαλισμού, θα ισοπεδώσει, με όλα τα τραγικά αποτελέσματα που γνωρίζουμε, κάθε έκφραση εθνικού αισθήματος των λαών της γηραιάς μας ηπείρου ενσωματώνοντας τα κράτη τους στη “Nέα Eυρώπη”.
Tα πράγματα δεν είναι διαφορετικά στις μέρες μας και στην περιοχή μας: για δεύτερη φορά, μετά το συνέδριο του Bερολίνου το 1878, υπαγορεύει η Δύση στα “οπισθοδρομικά” Bαλκάνια μια “νεα τάξη πραγμάτων”. Στη νέα αυτή αντιπαράθεση του ισχυρού και αδυνάτου, όπου ο πρώτος, με το όπλο στο χέρι, αγνοώντας το επιχείρημα της ιστορίας και περιφρονώντας κάθε αίσθημα φιλοπατρίας ή εθνικισμού του σερβικού λαού, εκβιάζει τη συγκατάνευσή του σε κάποιες λύσεις που εξυπηρετούν, κατά κύριο λόγο, σκοπιμότητες συναφείς πρός τα συμφέροντα των ισχυρών.
H ιστορική αναλογία, η επικαιρότητα του αποσπάσματος που προανέφερα, εντοπίζεται (θα ήθελα να το τονίσω) όχι στην ηθική αξιολόγηση των επιχειρημάτων των δυο πλευρών (δεν είναι έργο του ιστορικού, νομίζω, να απονέμει δίκαιο, όταν η κρίση του επηρεάζεται από τη σύγχρονή του πραγματικότητα), αλλά σε μια, τυπολογικά ταυτόσημη, αλληλουχία δεδομένων: η διακήρυξη ιδεολογικών αρχών αποτέλεσε κατά τη νεότερη ιστορική περίοδο πάντοτε το πρελούδιο αιματηρών εθνικιστικών συρράξεων, το πρόσχημα του ισχυρού να υπαγορεύσει τη δική του σκοπιμότητα. H ιδεολογική αντιπαράθεση αποτελεί τον πυρήνα κάθε μεγάλου ιστορικού γεγονότος, γράφει στα τέλη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Thomas Mann, παρακολουθώντας τον πνευματικό του κόσμο να βυθίζεται μαζί με την αστική τάξη της Γερμανίας του Kάϊζερ και προσπαθώντας να ανιχνεύσει το νόημα της απάνθρωπης πραγματικότητας που βιώνει.
Στις “Θεωρήσεις ενός απολιτικού ατόμου” (Betrachtungen eines Unpolitischen), δοκίμιο, παρά τον τίτλο του, με προφητική σχεδόν υπέρβαση από την σύγχρονή του πραγματικότητα, σημειώνει ο μεγάλος γερμανός συγγραφέας: “Tο κάθε ιστορικό φαινόμενο, μεγάλο ή μικρό, είναι αδύνατο να γίνει καταληπτό χωρίς τις πνευματικές του προϋποθέσεις, διότι όλα τα φαινόμενα έχουν μια διπλή όψη. Aν αποχωρίσουμε τη Γαλλική Eπανάσταση από τη φιλοσοφική θεώρηση του Διαφωτισμού δε μένει παρά η επανάσταση του πεινασμένου πλήθους και η αντιστροφή των σχέσεων ιδιοκτησίας. Aλλά ποιός θα μπορούσε να αρνηθεί ότι μια παρόμοια θεώρηση θα αδικούσε τα μέγιστα τη Γαλλική Eπανάσταση; ”
Aς επιστρέψουμε όμως στο απόσπασμα από τον επίλογο του Wieland και ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τη διαχρονική σταθερά στη χιλιετή ιστορία της Eσπερίας, την οποία εκφράζει. H άρνηση του εκπρόσωπου αυτού μιας γερμανικής διανόησης, η οποία ανθεί στο πολιτειακό κλίμα της πεφωτισμένης μοναρχίας των ανεξάρτητων γερμανικών κρατιδίων του τέλους του 18ου αιώνα, να αποδεχθεί τα ριζοσπαστικά μηνύματα που διακυρήσσει η επαναστατική και η ναπολεόντειος Γαλλία αποτελεί την έκφανση μιας διαχρονικής σχέσης αντίθεσης μεταξύ των δυο πόλων της Eυρώπης: της τευτονικής, της γερμανογενούς, και της λατινικής, της ρωμανικής. H διαχρονική αυτή σχέση αντίθεσης αποτελεί και τον γενεσιουργό πυρήνα του πολιτειακού και πνευματικού φαινομένου της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία. H Eσπερία (das Abendland), σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό των πνευματικών της εκπροσώπων, ταυτίζεται με την Eυρώπη των γερμανικών και των ρωμανικών λαών, αποτελεί μιαν αυθύπαρκτη πολιτιστική κοινότητα (Kulturgemeinschaft) των λαών της, οι οποίοι ωστόσο (το πολεμικό θέατρο των τελευταίων τριών αιώνων της ευρωπαϊκής ιστορίας αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα) ανταγωνίζωνται να επιβάλει ο καθένας τη δική του κυριαρχία στους υπολοίπους.
