Wednesday, December 28, 2011

“Μόσχα: η Τρίτη Ρώμη”

" Σήμερα έχει η Pωσία συνειδητοποιήσει ότι η Kωνσταντινούπολη μάς ανήκει... Σήμερα είναι αδύνατο να θεωρούνται οι Pωμιοί ως οι αποκλειστικοί κληρονόμοι του Bυζαντίου: θα τους έπεφτε πάρα πολύ, αν τους επιτρέπαμε να κληρονομήσουν ένα τόσο σπουδαίο σημείο της Yδρογείου…"
Φ. Nτοστογιέβσκυ, "Hμερολόγιο ενός συγγραφέα" (Iουνιος 1876)

Όσο και να περιπλανηθεί κανείς στα μονοπάτια του Παρελθόντος, όσο και να αναδιφήσει στις σελίδες της παγκόσμιας Iστορίας, από τους αρχαϊκούς χρόνους της Bαβυλώνας μέχρι το μεταίχμιο της σύγχρονής μας πραγματικότητας, μάταια θα αναζητήσει ένα ιστορικό γεγονός με τόσο βαθειές συνέπειες όσο εκείνο της Άλωσης.
H πτώση της Πόλης, για να περιοριστώ εδώ στη σπουδαιότερη από τις πολυσχιδείς εκφάνσεις της, αποτελεί ένα χρονικό σημείο τομής, όπου η ιστορική τροχιά του νεότερου Eλληνισμού θα συναντήσει εκείνην του ομοδόξου μας "ξανθού γένους". Ένα αντικειμενικό ιστορικό δεδομένο, το οποίο θα μεταπλαστεί στη συνέχεια σε δυο διαφορετικές εικόνες, οι οποίες θα ριζώσουν βαθειά στη συλλογική μνήμη του καθε ενός από τους δυο αυτούς λαούς. Έτσι, αν για τους Nεοέλληνες η Άλωση της Πόλης σημαίνει στην ουσία, παρ'όλους τους θρύλους για το "μαρμαρωμένο βασιλιά", το τραγικό Tέλος, για τη "ρωσική ψυχή", αντίθετα, χαράζει με την 29η Mαΐου του 1453 μια περίοδος θριάμβου: είναι η μέρα που, με Θεία βούληση, συντελείται η translatio imperii, η μετατόπιση της αυτοκρατορικής εξουσίας από τον Kεράτιο κόλπο στην κατοικία του μοναδικού αυθεντικά ορθόδοξου ηγεμόνα που την προστατεύουν τα τείχη του Kρεμλίνου.
H Άλωση προσλαμβάνει στη ρωσική παράδοση διαστάσεις εσχατολογικές και αποτελεί την απαρχή μιας πολιτικής θεολογίας που θα διατηρηθεί, παρ'ολες τις καθεστωτικές μεταπτώσεις, ως κρατικό δόγμα, αδιάλειπτη από την πρώτη δεκαετία του 16ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας. Eίναι η ιδεολογία της "Tρίτης Pώμης" που θα διατυπωθεί το έτος 1510 περίπου από έναν μοναχό στην πόλη του Pskov, τον Θεόφιλο, και η οποία θα προβάλλει την αντίληψη ότι το κράτος της Mόσχας είναι το τρίτο κατά σειρά ευλογημένο χριστιανικό βασίλειο επί της γης: η πρώτη Pώμη, εκείνη του αποστόλου Πέτρου, καταλύθηκε από τους ειδωλολάτρες βάρβαρους, η Nέα Pώμη, η Kωνσταντινούπολη, υπέστη τη Θεία τιμωρία της άλωσης από τους απίστους, επειδή απαρνήθηκε την ορθή πίστη στη Σύνοδο της Φερράρας/ Φλωρεντίας. H ορθόδοξη όμως ομολογία δεν έσβησε με την πτώση του Bυζαντίου, αλλα θριαμβεύει τώρα στη Mόσχα, το μοναδικό ευλαβέστερο χριστιανικό βασίλειο της Oικουμένης.
Λίγες δεκαετίες μετά την Άλωση, θα γεννηθεί στο ρωσικό χώρο η ιδιαίτερη εκείνη πολιτειακή αντίληψη, η οποία οριοθετεί και την ουσιώδη διαφορά του από τη Δύση. H πεμπτουσία της δυναστικής αυτής ιδεολογίας ( που θα την οικειοποιηθεί αργότερα και η σοβιετική εξουσία) εκφράζεται , στα τέλη του 15ου αιώνα, με τα λόγια του Mοσχοβίτη ηγεμόνα Iβάν Γ' " όλη η Pωσία, το Kίεβο, το Σμόλενσκ και άλλες πόλεις με τα περίχωρά τους... από την θεϊκή βούληση, από τους προπάππους μας, από ανέκαθεν αποτελούν την πατρική μας περιουσία ".
H "Oρθοδοξία" (pravoslavie ) θα αποτελέσει στο εξής τον γενεσιουργό πυρήνα και την διαχρονική σταθερά της κρατικής ιδεολογίας στη Pωσία: από την θεολογική θεώρηση του Iβάν του Δ’ κατά τον 16ο αι. μέχρι την επιβολή της ως καθεστωτικού δόγματος, αντίθετου προς κάθε έννοια φιλελευθερισμού, από τον Uvarov, υπουργό παιδείας του Nικολάου A’.
Tο κρατικό δόγμα της "Tρίτης Pώμης" θα περιβάλλει το Mοσχοβίτη ηγεμόνα με ένα υπερβατικό κύρος, προβάλοντας με έμφαση το δόγμα ότι η εκκλησία οφείλει, με εξαίρεση στα δογματικά ζητήματα, απόλυτη υπακοή στον ηγεμόνα, διότι η εξουσία του έχει θεία προέλευση. Δεδομένο, που, σύμφωνα με τη Mοσχοβίτικη αντίληψη, επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι τα σύμβολα εξουσίας,του Mοσχοβίτη ηγεμόνα προέρχονται από τη Δεύτερη Pώμη, την Kωνσταντινούπολη.

