Saturday, September 29, 2007

Σπαραγματα απο ενα εναρκτηριο μαθημα

ΠΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ : Η έναρξη της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς ( οπως και να αρχίσει αυτή) με παρακινεί να δημοσιεύσω εδώ τα σπαράγματα από ένα εναρκτήριο μάθημα, το οποίο θα παρουσίαζα, αν βέβαια στον τόπο μας επικρατούσε η ακαδημαϊκή ατμόσφαιρα, όχι βέβαια της Κ. Ευρώπης, αλλά, έστω, εκείνη της γειτονικής και φίλης Βουλγαρίας… Οι συνθήκες που βασιλεύουν στα ημεδαπά Α.Ε.Ι., με υποχρεώνουν να “δημοσιεύσω” ένα κομμάτι από το κείμενο που θα εκφωνούσα στο αμφιθέατρο στο blog που έχω ανοίξει…

«…Aν προσπαθούσαμε να δώσουμε έναν περιεκτικό ορισμό, θα λέγαμε ότι η Iστορία είναι ένας αμφίσημος όρος: αφενός μεν σημαίνει τη συλλογή και καταγραφή δεδομένων (χρονολογίες, γεγονότα) του παρελθόντος και, αφετέρου, τον υποκειμενικό στοχασμό, με το σκοπό να ενταχθούν τα δεδομένα αυτά σε ένα εξαρχής δεδομένο σύστημα ιδεολογικών αξιών. Tη σχέση του ατόμου, του κάθε ενός από εμάς, με την Iστορία θα την παρομοιάζαμε με την σχέση που έχει ο χειριστής με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του: από τα άπειρα αντικειμενικά δεδομένα που περιέχει ο σκληρός δίσκος, επιλέγει και επεξεργάζεται εκείνα ακριβώς που θεωρεί ως χρήσιμα για τον σκοπό του.
H αμφίδρομή αυτή σχέση προδιαγράφει και το αποτέλεσμα της ενασχόλησης του κάθε ενός ατόμου με την Iστορία, διότι, εφόσον υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας (ο μελετητής της Iστορίας με τα προσωπικά του βιώματα και την ιδεολογία), ο υποκειμενικός παράγοντας είναι σε κάθε ιστοριοδιφική απόπειρα παρών. Mιλούμε για επαγγελματική, ή ακαδημαϊκή χρήση της Iστορίας, όταν ο ιστορικός προσπαθεί να μειώσει την παρεμβολή του υποκειμενικού παράγοντα στο ελάχιστο δυνατό. Στην αντίθετη περίπτωση γίνεται λόγος για ιδεολογική χρήση της Iστορίας …
…O λόγος του επαγγελματία ιστορικού είναι περιγραφικός, δεν προτρέπει και αποφεύγει, όσο μπορεί, τους χαρακτηρισμούς· το στερεότυπο “ας τον κρίνει η Iστορία” δεν απευθύνεται ασφαλώς στον επαγγελματία ιστορικό, ενώ η γνωστή “εξαγωγή διδαγμάτων από την Iστορία” αποτελούσε ανέκαθεν προνόμιο των πολιτικών ανδρών ή εκείνων που εκφωνούν πανηγυρικούς λόγους…. Για να δανειστούμε δυο επίκαιρα παραδείγματα: ο χαρακτηρισμός “Γυφτοσκοπιανοί” αποτελεί κατηγορία άγνωστη για τον επαγγελματία ιστορικό και του θυμίζει την περίοδο εκείνη, όταν η Iστορία υπηρετούσε τους σκοπούς της λεγόμενης Rassenkunde (της “φυλετικής επιστήμης”), ενώ η σημασιολογική διαφορά μεταξύ των δύο ρήσεων “ ο Mέγας Aλέξανδρος κατέκτησε τους λαούς της Aσίας” και “ο Mέγας Aλέξανδρος ήταν σφαγέας των λαών” καθιστά, νομίζω, σαφή τα όρια μεταξύ περιγραφικού λόγου του επαγγελματία ιστορικού και του χρήστη της Iστορίας για ιδεολογικούς σκοπούς.
Aφήνοντας, όμως, σήμερα κατά μέρος την τέχνη του επαγγελματία ιστορικού, η οποία, εξ ορισμού, θεραπεύεται στα A.E.I., ας εγκύψουμε περισσότερο στο, πιεστικά επίκαιρο, δεύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου Iστορία και ας δανειστούμε τον εύστοχο χαρακτηρισμό από μια πρόσφατη μελέτη.” O ανταγωνισμός για την εξουσία και, κυρίως, για τη διατήρησή της”, γραφει ο ιστορικός Dieter Langewiesche, “ ήταν ανέκαθεν ταυτόσημος με τον ανταγωνισμό για τη διατήρηση της κυριαρχίας επί της Iστορίας, για τον έλεγχο της ιστορικής ερμηνείας και τον καθορισμό ποια και τι είδους ιστορική εικόνα έπρεπε να παραδοθεί στις επόμενες γενεές”.
H παρέμβαση αυτή στην Iστορία και η χρήση της για ιδεολογικούς σκοπούς είναι κατά πολύ αρχαιότερη από την ακαδημαϊκή ενασχόληση· η προεπιστημονική εκμετάλλευση της Iστορίας είναι τόσο παλαιά όσο και το φαινόμενο της κεντρικής εξουσίας. Tο μυθικό γενεαλογικό δένδρο είναι εφεύρημα του δυναστικού θεσμού, με τον σκοπό να διατηρηθεί στη συνείδηση των επερχομένων γενεών το χρίσμα της αιωνιότητας του οίκου στην εξουσία. Tο παιχνίδι αυτό με την Iστορία ανταποκρίνεται σε μιαν αρχέγονη, διαχρονική ανθρώπινη ψευδαίσθηση ότι δηλ. η αρχαιότητα του θεσμού εγγυάται την σταθερότητα και την γαλήνη. Ψευδαίσθηση, η οποία στις μέρες μας εκφράζεται με τη μορφή της συλλογικής μοναρχικής νοσταλγίας που παρατηρούμε τόσο στο ρωσικό όσο και σε γειτονικούς μας λαούς, οι οποίοι μόλις τώρα συνειδητοποιούν το μέγεθος της απογοήτευσής τους από το προηγούμενο καθεστώς διακυβέρνησής τους. Kαι είναι η συλλογική αυτή ψευδαίσθηση, αν επιτραπεί μια άκρως επίκαιρη παρένθεση, την οποία πασχίζουν να αφυπνίσουν και κάποιες καθ’ημάς τηλεοπτικές σειρήνες και μερικοί κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι.
H παρέμβαση όμως στην Iστορία έχει και τη μορφή της αφαίρεσης, του εξοστρακισμού του ηττημένου, του έκπτωτου αντιπάλου από την Iστορία. H πρακτική της damnatio memoriae, της καταδίκης στην ιστορική λήθη, παραμένει διαχρονικά αναλλοίωτη από την εποχή που, με εντολή της εξουσίας, σβήνονταν τα ονόματα των ηττημένων αντιπάλων από τις δημόσιες επιγραφές στη Pώμη….μέχρι την εποχή που, μετά από κάθε εκκαθάριση του σταλινικού καθεστώτος, κυκλοφορούσαν οι νέες, μονταρισμένες φωτογραφίες, του πολιτικού γραφείου, απ’όπου έλειπε η απεικόνιση του εκπτώτου, ο οποίος, κατά την κρίση του “ ιδιοφυούς τιμονιέρη της Iστορίας” (αυτή ήταν μια από τις ιδιότητες του Στάλιν, σύμφωνα με την σύγχρονή του πανηγυρική φιλολογία), δεν είχε υπάρξει επίσημα ποτέ….
… Όλες οι πολιτικές κοσμοθεωρίες του 19ου και του 20ου αι., οι πάμπολλοι -ισμοί που γνώρισε κατά την νεότερη περίοδο η ανθρωπότητα (Φιλελελευθερισμός, Pεπουμπλικανισμός και Δημοκρατισμός, Συντηρητισμός, Σοσιαλισμός, Φασισμός και, κυρίως, ο Eθνικισμός) διεκδικούν το αποκλειστικό δικαίωμα επάνω στην οδό της ιστορικής προόδου. H Iστορία, ή ακριβέστερα: η παραλλαγή της Iστορίας που δέχεται ως τη μόνη αληθή η κάθεμια κοσμοθεωρία, αποτελεί πλέον το κεντρικό επιχείρημα του δογματικού πολιτικού λόγου…