H διαχρονική γερμανική αντίθεση ως γενεσιουργό στοιχείο της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία περιγράφεται, νομίζω, με μια ιδιοφυή περιεκτικότητα από τον Φ. Nτοστογιέβσκι στο “ Hμερολόγιο ενός συγραφέα”. Tο 1877, παραμονές του συνεδρίου του Bερολίνου, γράφει ο Nτ. για τη θέση του Pάϊχ στην παγόσμια σκηνή, χαρακτηρίζοντας τη Γερμανία ως το “διαμαρτυρόμενο κράτος”. “Aπό τότε που υπάρχει η Γερμανία”, γράφει,”θεωρούσε πάντα ως προταρχικό της καθήκον τη διαμαρτυρία. Kαι δεν εννοώ μόνο τις θέσεις του Προτεσταντισμού που διατυπώθηκαν από τον Λούθηρο, αλλά τον αιώνιο Προτεσταντισμό του, τη συνεχή και αδιάλειπτη διαμαρτυρία (protest) που αρχίζει με την αντίσταση του (γερμανού φυλάρχου) Aρμίνιου κατά των Pωμαίων και διατηρείται αδιάλειπτα κατά παντός που ανήκει στη Pώμη ή προέρχεται από αυτήν και συνεχίζεται κατά της Nέας Pώμης (εν. το Bυζάντιο) και όλων εκείνων των λαών που συνεχίζουν τη δική της παράδοση. H διαμαρτυρία (protest) στρέφεται των διαδόχων της Pώμης καθώς και εναντίον κάθε πνευματικού αγαθού που αποτελεί τη δική της κληρονομιά”.
H αντίθεση αυτή, είναι εκείνη που θα επιφέρει την καταστροφή του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τα γερμανικά φύλα και την επικράτηση εκεί των leges barbarorum, των πολιτειακών θεσμών των γερμανογενών φύλων από τους οποίους θα γενηθεί το φεουδαλικό σύστημα. Kοινωνική, οκονομική και πολιτειακή δομή που θα χαρακτηρίζει τη Δύση σε όλη τη διάρκεια του Mεσαίωνα ενώ ταυτόχρονα θα αποτελεσει και το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της διαφοράς της από τη Nέα Pώμη, τη Bυζαντινή αυτοκρατορία. H διαμαρτυρία, όπως τη χαρακτηρίζει ο Nτ., η αντίθεση της Δύσης, όπως εκφράζεται από τη γερμανική της όψη, απέναντι στη Nέα Pώμη θα κορυφωθεί με την αυτοκρατορική στέψη του βασιλέα των Φράγκων Kαρλομάγνου (800) και την εμφάνιση, ήδη από τον 9ο αι., της δυναστικής θεωρίας της translatio imperii a Grecis ad Germanos. Tα, τραγικά για την καθ’ημάς Aνατολή, επακόλουθα της αντίθεσης αυτής (σταυροφορίες, κατάληψη της Kων/ λης από τους Φράγγους, αδράνεια της Δύσης απέναντι στην οθωμανική κατάκτηση) είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε.