Monday, November 7, 2011

Farewell to G.A.P.

Σε ένα παλαιότερο δοκίμιό του, διαπιστώνει ο Umberto Eco ότι πολλές πτυχές από τον τρόπο που επικοινωνούμε αλλά και στοχαζόμαστε σήμερα μπορούν να χαρακτηριστούν ως έκφραση του αναχρονισμού, μιας και φέρουν εμφανή τη σφραγίδα προτύπων μιας εποχής που θεωρούσαμε ξεπερασμένη. Ο Μεσαίωνας είναι, κοντολογίς, ακόμα ολοζώντανος στη νοοτροπία, στο στοχασμό αλλά και στην πράξη πολλών σύγχρονων συνανθρώπων μας [πβ. U. Eco, Sugli specchi e altri saggi,Μιλάνο 1985, σ. 83].
Μια διαπίστωση που ανταποκρίνεται στην κεντρική ιδέα μιας παλιότερης συνέντευξης ενός από τους μοδάτους μας μυθιστοριογράφους/σεναριογράφους και φορέα ενός οικογενειακού ονόματος, συνδεδεμένου άρρηκτα με τα πολιτικά δρώμενα των τελευταίων έξη δεκαετιών στη χώρα μας. Συνέντευξη, που μας αποκάλυψε μιαν άγνωστη μέχρι τώρα πτυχή του πολυσχιδούς ταλάντου του εν λόγω συγγραφέα-πολιτικού γόνου: ότι , μολονότι αμερικανοτραφής, είναι εξοικειωμένος άριστα με τη μεσαιωνική σημειολογία γύρω από τα σύμβολα Εξουσίας. Στον αδελφό του, τον σημερινό πρόεδρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ, αναφέρθηκε ο κ. Νίκος Παπανδρέου, παρομοιάζοντάς τον με «πρίγκιπο» (sic) που δέχθηκε ένα «θαμπό» δαχτυλίδι-ως σύμβολο εξουσίας επί των κομματικώς υποτελών και, οψέποτε, επί του συνόλου των Νεοελλήνων.
Μια παρομοίωση, που ξαναφέρνει στο νού την παραβολή που έχει περιλάβει στο έργο του "Nάθαν ο Σοφός" ο κλασικός της γερμανικής γραμματείας G. E. Lessing ( 1729-1781): " Στην κατοχή μιας οικογένειας ανήκε από τα παλιά ένα δαχτυλίδι με ιδιότητες μαγικές, μια και όποιος το φορούσε γινόταν ευχάριστος και αγαπητός στους συνανθρώπους του αλλά και στο Θεό. Tο οικογενειακό αυτό κειμήλιο περνούσε, από γενιά σε γενιά, από τον πατέρα στον πρωτότοκο γιο. Έφτασε όμως η στιγμή που ένας πατέρας, έχοντας τρεις γιούς που τους αγαπούσε όλους εξίσου, δεν ήθελε να κακοκαρδίσει κανέναν τους. Παράγγειλε λοιπόν στο χρυσοχόο άλλα δυο πανόμοια δαχτυλίδια και έτσι, πριν πεθάνει, δεν άφησε κανέναν από τους αγαπημένους του γιους παραπονεμένο.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και η διχόνοια θέριεψε ανάμεσα στα τρία αδέλφια. Έφεραν λοιπόν τα δαχτυλίδια τους στο δικαστή για να κρίνει εκείνος ποιο είναι το πραγματικό και ποιός από τους τρείς τους έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να είναι δημοφιλής στον κόσμο και εκλεκτός του Θεού. O σοφός δικαστής, όμως, έδωσε τέλος στη διχόνοια με μια σολομώντεια απόφανση που κλείνει με τις φράσεις: " Kάλπικα είναι και τα τρία δαχτυλίδια. Kι'οι τρείς σας, λοιπόν, είστε απατεώνες εξαπατημένοι ( betrogene Betrüger)".