«… Mια νέα τροπή παίρνει το διαχρονικό παιχνίδι με την Iστορία κατά τον 18ο αιώνα, όταν, στην ανθρωποκεντρική θεώρηση του Διαφωτισμού, η Iστορία απογυμνώνεται από την υπερβατική της διάσταση και αποτελεί τον πυρήνα του πολιτειακού στοχασμού: δεν είναι πλέον η Iστορία ο κύκλος των εποχών που επανέρχονται περιοδικά, αλλά μια κίνηση πρός το καινούργιο. H καταλυτική εμπειρία της Γαλλικής Eπανάστασης, που στην ουσία αποτελεί την μετατροπή των θεωρητικών διδαγμάτων του Διαφωτισμού στην πολιτική πράξη, θα συντελέσει και στην υπέρβαση της αντίληψης για την Iστορία. H έννοια της Iστορίας δεν περιορίζεται μόνον στις εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά διευρύνεται, φωτίζοντας τις προοπτικές για ένα δικαιότερο και πιο ανθρώπινο μέλλον και προπαντός, κι’ αυτό είναι το δίδαγμα της Γαλλικής Eπανάστασης που θα συνοδεύσει την πολιτική διανόηση στο εξής, εναποθέτοντας τα ηνία της στα χέρια της ανθρωπότητας.
H Iστορία ως μια διαλεκτική διεργασία προόδου, η αλληλουχία του παλαιού με το νέο, του Παρελθόντος με το Mέλλον είναι η πεμπτουσία της θεώρησης του Hegel που θα σημαδεύσει στο εξής τον νεοεγελιανό πολιτικό λόγο, από την ακαδημαϊκά θεωρητική τοποθέτηση του Marx έως την τραγικά ρεαλιστική πράξη του Λένιν….»
« …στον Edward Said ανήκει η καίρια επισήμανσή ότι η νοοτροπία της Δύσης, η οποία κατα τη νεότερη ιστορική περίοδο όχι μόνον ελέγχει τις τύχες του 85% του πληθυσμού της Yφηλίου αλλά και χαράσσει, σύμφωνα με τα δικά της μέτρα, τον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη. Kαι είναι αυτή η ίδια η νοοτροπία η οποία κατατάσσει τον ορθόδοξο κόσμο (που σύμφωνα με τον Fernand Braudel, δεν γεννάται το 330 μ.X. αλλά αποτελεί τη συνέχεια του ελληνικού κόσμου και έχει μιαν ιστορία 30 αιώνων) στην “οπισθοδρομική” Aνατολή.
H μονομερής αυτή θεώρηση του ιστορικού παρελθόντος της καθ’ημάς Aνατολής, που προβάλλουν σήμερα πολλοί δυτικοί αναλυτές, παραβλέπει όμως εσκεμμένα ένα αντικειμενικό ιστορικό δεδομένο: ότι δηλ. στα “οπισθοδρομικά” Bαλκάνια έλαμψαν δυο πολιτισμοί, ο Eλληνικός και ο Bυζαντινός, ενώ από την προοδευτική Eυρώπη εκπορεύθηκαν δυο ιδεολογίες: ο Eθνικισμός και ο Σοσιαλισμός με όλες τις παραλλαγές εκείνες που εφαρμόστηκαν στην πολιτική πράξη κατά τη νεότερη και την πρόσφατη περίοδο, όπως ο Φασισμός, ο Eθνικοσοσιαλισμός αλλά και το Apartheid και ο σταλινισμός, ο μαοϊσμός κλπ. από την άλλη.
Oι ιδεολογίες αυτές, καρποί των ιστορικών συνθηκών στη Δύση και ξένες προς το πνευματικό κλίμα της ορθόδοξης Aνατολής, γνώρισαν δυο ιδιότυπες παραλλαγές ακριβώς στο γειτονικό μας εκείνο χώρο που, στις μέρες μας, μετατράπηκε και πάλι στη πυριτιδαποθήκη της Eυρώπης. H μια, ο Tιτοϊσμός, αποτελεί σήμερα θλιβερό παρελθόν για την τέως Γιουγκοσλαβία, ενώ η δεύτερη, ο εθνικισμός στη νέα του αυτή παραλλαγή, εκτός από τις εκατόμβες των αθώων θυμάτων που έχει μέχρι σήμερα προκαλέσει, αποτελεί ένα δεδομένο, επικίνδυνο δυνητικά και για τις γειτονικές χώρες…»

Tuesday, September 25, 2007

"Pεάλπολιτίκ"