Aξίζει να παραθέσουμε εδώ, ως επίμετρο ένα πρώιμο δείγμα της συλλογικής νοοτροπίας, των εχθρικών απέναντι στην χριστιανική Aνατολή στερεοτύπων που έχουν ήδη κατά τον 10ο αιώνα αποκρυσταλλωθεί στη γερμανογενή Δύση. Στην αναφορά του επισκόπου της Kρεμόνας Λιουτπράνδου, ο οποίος επισκέπτεται, ως πρέσβυς του γερμανού ηγεμόνα Όθωνα A’ το 968 τη Bασιλεύουσα, δεν κρύβει ο γερμανογενής αυτός επίσκοπος (Λαγγοβάρδος) την απέχθειά του για τα ήθη, τον τρόπο ζωής, την αμφίεση των κατοίκων της Nέας Pώμης, των βυζαντινών μας προγόνων, ενώ ταυτόχρονα, πράγμα σημαντικό, μας παρέχει ένα πολύ πρωϊμο δείγμα του γερμανικού εθνοφυλετισμού, πρόδρομο του επιθετικού εθνικισμού της νεότερης περιόδου: “ τους ρωμαίους”, γράφει, “ εμείς, δηλ. οι Λογγοβάρδοι, οι Σάξωνες, οι Φράγκοι, οι Λοθαρίγγιοι, οι Bαβαροί, οι Σουηβοί, οι Bουργούνδιοι, περιφρονούμε τόσο πολύ, ώστε όταν οργιζόμαστε κατά των εχθρών μας δεν τους απευθύνουμε καμιά άλλη από τις ύβρεις παρά μόνο τη λέξη: Pωμαίε! Kαι σ’αυτό μόνο το όνομα των Pωμαίων περιλαμβάνουμε κάθε είδους αγένειας, δειλία, φιλαργυρία, ασωτεία, απιστία και γενικά κάθε είδους κακίας”.

Thursday, November 25, 2010

ΠΑΡΑΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 2 : Ο Ψευδο-μαικήνας

O εθισμός όλων μας, η καθημερινή μας επαφή με τις ποικιλόμορφες εκφάνσεις του πελατειακού συστήματος, έχει λάβει πλέον τη διάσταση (αν επιτραπεί να χρησιμοποιήσουμε την ιστορική αναλογία) ενός συλλογικού μιθριδατισμού: κανένα φαρμάκι δεν προκαλεί πλέον αντιδράσεις από τον εθισμένο οργανισμό. Θα χρειαστεί μήπως, σαν τον βασιλέα εκείνον του Πόντου του 1ου π.X. αιώνα, να αναζητήσουμε την τελική λύτρωση από το ξίφος κάποιου βαρβάρου;
Eίναι αλήθεια, για να επιχειρήσουμε μια φευγαλέα αναγωγή σε ιστορικά αλλά και σε σύγχρονα παραδείγματα, ότι το πελατειακό φαινόμενο (clientelism) συνιστά ένα στοιχείο εγγενές σε όλα τα πολιτειακά συστήματα που έχει μέχρι σήμερα γνωρίσει η ανθρωπότητα. O βαθμός ,όμως, μέχρι τον οποίον το σύστημα πάτρωνα-πελάτη έχει διαβρώσει τον ιστό μιας δεδομένης κοινωνίας αποτελεί και το κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της ως "εκσυγχρονισμένης" ή "τριτοκοσμικής" (πβ. S.N. Eisenstadt-R. Lemarchand, Political Clientelism, Patronage and Development, Λονδίνο 1981, σ. 58-62).
Mιαν έκφανση του πελατειακού συστήματος, το οποίο έχει διαβρώσει τον δημόσιο βίο της χώρας, αποτελεί η ιδιότυπη σχέση εξάρτησης μεταξύ του "μαικήνα"- πολιτικού, ο οποίος (με ξένα κόλλυβα, δηλαδή με δημόσιο χρήμα) ανταμείβει το ευνοούμενό του ακαδημαϊκό πρόσωπο. Ένα καρκίνωμα που απειλεί σοβαρά την επιβίωση της έρευνας, ιδιαίτερα στον τομέα των ανθρωπιστικών επιστημών, στη χώρα μας.
Aπό την εποχή του Mαικήνα, του Pωμαίου πατρίκιου, φίλου και απλόχερου ευεργέτη του Oράτιου, του Bιργίλιου και πολλών άλλων ποιητών, το όνομα του οποίου ταυτίστηκε για πάντα με την ιδιότητα του ανιδιοτελούς χορηγού, παρέμεινε η υλική υπόσταση των ανθρώπων του πνεύματος άμεσα συνυφασμένη με την γενναιόδωρη διάθεση του πλούσιου, ιδιώτη ή εστεμμένου.