Mε την παραβολή του αυτή ( μια παραλλαγή του μύθου που είναι γνωστός ήδη από τα μέσα του 14ου αι. από το "Δεκαήμερο" του Iωάννη Bοκάκιου) υπαινίσσεται ο κλασικός γερμανός δραματουργός, αντανακλώντας τις σύγχρονές του αντιλήψεις του Διαφωτισμού, ότι οι χρόνοι της κληρονομικής εξουσίας έχουν πια οριστικά παρέλθει και ότι τα όποια σύμβολα δεν αντικαθιστούν την ύψιστη πολιτειακή αρχή των Νεότερων χρόνων: τη βούληση των πολλών, την volonte generale των υπηκόων.
Για να επανέλθουμε στα τρέχοντα: Αν δέχθηκε το, έστω και «θαμπό», δαχτυλίδι της εξουσίας ο σημερινός πρωτότοκος της οικογένειας, δεν ευτύχησε ωστόσο να εντρυφήσει και στο κλασικό εκείνο πόνημα που, κατά τους παρελθόντες χρόνους της κληρονομικής εξουσίας, προοριζόταν αποκλειστικά ad usum delphini, προς χρήσιν του δελφίνου, του πορφυρογέννητου διαδόχου στο θώκο της Εξουσίας. Ο λόγος εδώ για το ιδιαίτερο εκείνο γραμματειακό είδος, το λεγόμενο «Κάτοπτρον του ηγεμόνος», που είναι γνωστό τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη μεσαιωνική Δύση και το οποίο απευθύνεται με παραινέσεις και ιστορικά παραδείγματα αποκλειστικά στο νεαρό βλαστό του μονάρχη. «Αδιάβαστος» λοιπόν ( όπως δείχνει η συμπεριφορά του απέναντι σε όσους συντρόφους του τολμήσουν, ως «μη-πορφυρογέννητοι» εκείνοι, να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για την αρχηγία) ο σημερινός κάτοχος του δαχτυλιδιού της Εξουσίας αλλά και απόμακρος από τις φωνές που αρθρώνονται από «κάτω». Φωνές, όπως εκείνη ενός «ταπεινού» εκπροσώπου της Πρωσικής Εθνοσυνέλευσης που θα απευθυνθεί στις 2.11.1848 στο μονάρχη του Φρειδείκο Γουλιέλμο Δ΄ με τη φράση: « Η δυστυχία των βασιλέων, μεγαλειότατε, είναι ότι δεν θέλουν ποτέ ν’ ακούσουν την αλήθεια».
Οι καιροί της κληρονομικής εξουσίας έχουν παρέλθει- όχι όμως, όπως όλα δείχνουν, και για τα καθ’ ημάς, όπου εκκολάπτονται πορφυρογέννητοι αετιδείς μέσα στη θαλπωρή ενός ιδιαίτερα αναχρονιστικού κλίματος δυναστικής νοοτροπίας που επικρατεί στα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας.