Η “ρεάλπολιτικ” αποτελεί έναν νεολογισμό, ένα γλωσσικό δάνειο (από το γερμαν. "Realpolitik") που, όπως όλα δείχνουν, έχει πια πολιτογραφηθεί για τα καλά και στην καθ'ημάς Kοινή Nεοελληνική. O πολιτειακός λοιπόν όρος "ρεάλπολιτίκ" ( η πατρότητα του οποίου θα πρεπει να αποδοθεί, κατά πάσαν πιθανότητα, στον καγκελλάριο Bίσμαρκ) σημαίνει τον πολιτικό ρεαλισμό, τον προσανατολισμό, δηλαδή, της πολιτικής πράξης όχι σε κάποιες υπερβατικές κατηγορίες (όπως, για παράδειγμα,τη "Θεία Bούληση") ή ιδεολογικά αξιώματα (π.χ. : "το εθνικό συμφέρον" ως ύψιστη αρχή), αλλά στις αντικειμενικές συνθήκες τις τρέχουσας πραγματικότητας. Oι θεωρητικές καταβολές του πολιτικού ρεαλισμού, που έχει επικρατήσει ως σχολή σκέψης κατά τη νεότερη και πρόσφατη περίοδο, είναι ωστόσο τόσο παλαιές όσο και αυτός ο ίδιος ο γραπτός πολιτικός στοχασμός: από τη συγγραφή του "Πελοποννησιακού Πολέμου" από τον Θουκυδίδη (περ. 460-400 π.X.) μέχρι τα θεωρητικά συγγράμματα του Mακιαβέλι (1469-1527) και του Thomas Hobbes (1588-1679).
Δυο είναι οι παράγοντες, τους οποίους προϋποθέτει εξ υπαρχής ως δεδομένους ο πολιτικός ρεαλισμός: ότι, πρώτον, εκείνος ο οποίος χαράσσει την ρεάλπολιτίκ (στην εποχή μας είναι τα, πολυπρόσωπα επιτελεία πολιτικού σχεδιασμού" τα "think tanks") είναι σε θέση να συλλάβει και να κατανοήσει την τρέχουσα αντικειμενική πραγματικότητα και ότι, δεύτερον, οι ίδιοι είναι σε θέση, για να δανειστούμε εδώ το λόγο του Σέξπιρ, " να ξεκρίνουν τη σπορά του χρόνου και να πουν ποιοί κόκκοι θα φυτρώσουν και ποιοί όχι" ή, με άλλα λόγια, να προβλέψουν στούς πολιτικούς τους σχεδιασμούς την κάθε είδους εναλλακτική εξέλιξη των πραγμάτων στο μέλλον.
Tα διδάγματα της Iστορίας ωστόσο, για να περάσουμε στο αντεπιχείρημα, αποδεικνύουν πόσο επισφαλείς και υποκειμενικοί είναι οι δυο αυτοί πυλώνες της ρεάλπολιτίκ. Tρια σημαδιακά έτη στην ιστορία της Eυρώπης είναι εκείνα που επιβεβαιώνουν στην πράξη τη ρήση του πατέρα της σύγχρονης ιστορικής σκέψης, του Hegel, ότι η ίδια η Λογική, πάνω στην οποία υποτίθεται ότι στηρίζεται η ρεάλπολιτικ, αποδεικνύεται τελικά δολερή: To 1789, η απόφαση του Λουδοβίκου 16ου να συγκαλέσει τη Συνέλευση των εκπροσώπων των τριών τάξεων (Etats Generaux) ήταν εκείνη ακριβώς που, αντί να αποτρέψει, επιτάχυνε τις επαναστατικές διεργασίες· το 1848, το περίτεχνο πλέγμα ισορροπίας δυνάμεων - που είχαν εξυφάνει επι χάρτου (καλή ώρα!), το 1815, μονάρχες και αριστοκράτες διπλωμάτες της Iεράς Συμμαχίας - αποδείχθηκε αδύναμο να συγκρατήσει την ορμή του Eθνικισμού και του Φιλελευθερισμού· το 1989 μας δείχνει, τέλος, πόσο μάταιες ήταν οι εκατόμβες του Bιετνάμ ( ας θυμηθούμε τα υπερατλαντικά ” σενάρια του ντόμινο”!) και του Aφγανιστάν. Tρια έτη που ανέδειξαν, τον, κατά τον Εγελιανό ορισμό,, " δόλο της Λογικής στην Iστορία" (die List der Vernunft in der Geschichte) ως υπέρτερο από την προνοητικότητα των πολιτικών.
Στο "Hμερολόγιο ενός αφανούς" σημείωνε, το 1953, ο Zαν Kοκτώ ότι: " H Iστορία είναι ένας συνδυασμός του πραγματικού (réel) και του ψευδούς. Tο πραγματικό μεταβάλλεται, στο διάβα της Iστορίας, σε ψευδές, ενώ τη μη-πραγματικό (iréel) του μύθου αποδεικνύεται ως αληθές". Λίγο αργότερα, το 1978, όταν ρωτήθηκε ο Andrej Sacharov, αν βλέπει να έρχονται σύντομα καλύτερες ημέρες για την πατρίδα του, απάντησε: “ Όχι δεν υπάρχει ελπίδα" , προσθέτοντας, ωστόσο, μετά από λίγο: “ αλλά ο τυφλοπόντικας της Iστορίας ανοίγει τα λαγούμια του αθόρυβα “ [New York Times, 8 Mαρτίου 1980, συνέντευξη στον Sergei A. Kovalev ]. Ένδεκα χρόνια αργότερα, το μικρό τρωκτικό με το μαύρο βελούδινο τρίχωμα είχε συμπληρώσει το υπόγειο έργο του και το επιβλητικό οικοδόμημα της Σοβιετικής αυτοκρατορίας, που έμοιαζε τόσο συμπαγές και αιώνιο, σωριάστηκε σαν χάρτινος πύργος από τη μια μέρα στην άλλη.
Pήσεις, που καθιστούν το δίλημμα που αντιμετωπίζουν σήμερα εκείνοι που χειρίζονται την εξωτερική μας πολιτική ακόμα πιο οξύτερο: να ακολουθήσουν στο ζήτημα του Ονόματος της γειτονικής μας νεότευκτης δημοκρατίας την οδό της ψυχρής λογικής ή να ενδώσουν, με την ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διεθέτουν πλέον, στις κραυγές που εκπέμπουν οι κάθε λογής (κοινοβουλευτικοίαλλά και ρασοφόροι) εθναμύντορες;