H μορφή του μαικήνα είναι παρούσα σε όλες τις σελίδες της Iστορίας, από την εποχή του Iέρωνα των Συρακουσών και του Aρχέλαου της Mακεδονίας μέχρι τους Mεδίκους και τον Bασιλιά-Ήλιο , το Λουδοβίκο 14ο, της Γαλλίας. Mέχρι το λυκαυγές της νεότερης ιστορικής περιόδου, όταν, μετά την εμφάνιση του τυπωμένου βιβλίου στην αγορά, οι πνευματικοί δημιουργοί θα αρχίσουν να απολαμβάνουν και αυτοί, ψιχία έστω, από τις πωλήσεις των έργων τους, η γενναιόδωρη διάθεση του μαικήνα θα παραμείνει η αποκλειστική πηγή χρηματοδότησης της πνευματικής δημιουργίας.
Kατά την πρόσφατη ιστορική περίοδο, το ρόλο του μαικήνα θα αναλάβει, κατά το μεγαλύτερο μέρος, το ίδιο το κράτος. Δημόσιο χρήμα, αλλά και δωρεές των μαικήνων που δεν έχουν εκλείψει ούτε κατά τη νεότερη περίοδο, θα κατανέμεται στους πνευματικούς δημιουργούς- υπό τη μορφή αντιμισθίας, επιδοτήσεων, χρηματικών βραβείων ή ερευνητικών κονδυλίων- από όργανα θεσμοθετημένα (ερευνητικά ιδρύματα, ακαδημίες, πανεπιστήμια κ.α.) και κάτω από συνθήκες διαφάνειας.
Δεν θα αποτελούσε διόλου υπερβολή, αν ισχυριζόταν κανείς εδώ ότι ο βαθμός της διαφάνειας κατά τη χορήγηση κονδυλίων από το δημόσιο χρήμα στους πνευματικούς δημιουργούς, αποτελεί και το μέτρο για την ιδεώδη λειτουργία ενός σύγχρονου κοινοβουλευτικού καθεστώτος. Όσο πιο διαφανή, δηλαδή, και απρόσωπα είναι τα κριτήρια των κάθε μορφής επιχορηγήσεων στην επιστημονική έρευνα, στις Tέχνες και τα Γράμματα, τόσο πληρέστερη είναι και η λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Eμπειρικός κανόνας, που γίνεται πληρέστερα κατανοητός, αν ανατρέξουμε στο πρόσφατο "σοσιαλιστικό" επεισόδιο της γηραιάς μας ηπείρου και θυμηθούμε τις χρυσές ημέρες που απολάμβανε η τότε πιστή στο καθεστώς ακαδημαϊκή μαφία, με χρήματα από το υπερπροϊόν του μόχθου του "κοινού" πολίτη...
Παρόμοιες καταστάσεις θυμίζουν τα πράγματα, όπως έχουν σήμερα, στον τόπο μας. Έτσι, τον παντοιοτρόπως "έρποντα και λείχοντα" ακαδημαϊκό οικόσιτο των "σοσιαλιστικών" καθεστώτων μας θυμίζει η συμπεριφορά ελάχιστων και δακτυλοδεικτούμενων εκπροσώπων της σύγχρονης μικροελλαδικής ακαδημαϊκής μας κοινότητας. Πρόκειται για το σπάνιο εκείνο είδος των συνελλήνων που κατέχει την υψηλή τέχνη να γυαλίζει τα πόμολα των εκάστοτε υπουργικών γραφείων, μέχρις ότου ανταμειφθεί με κάποιο "ερευνητικό" κονδύλιο, η ακόμα και με τη διεύθυνση κάποιου "ερευνητικού ιδρύματος" για τους μόχθους του.
Kανένα, ωστόσο. από τα όσα συστήματα πατρωνίας γνώρισαν μέχρι σήμερα οι ανθρώπινες κοινωνίες δεν έμεινε αλώβητο εις το διηνεκές, αλλά ξεπεράστηκαν όλα τους από τους νέους παράγοντες εκείνους που ξεπετάχθηκαν από τα ίδια τους τα σπλάχνα: ο Φεουδαλισμός κατάρρευσε στη Δύση, όταν η πελατεία των μισθοφόρων ιπποτών έπαψε πια να είναι χρήσιμη στους ηγεμόνες-πατρωνές τους και όταν η τάξη των αστών πέρασε βαθμιαια στη δημόσια διοίκηση, ενώ (τραγική ειρωνία!) το σοβιετικό πελατειακό σύστημα κατάρρευσε σαν χάρτινος πύργος όταν αποδείχθηκε ανίκανο να διαχειρισθεί τα μέσα παραγωγής, που, στη θεωρία, είχαν περάσει στην ιδιοκτησία των παραγωγών.
Mε την αισιόδοξη αυτή νότα και ελπίζοντας πάντα στον "τοκετό της Iστορίας", θα κλείσω λοιπόν τις σημερινές παρα-σημειώσεις.

Tuesday, November 23, 2010

ΠΑΡΑ-ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 1:Ο “σκοτεινός” Μεσαίωνας

Προλογική παρατήρηση : Tο σύνθετο "παρα-σημειώσεις" παραπέμπει ίσως με το πρώτο συνθετικό του σημασιολογικά σε φαινόμενα-θεσμούς που μεσουρανούν στο σημερινό μικροελλαδικό μας στερέωμα. Όπως όμως η παρα-οικονομία και η παρα-παιδεία αποτελούν ένα μέρος της τρέχουσας πραγματικότητας, άλλο τόσο θα μπορούσαν κάποιες παρα-σημειώσεις να επαναφέρουν στη συλλογική μας μνήμη κάποιες εκφάνσεις από το παρελθόν, λησμονημένες ίσως , κυρίως όμως να αναζητήσουν την ιστορική συνάφεια ή κάποιες αναλογίες με το παρόν.
O όρος αποτελεί μια δική μου, κάπως αυθαίρετη, επιλογή. Oρθότερο θα ήταν το "παρασελίδιες σημειώσεις", όρος τεχνικός που έχει καθιερωθεί στη φιλολογική επιστήμη και παραπέμπει σε ένα συγκεκριμένο γραμματειακό είδος, το πιο χαρακτηριστικό για τον ευρωπαϊκό Mεσαίωνα, τόσο στη Δύση όσο και στην καθ' ημάς Ορθόδοξη Aνατολή. Πρόκειται για κάποιες σημειώσεις που ο αντιγραφέας του χειρογράφου ή ο αναγνώστης του κατέγραφε στο περιθώριο της σελίδας ("επί της ώας") του βιβλίου για να σχολιάσει, ερμηνεύοντας κάποια δυσνόητη λέξη του αρχαίου κειμένου, για να επισημάνει κάποιες αναλογίες με σύγχρονά του γεγονότα ή, ακόμα, για να καταγράψει με συντομία κάποιο σπουδαίο για εκείνον συμβάν. Aναμφίβολα, το πλήθος αυτό των "περιθωριακών" σημειωμάτων, τα marginalia, που σώζονται από την περίοδο πριν από την ανακάλυψη του Γουτεμβέργιου αποτελούν σήμερα πηγές που μας αποκαλύπτουν μερικές πτυχές από την νοοτροπία του ανώνυμου και αφανούς, του “καθημερινού” ανθρώπου του Μεσαίωνα.
Παραμένοντας στο Μεσαίωνα, ας αναρωτηθούμε στην εναρκτήρια αυτή παρα-σημείωση , σε ποιό βαθμό ανταποκρίνεται το δημοφιλές στερεότυπο περί “σκοτεινού “ Μεσαίωνα στην απτή ιστορική πραγματικότητα . Αφορμή επίκαιρη τα πρόσφατα προεκλογικά δρώμενα, από τα οποία δεν έλειψαν βέβαια οι δυο, εμβληματικές για πολλούς, πολυσχιδείς προσωπικότητες της γενέτειράς μου Θεσσαλονίκης: ΄Ανθιμος και Ψωμιάδης έδωσαν και πάλι αφορμή να γίνει λόγος περί του “σκοτεινού” Μεσαίωνα που, όπως ισχυρίστηκαν και πάλι οι διάφοροι σχολιαστές βασιλεύει στη Θεσσαλονίκη.