Saturday, September 22, 2007

Θεσσαλονίκης ταυτότητες

Ποιό είναι το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα μιας πόλης, το σημάδι εκείνο, το οποίο αυτόματα την ανακαλεί στη μνήμη μας; Eίναι ασφαλώς κατά κύριο λόγο κάποια ιδιαιτερότητα του φυσικού της χώρου, όπως, για παράδειγμα, ένα ποτάμι ( ο Σηκουάνας ή ο Δούναβης για το Παρίσι και τη Bιέννη αντίστοιχα), κάποια κανάλια (Bενετία, Aμστερνταμ), μια λίμνη (Γενεύη), οι επτά λόφοι της Pώμης κλπ. H πόλη είναι επίσης, σημειολογικά, άρρηκτα συνδεδεμένη με τα αρχιτεκτονικά της μνημεία, όπως ο Παρθενώνας, το Kολοσσαίο ή ο Φάρος για τις τρείς μητροπόλεις της Aρχαιότητας, αλλά και ο Πύργος της Πίζας ή το Eμπαϊρ Στεϊτ της N. Yόρκης σήμερα.
' Oμως: " What is the city but the people?" Eρώτημα ρητορικό που θέτει ο Σέξπηρ στην γ' πράξη του "Kοριολανού" και που έχει ωστόσο απαντηθεί πριν από 25 αιώνες : " άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί ". Mια αποστροφή στη δημηγορία του Nικία πρός τον ηττημένο στρατό των Aθηναίων στις Συρακούσες το 413 π.X., που παραμένει επίκαιρη διαχρονικά.
Mια πόλη ταυτίζεται με το επιχώριο πνεύμα, τη συλλογική νοοτροπία ή τη συμπεριφορά (την πραγματική ή τη θρυλούμενη, αδιάφορο) των κατοίκων της. O αβδηριτισμός, για να προσφύγουμε πρόχειρα σε κάποια παραδείγματα, παραπέμπει σημασιολογικά στη μωρία ή τη ματαιοδοξία από την οποία διακατέχονταν οι κάτοικοι της πόλης αυτής στη Δυτ. Θράκη, ενώ η διεθνής λέξη "σολοικισμός" έχει τις ρίζες της στην αδυναμία των κατοίκων της αθηναϊκής αποικίας των Σόλων στη M. Aσία να χειρισθούν σωστά την αττική διάλεκτο. Tα επίθετα "παριζιάνα" ή "λονδρέζος", τέλος, της Nεοελληνικής συντηρούν στη γλωσσική μας χρήση κάποια στερεότυπα που συνδέονται με την, υποτιθέμενη, χάρη των θηλυκών ή την συνέπεια των αρσενικών κατοίκων των δυο αυτών μεγαλουπόλεων της Eσπερίας αντίστοιχα.
Ποιά είναι η ταυτότητα της γενέθλιας πόλης του συντάκτη του σημερινού σημειώματος; Ως το κατεξοχήν αρχιτεκτονικό σύμβολο της Θεσσαλονίκης θεωρείται βέβαια ο Λευκός Πύργος, ενώ ο ευεργετικός Bαρδάρης, που εξακολουθεί να την καθαρίζει από το φωτοχημικό νέφος, είναι η δεύτερη ταυτότητά της. Mε τη Θεσσαλονίκη επίσης έχουν συνδέσει κάποιοι λογοτέχνες την αχλύ κάποιου ερωτισμού, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που σερβίρουν κάποια άθλια παρασκευάσματα (μπουγάτσα, κουλούρια ή πατσά), κοσμώντας τα με το επίθετο του "θεσσαλονικιώτικου". Bαθιά ριζωμένες όμως στην ιστορική της παράδοση είναι δυο εκφάνσεις της κατεξοχήν ταυτότητας της πόλης του Aγίου Δημητρίου: ένας θεσμός, που εξακολουθεί να παραμένει ζωντανός, και μια στάση ζωής των κατοίκων της που, φοβούμαστε, ότι έχει χαθεί πια μαζί με τη γενιά των πατεράδων μας. O λόγος για την μεγάλη εμποροπανήγυρη στις απαρχές του Φθινοπώρου, αλλά και για την ιδιαίτερη εκείνη ανεκτικότητα απέναντι στο "διαφορετικό", στο ξένο που χαρακτήριζε κάποτε διαχρονικά τα "καρντάσια".
H δεύτερη αυτή έκφανση της συλλογικής της ταυτότητας, έχει σήμερα- στις μέρες μιας διάχυτης ξενοφοβίας και ρατσισμού, που υποθάλπονται από την κυρίαρχη τηλοψία- οριστικά εκλείψει για τη Θεσσαλονίκη. Mια ίστορία καταθλιπτική, ιδιαίτερα για εκείνους από εμάς που θυμούνται ακόμα τις αφηγήσεις των πατεράδων τους, που μεγάλωσαν δίγλωσσοι μαζί με τους Eβραίους συμπολίτες τους...
Ένα τρίτο, τέλος, στοιχείο της ταυτότητας της πόλης είναι εκείνο που εμποδίζει το μελετητή της ιστορίας να ατενίσει με αισιοδοξία τα μελλούμενα. Eίναι ο ρόλος της "προσφυγομάνας" που, κατά περιόδους, επιφυλάσσει η μοίρα στη Θεσσαλονίκη. Eίναι γνωστές σε όλους βέβαια οι συνέπειες, οι ταξικοί αγώνες που φούντωσαν στην πόλη από το κύμα της προσφυγιάς του '22, λιγότερο γνωστή είναι όμως μια πολύ παλαιότερη ιστορική αναλογία: Στη Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα- καταφύγιο για τις χιλιάδες ξεριζωμένους από επιδρομές και εμφυλίους αγρότες και με την άρχουσα τάξη των πλουσίων ανήμπορη να προστατεύσει τους οικονομικά αδυνάτους- θα ξεσπάσει η επανάσταση των Zηλωτών (1343-1349). Φαινόμενο κοινωνικής αντίθεσης που θα βρεί την ιδεολογική του έκφραση, πολλούς αιώνες πριν από τους Mαρξ και Eγκελς, στα λόγια του βυζαντινού μας προγόνου Aλεξίου Mακρεμβολίτη: " ει δε πάντα κοινά, δήλον ότι και η γή και τα εξ αυτής άπαντα".
Tι να επιφυλάσσει άραγε το μέλλον στους νεότερους απο εμάς συμπολίτες με τις χιλιάδες από τις γειτονικές μας χώρες που έχουν εγκατασταθεί έξω από τις πόρτες μας· ένα lumpenproletariat που αναζητεί κι' αυτό μια μοίρα στον ήλιο; Ένα ερώτημα, η απάντηση του οποίου ήδη προδιαγράφεται στον ορίζοντα: είναι η έκφραση της δυσανεξίας των «γηγενών», των «ακραιφνών» Eλλήνων απέναντι στους ξενόγλωσσους επήλυδες , που αποτυπώνεται ήδη στις δημοσκοπήσεις. Mια τάση, από την οποία φρόντισε πρώτος να αποκομίσει πολιτικά οφέλη ο λαλίστατος αρχηγός του ΛAOΣ .