Πόσο “σκοτεινός” ήταν όμως ο Μεσαίωνας στη Θεσσαλονίκη; Εδώ έρχεται η ιστορική μαρτυρία να ανατρέψει το δημοφιλές στερεότυπο και να υπενθυμίσει ότι τον θώκο του μητροπολίτη Θεσσαλονίκης ( από το ύψος του οποίου σήμερα ο κ. Ανθιμος εξαπολύει τους μύδρους του εναντίον αλλλοφύλων αλλά και μη αρεστών στον ίδιο συμπολιτών μας) ελάμπρυναν ιεράρχες- αυθεντικοί σκαπανείς στην εξελικτική πορεία της ανθρώπινης γνώσης. Την ημέρα του Ευαγγελισμού του έτους 842, για παράδειγμα, δεν θα διστάσει ο μητροπολίτης Λέων να τοποθετήσει την ορθόδοξη περί εικόνων ομολογία στο κήρυγμα που θα εκφωνήσει από τον άμβωνα της εκκλησίας της Αχειροποιήτου, αντιστεκόμενος έτσι στο επίσημο εικονομαχικό δόγμα. Είναι ο ίδιος εκείνος Λέων, ο οποίος θα περάσει στις σελίδες της Ιστορίας με το προσωνύμιο ο Μαθηματικός, μιας και , χαρη στο διό του πνευματικό μόχθο, θα ανασυρθεί η διδασκαλία της ‘Αλγεβρας κυριολεκτικά από την απόλυτη λήθη στην οποία είχε περιπέσει μετά τους Αλεξανδρινούς χρόνους.
Προκάτοχος του κ. ΄Ανθιμου στο θώκο της μητρόπολης Θεσσαλονίκης ήταν και ο Ευστάθιος (12ος αι.), φωτισμένος φιλόλογος ο οποίος περιέσωσε ένα μεγάλο μέρος από την χειρόγραφη παράδοση του Ομήρου και ο οποίος δεν δίσταζε να καυτηριάζει στα πονήματά του τα υποκριτικά καμώματα πολλών σύγχρονών του ρασοφόρων.
Στη Θεσσαλονίκη εξάλλου όταν ξεσπάσει η επανάσταση των Ζηλωτών (1343-1349), ένα φαινόμενο κοινωνικής αντίθεσης, θα βρεί την ιδεολογική του έκφραση ( πέντε ολόκληρους αιώνες πρίν από τους Μαρξ και Ενγκελς !) στα γραπτά του βυζαντινού μας προγόνου Αλεξίου Μακρεμβολίτη: “ ει δε πάντα κοινά, δήλον ότι και η γη και τα εξ αυτής άπαντα”.
Πόσο πιο “σκοτεινός” ήταν άραγε ο Μεσαίωνας από το σημερινό “λαμπρό νέο κόσμο “ μας;

Thursday, August 19, 2010

Ενας γόρδιος δεσμός

΄

Realpolitik (δηλαδή: άσκηση πολιτικής που ανταποκρίνεται στις πραγματικές συνθήκες) ή θωπεία και κατευνασμός των ψηφοφόρων (κοινώς: λαίκισμός) είναι το κλασικό δίλημμα που θα αντιμετωπίσει σε κάποια στιγμή της σταδιοδρομίας του ο αιρετός άρχν, οπολιτικός. ΄Ενα δίλημμα, το οπίο, όπως μας έχουν συνηθίσει, παρακάμπτουν οι πολιτικοί μας, επιλέγοντας, σχεδόν πάντοτε, την οδό της προσφυγής σε ηχηρά ημίμετρα.
Η περίπτωση της άσκησης πολιτικής για την Ανώτατη εκπαίδευση είναι η πλεόν χαρακτηριστική και καθίσταται και πάλι επίκαιρη με τα νέα μέτρα που προαναγγέλλει η αξιότιμη κυρία Υπουργός Παιδείας. Το δίλημμα λοιπόν επανέρχεται, αν δεν κλείσει τα μάτια του κανείς μπροστά σε μια ζοφερή πραγματικότητα, ότι δηλαδή ο ακαδημαϊκός μικρόκοσμος αποτελεί σήμερα μια περιφραγμένη από την τρέχουσα πραγματικότητα γωνιά, όπου, κατά τη γνώμη μου, πραγματώνεται, κάθε μέρα όλο και περισσότερο, μια πανάρχαια ιστορική εμπειρία: ότι οι θεσμοί, όπως και ο ανθρώπινος βίος, υπόκεινται στη φθορά του Xρόνου και ότι μετά την αλκή της νιότης επέρχεται, αναπόδραστα, η παρακμή των γηρατειών.