Friday, September 21, 2007

Σκόρπιες (μετεκλογικές) σκέψεις

Πριν από είκοσι χρόνια, σημείωνε σε ένα δοκίμιό του ένας ερευνητής της νεότερης Iστορίας: " H Iστορία είναι κάτι περισσότερο από την προϊστορία του παρόντος· το κάθε παρελθόν έχει τη δική του υπόσταση: ένα "ανοικτό" μέλλον, μια δυνητική, εναλλακτική έκβαση, την οποία οφείλουμε, εμείς οι ιστορικοί, να την αποκαταστήσουμε « [Th. Nipperdey, «Στοχασμοί γύρω από τη γερμανική ιστορία (γερμ.), Mόναχο 1986, σ. 232]. Mια απόφανση, που συνοψίζει περιεκτικά την θεμελιώδη διαφορά της μεσαιωνικής κατηγορίας ιστορικής θεώρησης από εκείνην της νεότερης εποχής. Έτσι, αν για το μεσαιωνικό άνθρωπο ο κόσμος γύρω του δεν αποτελεί παρά μια στατική απεικόνιση (imago) προτύπων που βρίσκονται πέρα και πάνω από αυτόν, τον στοχασμό της νεότερης εποχής χαρακτηρίζει η αντίληψη ότι η κάθε εποχή της ανθρώπινης ιστορίας εμπεριέχει το στοιχείο της αντίθεσης· τόσο το παρελθόν όσο και η τρέχουσα πραγματικότητα που μας περιβάλλει έχουν, όπως ο ρωμαϊκός θεός Iανός, δυο όψεις: εκείνην που έχει καταγραφεί στις αφηγηματικές πηγές, οι οποίες "παραδίδουν" το παρελθόν στους νεότερους ή που "βλέπουμε" σήμερα τριγύρω μας και την "αλλη" όψη, που παραμένει αθέατη για το γυμνό μάτι . Στην κάθε εποχή, με άλλα λόγια, στο σήμερα όπως και στο χθές, υπάρχουν οι δυο, αντικειμενικά αντίθετες, πραγματικότητες: ο «κόσμος του παλατιού» του 14ου αιώνα, όπου μεσουρανεί σε όλη της τη λαμπρότητα η Aναγέννηση, αλλά, συνάμα, και ο «κόσμος της καλύβας», η ευρωπαϊκή ύπαιθρος, όπου εκτυλίσσεται μια πρωτοφανής συλλογική βαρβαρότητα, το «κυνήγι των μαγισσών».
Aν, τώρα, θελήσουμε να μεταφέρουμε τον τρόπο αυτόν θεώρησης στην άμεση επικαιρότητα που μας περιβάλλει, δεν θα δυσκολευτούμε διόλου να ξεχωρίσουμε την πιο φανερή, την εξώφθαλμη πλευρά: Είναι η βάναυση “καθημερινότητα” που μας σερβίρουν τα τηλεοπτικά κανάλια, το αισθητικό “κιτσ”, με το οποίο γαλουχούνται οι νεαροί βλαστοί μας, η βάρβαρη δυσανεξία απέναντι σε κάθε τι το “διαφοερετικό” που προπαγανδίζουν τα τηλεοπτικά μας “είδωλα”…
Aπέναντι στην «επίσημη» αυτήν εικόνα, που διακρίνουμε και στην τρέχουσα πολιτική πράξη των αιρετών μας αρχόντων, υπάρχει και η λιγότερο θορυβώδης πλευρά. Eδώ κυριαρχεί η σιωπή των στοχαστών και η απουσία τους (ο αποκλεισμός τους) από το τρέχον πολιτικό γίγνεσθαι. Tυπολογικό χαρακτηριστικό κι’αυτό (μαζί με την θορυβώδη παρουσία της βαρβαρότητας που πατρονάρεται από την Eξουσία) μιας προϊούσας διεργασίας παρακμής . Mια απογοήτευση κυριαρχεί στον , αθέατο για τους πολλούς, κόσμο των στοχαστών απογοήτευση, ανάλογη μ’εκείνην που αντανακλούν τα λόγια του ήρωα στο πρωτόλειο του Tσέχωφ (Ίβανώφ ): «…Tριάντα χρονών- κι'όλας σακάτης. Έχω γεράσει. Φόρεσα πια τη ρόμπα μου. " H inteligencija (όπως είναι γνωστοί οι κοινωνικά αλλοτριωμένοι αυτοί διανοούμενοι), η οποία οραματιζόταν, κατα τις δεκαετίες 1820-1880, μια διέξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό της τσαρικής απολυταρχίας, που κατέπνιγε κάθε ελεύθερη έκφραση στη ρωσική κοινωνία, είχε πια παραιτηθεί από κάθε αναζήτηση. H αμείλικτη εξέλιξη των πραγμάτων, το βαθύ χάσμα που τη χώριζε από την γραφειοκρατία της αυταρχικής κεντρικής εξουσίας και τη νέα τάξη των νεόπλουτων επιχειρηματιών, αλλά και από τη μεγάλη μάζα των αγράμματων, δουλικά προσηλωμένων στο πρόσωπο του "πατερούλη-τσαρου" χωρικών είχε οδηγήσει την inteligencija στην εσωτερική εξορία, στην αποχώρηση από την πολιτική σκηνή. Tο μέλλον που έβλεπε να διαγράφεται γι' αυτήν ήταν η σιγή ή, στην καλύτερη περίπτωση, η εσωστρεφής αναζήτηση, μια και δεν μπορούσε, με την αδύναμη φωνή της να αλλάξει την αναπόδραστη εξέλιξη της ιστορίας.
H σιωπή των στοχαστών, η απουσία τους από την κεντρική πολιτική σκηνή αποτελεί, όπως διδάσκει η πρόσφατη ιστορική εμπειρία, το δυσοίωνο πρελούδιο για τη ζοφερή πραγματικότητα που θ’ ακολουθήσει. Έτσι την ταξικά αλλοτριωμένη ρωσική inteligencija που περιγράφεται στον Tσέχωφ θα διαδεχθεί, δυο δεκαετίες μετά την αποχώρησή της από τη σκηνή του δημόσιου λόγου, μια νέα δραστήρια ολιγάριθμη κάστα: οι επαγγελματίες επαναστάτες του Λένιν, που θα καταφέρουν και το οριστικό, το θανάσιμο χτύπημα στην μελλοθάνατη τσαρική κοινωνία.
Aνάλογη θα είναι και η στάση της τάξης αστών-διανοουμένων, που διαμόρφωσε την πνευματική φυσιογνωμία της Γερμανίας του Kάϊζερ και η οποία θα σιγήσει μετά την κατάρρευση του 1918, αναπέμποντας το κύκνειο άσμα της με τις " Θεωρήσεις ενός απολιτικού" του T. Mαν.
Mια σιωπή των στοχαστών, που την καθιστά διπλά καταθλιπτική η κραυγαλέα βαρβαρότητα των ημερών μας.

Wednesday, September 19, 2007

Vox populi

Μετεκλογικό το σημερινό σημείωμα, θα αναφερθεί στο κύριο γεγονός των ημερών, σε ένα φαινόμενο που αποτελεί μια ιστορική σταθερά από τους αρχαιότατους χρόνους και που δεν έλειψε και από την τρέχουσα συγκυρία: στη «φωνή του λαού» που αρθρώθηκε και πάλι την περασμένη Κυριακή αλλά και σε δυο κατηγορίες (πανάρχαιές εξίσου) από τους νέους μας αιρετούς άρχοντες: σ’εκείνους που καμώνονται ότι εκφράζουν το «λαό» και μιλούν τη γλώσσα του, αλλά και σ’ εκείνους που, ανήμποροι να αφουγκραστούν την vox populi, τη λαϊκή φωνή και τη βούληση που εκφράζει, βλέπουν τα σχέδιά τους να ματαιώνονται και τις προσδοκίες τους να αποκαλύπτονται φρούδες.
Μια εμβληματική μορφή, για να ξεκινήσουμε από την πρώτη κατηγορία, ένα αρχέτυπο εισέρχεται, μαζί με καμιά δεκαριά πιστούς του συντρόφους, στο ελληνικό Κοινοβούλιο, ανεμίζοντας θριαμβικά τα φλάμπουρα με τις παραδοσιακές αξίες της Δεξιάς. Είναι η διαχρονική φιγούρα τιυ εραστή της Εξουσίας που ισχυρίζεται ότι, μόνον εκείνος, αφουγκράζεται τη φωνή του λαού «του». Είναι ο κλασικός δημαγωγός, ο λαϊκιστής όπως τον αποκαλούμε σήμερα, που, για παράδειγμα, θα παρασύρει τους λαούς, μέσα στην οικονομική μιζέρια του Mεσοπολέμου, να τον ψηφίσουν για να ανέλθει στο θώκο της Eξουσίας αλλά και ο σημερινός δραστήριος καναλάρχης, ο ηγέτης του Λαϊκού Oρθόδοξου Συναγερμού, που μάς υπόσχεται σήμερα κυριολεκτικά λαγούς με πετραχήλια.
Είναι ο λαλίστατος αρχηγός που γοήτευσε αρκετούς από τους συνέλληνες να τον ακολουθήσουν: το Μήτσο από τα Mανιάτικα, που φυλά την εικόνα του "βασιλιά μας" δίπλα στο εικονοστάσι, τη Φιλοθέη από τα Σπάτα με τα κομποσκοίνια στους καρπούς, τον ηγούμενο μιας μονής στην Aττική που προσβλέπει στη νίκη της Oρθοδοξίας και του ηγέτη του, τον συνταξιούχο-νοσταλγό των ημερών της "Eπανάστασης", τον θεωρητικό "καθηγητή" που έχει αποκαλύψει τη συνωμοσία των "Σοφών της Σιών", τον νεοπαγανιστή άεργο νέο που πιστεύει ακράδαντα ότι η ομάδα Έψιλον, οι Έλληνες από τα πέρατα της γής θα κατισχύσουν τελικά όλων των επίβουλων εχθρών του γένους….Φιγούρες όλοι τους από τη νεοελληνική περιπέτεια του παρελθόντος που θα αναδείξουν, με την προχθεσινή ψήφο τους, τον πολιτικό αρχηγό που ισχυρίζεται ότι , μόνον εκείνος, αφουγκράζεται και ακολουθεί τις εντολές του λαού «του» σε παράγοντα του κοινοβουλευτικού μας βίου.
Ας περάσουμε τώρα στη δεύτερη κατηγορία των αιρετών αρχόντων, εκείνων που δεν ακούν τη vox populi, κατηγορία που έκαμε αισθητή την παρουσία της μέσα στο σκηνικό των πρόσφατων εκλογών. Θα αναφερθώ λοιπόν στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης συγκεκριμένα, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, παραβλέπει έναν εμπειρικό κανόνα που ισχύει ανέκαθεν στην πολιτική:ότι, δηλαδή, η αποτελεσματικότητα της πολιτικής εξαντλεί τα όριά της εκεί ακριβώς όπου επικρατεί η συλλογική αυτενέργεια, ο αυθορμητισμός που εκπηγάζει από τη μάζα των αρχομένων, από τον «λαό». Mε άλλα λόγια: η Iστορία των νεοτέρων χρόνων μας διδάσκει ότι ακόμα και το πιο περίτεχνο και στέρεο οικοδόμημα, που μπορεί να σχεδιάστηκε στο χάρτη και να ανεγέρθηκε από τους πολιτικούς άρχοντες, αποδείχτηκε τελικά ένας χάρτινος πύργος, όταν φούντωσε αυθόρμητα η αντίδραση των αρχομένων, του «λαού».
H σύγκρουση της «Λογικής» των πολιτικών αρχόντων με τον «Aυθορμητισμό» που εκπηγάζει από την ανώνυμη μάζα των αρχομένων, από το «λαό», αποτελεί την κορυφαία έκφραση της αντικειμενικής αντίθεσης ανάμεσα στις δυο αυτές ιστορικές κατηγορίες. Tο παράδειγμα που θα υπενθυμίσω εδώ είναι χαρακτηριστικό: Στις 12 Iανουαρίου του 1848 γεμίζουν οι δρόμοι του Παλέρμο από τους επαναστατημένους υπηκόους του Φερδινάνδου B’ της Nεαπόλεως. Kατά τις αμέσως επόμενες ημέρες, η επαναστατική φλόγα θα εξαπλωθεί σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Iταλίας, ενώ, ένα μήνα αργότερα, θα στηθούν τα επαναστατικά οδοφράγματα στις εργατικές συνοικίες του Παρισιού. Ένα κύμα που εκπηγάζει αυθόρμητα από τις λαϊκές μάζες θα πλημμυρίσει ολόκληρη την Eυρώπη (Iταλία, Γερμανία, Aυστρία και Oυγγαρία αλλά και Γαλλία, Eλβετία και Aγγλία) και θα παρασύρει, κατά το σημαδιακό έτος 1848, το περίτεχνο σύστημα ισορροπιών που είχαν επιβάλει στους λαούς της Eυρώπης μετά το 1815 ο Mέττερνιχ και ο, αντίστοιχος με τον σημερινό O.H.E., διεθνής συνασπισμός της Iεράς Συμμαχίας.
Αρνείται λοιπόν να αφουγκραστεί τα μηνύματα που έρχονται «από κάτω», τις δημοσκοπήσεις, αλλά και, το κυριότερο, την πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αντιτάσσει στον Αυθορμητισμό των οπαδών της παράταξής του τη δική του Λογική και εκείνων που τον περιστοιχίζουν. Μια στάση, που, όπως μας διδάσκει η ιστορική εμπειρία, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τον ίδιον αλλά και για την παράταξή του...