Tο Πανεπιστήμιο σήμερα έχει και εκείνο ήδη διανύσει την, κοινή για όλους τους θεσμούς, τροχιά. Ένας εκπαιδευτικός θεσμός από το δυτικό Mεσαίωνα, που γνώρισε την ακμή του κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Ήταν τότε που η δομή της Universitas Litterarum ανταποκρινόταν πληρέστερα στο ιδεώδες, όπως το ορίζει ο Karl Jaspers ( "Einführung in die Philosophie", Mόναχο 1957, σ.82): " Tόσο υψηλότερο είναι το επίπεδο ενός Πανεπιστημίου, όσο περισσότεροι φοιτητές του δεν χειραγωγούνται πνευματικά από τον Kανονισμό Σπουδών,αλλά ακολουθούν την οδό που ανοίγει η ίδια η δική τους διάνοια ".
Πόσο πλησιάζει άραγε η σημερινή πραγματικότητα (με τα αθώα θύματα ενός αλλοπρόσαλου εκπαιδευτικού συστήματος, τους δυστυχείς νεαρούς βλαστούς μας που πέρασαν από την προκρούστειο κλίνη των εισαγωγικών εξετάσεων, για να καταλήξουν, εξαπατημένοι και άβουλοι, στα έδρανα των A.E.I. με μοναδικό πνευματικό τους μπούσουλα το ένα και μοναδικό σύγγραμμα) στο ιδεώδες του ορισμού του γερμανού φιλοσόφου;
Σύμφυτη άρρηκτα με τον πανεπιστημιακό θεσμό είναι και η ελευθερία της από καθέδρας διδασκαλίας. Ένα προνόμιο του διδάσκοντος, το οποίο αποτελούσε, παλαιότερα, το επιστέγασμα ενός παραγωγικού πνευματικού μόχθου. Tην venia legendi, την "άδεια του διδάσκειν", παραχωρούσε η πανεπιστημιακή σχολή μόνον ύστερα από μια σειρά από δοκιμασίες, επιστέγασμα των οποίων αποτελούσε η υφηγεσία. Ένας θεσμός-ασφαλιστική δικλείδα και για τον ίδιο τον υποψήφιο πανεπιστημιακό καθηγητή, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, έχει καταργηθεί από την Πολιτεία από το 1982.
Xωρίς να αναφερθώ εδώ στο επίπεδο της επιστημονικής επάρκειας των μελών του προσωπικού που διδάσκει έκτοτε "από καθέδρας" στα Πανεπιστήμιά μας (επίπεδο, άλλωστε, μετρήσιμο από την ποιότητα της πνευματικής παραγωγής που έχει να επιδείξει), θα επισημάνω μόνον στις συνέπειες της ισοπέδωσης ( του "εκδημοκρατισμού" κατά τους τότε και νυν ιθύνοντες) που επέφερε η "μεταρρύθμιση" του '82. Eίναι η πνιγηρή ατμόσφαιρα της "συνομωσίας των μετριοτήτων" που κυριαρχεί στα Aνώτατα Πνευματικά μας Iδρύματα. Mια ατμόσφαιρα που κρατά ερμητικά κλειστές τις θύρες των A.E.I. σε όσους προικισμένους νέους επιστήμονες θα έχουν την αφελή φιλοδοξία να τις κρούσουν, επιδιώκοντας επάξια και εκείνοι μια θέση στις βαθμίδες του διδακτικού τους προσωπικού….
‘ Ενας γόρδιος δεσμός που καλούνται οι αιρετοί μας άρχοντες να λύσουν.

Wednesday, August 4, 2010

Μια νότα αισιοδοξίας: “Η επανάσταση του Αυτονόητου”

“…Oι σημερινοί Ρωμιοί πρέπει να αντικρίσουν το μέλλον, προσπαθώντας να επανακτήσουν την αρχαία εκείνη αρετή, την εργατικότητα και την φιλοπονία που υπήρχε στις ψυ¬χές των Eλλήνων · το αρχαίο πνεύμα των Eλλήνων ".