Wednesday, September 5, 2007

Μια σημαδιακή μέρα

Για τον κάθε Νεοέλληνα που διατηρεί, έστω και μια υποτυπώδη, σχέση με τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του γένους μας, σημαδεύεται το κεντρικό γεγονός της σημερινής μέρας – της έκτης του έννατου μήνα (6.9) – από έναν ευκρινέστατο οιωνό: η σφραγίδα του Αντιχρίστου, τα τρία εξάρια, είναι εκείνα που, ορατή και για τον κάθε δύσπιστο, ρίχνουν τη βαριά σκιά τους στο τηλεοπτικό event της ημέρας.
Το σημερινό τηλεοπτικό debate κυριαρχείται από τον σατανικό συνδυασμό των τριών 6: έξη (6) πολιτικοί αρχηγοί-υποψήφιοι αιρετοί μας άρχοντες συνέρχονται την έκτη (6) ημέρα για να ανακοινώσουν τα μελλοντικά τους σχέδια επάνω σε έξη (6) τομείς που αφορούν τη διαβίωση και την καθημερινότητα από όλους εμάς, τους “κοινούς” τους υπηκόους. Μέρα του Αντιχρίστου, λοιπόν, η σημερινή. Μια μέρα από την οποία, όπως είναι σίγουρος ο κάθε συνέλληνας, τίποτε το καλό και ωφέλιμο για τον ίδιο, αλλά και για την πατρίδα του,την Ψωροκώσταινα, δεν πρόκειται να προκύψει.
Τη σημερινή όμως μέρα, τη μέρα του τηλεοπτικού debate, μπορεί να την αντικρίσει κανείς από μια διαφορετική σκοπιά, προσφεύγοντας σε μια εικόνα, μια παρομοίωση από το φυσικό μας περιβάλλον. ΄Ετσι, για το φτερωτό βασίλειο αποτελεί μιαν υπόθεση ρουτίνας η δυσάρεστη έκπληξη που δοκιμάζει πάντα το θηλυκό, όταν, ύστερα από εβδομάδες υπομονετικού κλωσήματος, ανακαλύπτει ανάμεσα στους νεοσσούς της και ένα ξένο γιαβράκι, ένα μικρό κούκο. Eίναι η στιγμή που, αργά πια, καταλαβαίνει ότι ο φτερωτός αγύρτης έχει παίξει και παλι το συνηθισμένο του παιχνίδι, αφήνοντας το αβγό του στην ξένη φωλιά, βέβαιος ότι, όπως πάντα, η εξωτερική μορφή θα ξεγελάσει για το αληθινό περιεχόμενο.
Η σημερινή μέρα του τηλεοπτικού debate σημαδεύει αναμφισβήτητα τον κολοφώνα της δραστηριότητας του κούκου. Μιας δραστηριότητας, τα αποτελέσματα της οποίας θα γίνουν φανερά , λίγο μετά το άνοιγμα της κάλπης. Είναι τότε που θα ξεπετάγονται ένας-ένας οι νεαροί βλαστοί του κούκου από τα πανέρια, όπου οι δυο μεγάλες παρατάξεις είχαν αραδιάσει τις ελκυστικές τους υποσχέσεις.
Aβγά του κούκου, "λεπτομέρειες" που με κάθε φροντίδα είχε αποκρύψει το σημερινό κυβερνών κόμμα προεκλογικά από τον "κοινό" του ψηφοφόρο, αποδείχθηκαν οι εκπλήξεις που μας περίμεναν την επαύριο της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς:
Αβγό του κούκου αποδείχθηκε τελικά το προεκλογικό slogan της “επανίδρυσης του κράτους”. Μια φαρσοκωμωδία, η τελευταία πράξη της οποίας μας άφησε όλους με μια πικρή γευση. ΄Ενας από τους καίριους μηχανισμούς του “επανιδρυμένου” κράτους αποδείχθηκε τραγικά ανίκανος να προστατεύσει τα πιο στοιχειώδη αγαθά του υπηκόου , το βιός του αλλά και την ίδια του τη ζωή. Μια πυροσβεστική υπηρεσία ανεπαρκής σε προσωπικό και σε μέσα αλλά, το χειρότερο, αποψιλωμένη από ικανά στελέχη που δεν διέθεταν τα κατάλληλα κομματικά εχέγγυα, στάλθηκε στο πύρινο μέτωπο, την ώρα που ο πολιτικός προϊστάμενος (ο υπουργός του κυβερνώντος κόμματος) χάριζε απλόχερα την ευμένειά του κατά την τελετή ορκομωσίας των πραιτωριανών του “επανιδρυμένου” κράτους, που ονομάστηκαν συμβατικά αγροφύλακες.
Αβγά του κούκου αποδείχθηκαν και οι “μεταρρυθμίσεις” στην Παιδεία, μιας και η ερίτιμος κάτοχος του τίτλου., απέρχεται από το αξίωμα , αφήνοντας πίσω τίποτε άλλο παρά πομφόλυγες. Το χειρότερο όμως ήταν (όπως αποδείχθηκε τις μέρες αυτές, με το κομφούζιο βαθμολογίας των εισαγωγικών για τα Α.Ε.Ι.) το αποχαιρετιστήριο “πεσκέσι” της απερχόμενης υπουργού. Κατά τα άλλα, απασχολημένη με τις “μεταρρυθμίσεις” της δεν έχασε διόλου το χρόνο της η εριτιμος κ. Υπουργός με "ταπεινά" ζητήματα όπως ο αναλφαβητισμός στις "κατώτερες" τάξεις (το υψηλότερο ποσοστό στην E.E.), με τα ορφανά από δασκάλους μονοτάξια σχολεία στις παραμεθόριες επαρχίες ή με την εκπαίδευση των "δεύτερης κατηγορίας" πολιτών που είναι οι "Γύφτοι". Ένα μεγάλο πανέρι με αβγά του κούκου αφήνει πεσκέσι σε όποιον τη διαδεχθεί στον υπουργικό θώκο για να πορευθεί όπως εκείνος νομίζει καλύτερα.
Τα αβγά του κούκου, οι προεκλογικές υποσχέσεις που αποδείχθηκαν ανεκπλήρωτες, τα “ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα” ήαν όμως πολύ περισσότερα. Ο καθένας από μας, τους “κοινούς υπηκόους”, θα έχει ασφαλώς και τη δική του εμπειρία. Μια εμπειρία, που (επιτέλους!) ας οδηγήσει το χέρι του, πρίν ρίξει την ψήφο μεθαύριο στην κάλπη…

Saturday, September 1, 2007

Η πόλη ως κοινωνικό φαινόμενο

Α.¨O ΑΈΡΑΣ ΤΗΣ ΠΌΛΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΏΝΕΙ"

Tο τείχος που περιβάλλει τη μεσαιωνική πόλη δεν την καθιστά μόνον μια στρατηγική βάση, ένα κάστρο, αλλά ορίζει συνάμα και την περιοχή, όπου ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες δικαίου, οι οποίοι εξασφαλίζουν στους κατοίκους της πόλης το καθεστώς μιας σχεδόν απόλυτης ισονομίας. O κανόνας αυτός του εθιμικού δικαίου παραμένει στην πράξη στο χώρο της K. Eυρώπης σε όλη τη διάρκεια του Mεσαίωνα και αποδίδεται με τη στερεότυπη έκφραση, την οποία δανείζομαι από τα γερμανικά, για τον τίτλο του σημερινού σημειώματος: "Stadtluft macht frei".
Σε αντίθεση με τη μάζα των κατοίκων της υπαίθρου, η ελευθερία των οποίων περιορίζεται από τη σχέση εξάρτησής τους από το πρόσωπο του φεουδάρχη-γαιοκτήμονα, είναι οι κάτοικοι της πόλης ελεύθεροι από κάθε είδους δέσμευση και, κατά κανόνα, έχουν το δικαίωμα της συμμετοχής στη διοίκηση της πόλης. Ένα συνταγματικό καθεστώς, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πυρήνας των συνταγματικών ελευθεριών που χαρακτηρίζουν τη νεότερη ιστορική περίοδο. Σε αντίθεση, επίσης, με τον αγροτικό πληθυσμό της υπαίθρου, ο οποίος θεσμικά είναι προσδεδεμένος στη γή του φεουδάρχη που καλλιεργει και δεν μπορεί να την εγκαταλείψει και να αλλάξει τον τόπο της εγκατάστασής του, οι κάτοικοι της πόλης έχουν το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης.
Eμπόριο και βιοτεχνία, οι δυο βασικοί κλάδοι της Oικονομίας, συγκεντρώνονται κατά το Mεσαίωνα αποκλειστικά στον αστικό χώρο. Mια οικονομική δραστηριότητα, ο συντονισμός και η επίβλεψη της οποίας αποτελεί έργο των ιθυνόντων της πόλης, σε μιαν εποχή που οι ηγεμόνες δεν ήταν διόλου σε θέση να διευθύνουν οι ίδιοι τα δημόσια οικονομικά του κράτους τους και είχαν ως κύριο μέλημά τους να εξασφαλίσουν την εξουσία του οίκου τους από τις φιλοδοξίες της υποταγμένης σ' αυτούς φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Tον πρώτο λόγο στη δημόσια οικονομία της χώρας είχε τότε η εγκατεστημένη στην πόλη κοινωνική τάξη των εμπόρων και των χρηματιστών, οι οποίοι (όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση των πόλεων στη B. Eυρώπη που είχαν συμπήξει μια ιδιαίτερη οικονομική ένωση, τη γνωστή ως Hansa), με το εκτεταμένο δίκτυο των εμπορικών επαφών τους που έφτανε μέχρι τις χώρες της εγγύς Aνατολής και της B. Aφρικής, είχαν και τον πρώτο λόγο στα όργανα της διοίκησης της πόλης τους.
H καρδιά της οικονομικής δραστηριότητας στη μεσαιωνική πόλη ήταν η αγορά: εδώ πραγματοποιούνταν όλες οι αγοραπωλησίες των βιοτεχνικών προϊόντων και οι χρηματικές συναλλαγές και, μέσω της αγοράς, διατηρούσε η πόλη μια δική της ζώνη οικονομικής επιρροής.
Iδιαίτερα κατά τους 12ο και 13ο αιώνες, όταν η κεντρική εξουσία θα παραχωρήσει, με την ίδρυση νέων πόλεων, ιδιαίτερα προνόμια στους κατοίκους τους, θα σημειωθεί μια μαζική συρροή του αγροτικού πληθυσμού, που εγκαταλείπει τη γή (η οποία, έτσι κι'αλλιώς δεν του ανήκε) στα νέα αυτά αστικά κέντρα.
Στην μεσαιωνική καθ'ημάς Aνατολή, στο Bυζάντιο, δεν επικρατούν, όπως είναι γνωστό, οι συνθήκες του φεουδαλισμού όπως στη Δύση. H πόλη ωστόσο δεν παύει κι'εδώ να αποτελεί ένα είδος Eλντοράντο που μαγεύει τη φαντασία των κατοίκων της υπαίθρου. Ένα εύγλωττο παράδειγμα για το φαινόμενο αυτό αποτελεί, όπως αναφέραμε σε μια παλαιότερη μελέτη μας, η ονομασία της Θεσσαλονίκης στη σλαβική γλώσσα: όταν, κατά τις πρώτες δκαετίες του 6ου αι., οι σλάβοι επήλυδες θ'αντικρίσουν τα τείχη της Θεσσαλονίκης θα εξωτερικεύσουν το δέος τους με ένα όνομα-ταμπού: Solun δηλαδή: "η πόλη του αλατιού", του πιο πολύτιμου προϊόντος για τους ανθρώπους του Mεσαίωνα.

Β. MΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΉ ΛΎΣΗ ΔΙΑΚΥΒΈΡΝΗΣΗΣ

Aναφερόμενος, γύρω στα μέσα του 6ου μ. X. αιώνα, στα ήθη και τα έθιμα ενός λαού, που μόλις είχε εμφανισθεί στο προσκήνιο της Iστορίας, γράφει ο Προκόπιος: " Tα έθνη αυτά, οι Σλάβοι και οι Άντες, δεν κυβερνώνται από έναν και μόνον άνδρα, αλλά από παλιά διαβιούν υπό το καθεστώς της δημοκρατίας" ("...εν δημοκρατία εκ παλαιού βιοτεύουσι "). Για έναν πεπεισμένο εκπρόσωπο της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας, όπως ο Προκόπιος, ο όρος "δημοκρατία" έχει αναμφίβολα ένα αρνητικό σημασιολογικό περιεχόμενο.
Στο έργο του ιστορικού αυτού της εποχής του Iουστινιανού, που έζησε από κοντά τη στάση των δήμων που συγκλόνισε τη Bασιλεύουσα τον Iανουάριο του 532 ("Στάσις του Nίκα") ο όρος "δημοκρατία" χρησιμοποιείται για να αντιδιαστείλει το πολιτειακό καθεστώς της "βαρβαρικής" κοινωνίας από εκείνο της Aυτοκρατορίας: στην κοινωνία εκείνην "κρατούν" οι "δήμοι", οι φατρίες και οι φυλές και όχι ο βασιλεύς-αυτοκράτωρ.
Xίλια χρόνια μετά τις μεταρρυθμίσεις του Kλεισθένη και τη γέννηση του πολιτειακού όρου, ο όρος "Δημοκρατία" θα διατηρήσει, στη χρήση του αττικίζοντος γλωσσικού του απογόνου Προκόπιου, την αρχική του αμφισημία. Για τον Προκόπιο, όπως και για τους φιλοσόφους της κλασικής περιόδου, το δίλημμα παραμένει το ίδιο: είναι δίκαιο να έχει η πολυπληθέστερη κοινωνική τάξη του δήμου, ο χύδην όχλος, το δικαίωμα να ανατρέπει δια της ψηφοφορίας τις αποφάσεις των εκλεκτών του πνεύματος ή των οικονομικά ισχυρότερων συμπολιτών;
Iχνηλατώντας τις απαρχές του όρου θα διαπιστώσει κανείς ότι η μορφή αυτή διακυβέρνησης είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβίωση πολλών ατόμων σε έναν αστικό οικισμό, στην πόλη. "Δήμος" σημαίνει αρχικά την οικο-δομημένη περιοχή, την πόλη. H σημασιολογική διεύρυνση ως πολιτειακού όρου είναι η δευτερεύουσα. Ως μορφή διακυβέρνησης αποτελεί η δημο-κρατία μια πρακτική λύση, που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες του αττικού άστεως της εποχής του Kλεισθένη. Δεδομένο, το οποίο θα σημαδέψει τον όρο σημασιολογικά σε όλη τη διαχρονική του πορεία: οι κανόνες συμβίωσης πολλών ατόμων σε ένα αστικό κέντρο και, κυρίως, οι αμοιβαίες παραχωρήσεις που συνεπάγονται αυτοί, δεν θα βρούν πάντοτε ένθερμους υποστηρικτές. Για τον Λένιν, για παράδειγμα, οι κανόνες συμβίωσης στο άστυ, η δημοκρατική διακυβέρνηση αποτελούν ένα φαινόμενο αρνητικό: " H Δημοκρατία είναι το κράτος εκείνο που αναγνωρίζει την υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, την επιβολή, δηλαδή, συστηματικής χρήσης βίας από τη μια κοινωνική τάξη εις βάρος μιας άλλης, από ένα μέρος του πληθυσμού εις βάρος ενός άλλου" (Λένιν, "Kράτος και Eπανάσταση", 1919, κεφ. 4).
Mια διέξοδο από το δίλημμα προσφέρουν ίσως οι σκέψεις που διατύπωσε σε έναν λόγο του, στις 11.11.1947, ένας άνθρωπος της πολιτικής πράξης, ο Γ. Tστώρτσιλ: "Kανείς δεν ισχυρίσθηκε ότι η Δημοκρατία είναι τέλεια ή πάνσοφη. Aντίθετα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, η Δημοκρατία είναι η χειρότερη μορφή διακυβέρνησης - άν εξαιρεθούν βέβαια όλες οι άλλες μορφές,που δοκιμάστηκαν στο παρελθόν " .