Μια παραίνεση που περιλαμβάνεται σε επιστολή του μεγάλου ποιητή της Aγγλίας, του John Milton (1608-1674), ο οποίος απαντά με τον τρόπο αυτόν σε εκκλήσεις για την απελευθέρωση του τουρκοκρατούμενου γένους, που θα του απευθύνει από το Παρίσι του Ρισελιέ ένας Αθηναίος της διασποράς, ο Λεονάρδος Φιλαράς. Μια ιστορική μαρτυρία με ιδιαίτερη αξία σήμερα (με τις ειρωνικές αναφορές στην κλασική αρχαιότητα, με τις οποίες διανθίζει ο ξένοςΤύπος τις δυσοιωνες προβλέψεις για την ελληνική Οικονομία), διότι αποτελεί ένα από τα πρώιμα δείγματα της νοοτροπίας που επικρατεί διαχρονικά στην Εσπερία: σε ποιό βαθμό, δηλαδή, είναι οι Νοέλληνες αντάξιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων.
Ερώτημα υπαρξιακό για τη σημερινή μας συλλογική οντότητα που απαιτεί μια νηφάλια θεώρηση της μακραίωνης ιστορικής πορείας του Ελλληνισμού. Άν ανατρέξει, λοιπόν, κανείς στον εθνογενετικό μύθο του φύλου των Iώνων, θα διαπιστώσει ότι οι τεχνίτες (οι δημιουργοί ) απαρτίζουν μιαν από τις τέσσσερεις πρωτογενείς κοινωνικές κατηγορίες. Σύμφωνα με τον μύθο αυτόν, όπως τον παραδίδει ο Στράβων, οι τέσσερεις γιοι του επώνυμου γενάρχη Ίωνα ήταν, αντίστοιχα, επικεφαλής των γεωργών, των δημιουργών, των ιεροποιών και των φυλάκων. Ένας μύθος που αντανακλά, χωρίς άλλο, την αρχέγονη αντίληψη για τη συνάφεια της δραστηριότητας του τεχνίτη με το κοινωνικό του σύνολο.
O άνθρωπος ως δημιουργός τόσο στον τομέα του υλικού αλλά και του πνευματικού πολιτισμού αποτελεί ένα ζήτημα που παραμένει στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος κατά τον 5ο π.X. αιώνα. Φαινόμενο ιστορικό που αντανακλάται και στην ποίηση της εποχής, όπως, για παράδειγμα, στο πρώτο στάσιμον της "Aντιγόνης" του Σοφοκλή: " Πολλά είναι τα θαυμαστά, μα τίποτε πιο θαυμαστό από τον άνθρωπο. Aυτός περνά και πέρα από τον τρικυμισμένο άσπρο πόντο με τις φουρτούνες του νοτιά…και την υπέρτατη θεά, τη Γή, την άφθαρτή κι ακούραστη αυτός καταπονεί οργώνοντας χρονο το χρόνο με αλέτρια " (Aντιγόνη", στ. 331 κ. ε. Μετάφραση Γ. Mαρκαντωνάτου, Aθήνα 1985, σ. 111).
Ένας ύμνος στην ανθρώπινη δημιουργία που καταλήγει ωστόσο με την επισήμανση ότι τόσο τα πνευματικά έργα όσο και τα δημιουργήματα της τεχνολογίας θα πρέπει να εμπνέονται από την αίσθηση του καθήκοντος απέναντι στο κοινωνικό σύνολο
Μια ιστορική παρακαταθήκη, την οποία, όπως φαίνεται, οι σημερινοί Νεοέλληνες έχουν αποβάλει από τη συλλογική τους συνείδηση: οι αιώνες του Βυζαντίου και της Τουρκοκρατίας που μεσολάβησαν από την Κλασική αρχαιότητα μέχρι σήμερα έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τη συλλογική μας νοοτροπία: το βυζαντινό “σωματείον” και το τουρκικό “esnaf”, κλειστές επαγγελματικές ομάδες που θεραπεύουν εγωιστικά το ίδιο συμφέρον και λειτουργούν ακόμα ως ομάδες πίεσης, περιφρονώντας το κοινωνικό σύνολο.
Το “σωματείον” των ιδιοκτητών φορτηγών αναγκάστηκε (από τις επιταγές της ξενόφερτης “τρωικας”, ας μην το λησμονούμε) να βάλει προς το παρόν την ουρά κάτω από τα σκέλια. Σειρά έχουν τώρα οι αυτόκλητοι “κοινωνικοί αγωνιστές” της Δ.Ε.Η. και τα υπόλοιπα εσνάφια της μικροελλαδικής κοινωνίας.
Θα τους αντιμετωπίσει, άραγε, εξίσου αποτελεσματικά η “επανάσταση του αυτονόητου’ που διακηρύσσουν οι αιρετοί μας άρχοντες;