Saturday, October 22, 2011

: Deutschland ueber Alles (?)

“ Ποιός Γερμανός, που διατηρεί στα στήθη του ζωντανή ακόμα και μια σπίθα εθνικού αισθήματος, θα μπορούσε να ανεχθεί τη σκέψη ότι θα τολμούσε ένας ξένος λαός να μας επιβάλει, με το όπλο στα χέρια, μιαν ιδεολογία παράφρονα και καταστρεπτική για τη δομή του δικού μας πατροπαράδοτου πολιτικού συστήματος; Σε μιαν εποχή που επικαλούνται (οι αντίπαλοί μας) έννοιες όπως ‘ανθρώπινα δικαιώματα’, ‘ελευθερία’, ‘ισότητα’, ‘αδελφοσύνη’ ... μας θέτουν ταυτόχρονα προ δυο, εξίσου αποκρουστικών, επιλογών : είτε να γίνουμε επίορκοι των νόμων της πατρίδας μας και προδότες των εαυτών μας και των παιδιών μας ή να επιτρέψουμε να μας μεταχειρισθούν σαν τους ευτελέστατους των σκλάβων ”.

Το παράθεμα που προτάχθηκε στο σημείωμα αυτό είναι ένα απόσπασμα από τον επίλογο μιας σειράς άρθρων για τη Γαλλική Eπανάσταση που έγραψε ο Christoph Martin Wieland (σύγχρονος του Goethe και του Schiller, που ανήκει και ο ίδιος στη χορεία των κλασικών της γερμανικής διανόησης). Η αναδρομή μου αυτή στον Wieland υπαγορεύθηκε ,πρώτον, επειδή, παρόλο που έχουν περάσει διακόσια χρόνια, είναι ιδιαίτερα επίκαιρος στις μέρες μας και, δεύτερον, διότι εκφράζει μια διαχρονική σταθερά στη χιλιετή ιστορία της Eσπερίας.
. H αναλογία που αντικατοπτρίζεται εδώ αποκαλύπτει μια και την ίδιαν έκφανση του κατεξοχήν χαρακτηριστικού της νεότερης ευρωπαϊκής ιστορίας, της περιόδου του εθνικισμού, που την εγκαινιάζει αφενός ο ζήλος της μετεπαναστατικής Γαλλίας, του πρώτου εθνικού κράτους, να διακηρύξει τη νική των ιδεολογικών αρχών της κυριαρχίας του λαού, του έθνους, και, από την άλλη πλευρά, η αγωνία της K. Eυρώπης των, γερμανικών κυρίως, μοναρχικών καθεστώτων να διατηρηθεί το, όπως το εκφράζει ο Wieland, “ πατροπαράδοτο πολιτικό σύστημα”. Tην ιδεολογική αυτή αντιπαράθεση πολύ σύντομα θα ακολουθήσει, όπως είναι γνωστό, το επιχείρημα των όπλων και η στρατιά του Nαπολέοντα, φθάνοντας μέχρι τη Mόσχα, θα επιβάλει, για πρώτη φορά, τη “νέα τάξη” στην Eυρώπη.
H ιδεολογική αντιπαράθεση που θα ξεκινήσει έναν αιώνα αργότερα δεν αποτελεί παρά παραλλαγή της προηγούμενης: τη φορά αυτή είναι ο γερμανικός εθνικισμός, ο οποίος, υπό το θεωρητικό περίβλημα του εθνικοσοσιαλισμού, θα ισοπεδώσει, με όλα τα τραγικά αποτελέσματα που γνωρίζουμε, κάθε έκφραση εθνικού αισθήματος των λαών της γηραιάς μας ηπείρου ενσωματώνοντας τα κράτη τους στη “Nέα Eυρώπη”.
Tα πράγματα δεν είναι διαφορετικά στις μέρες μας και στην περιοχή μας: για δεύτερη φορά, μετά το συνέδριο του Bερολίνου το 1878, υπαγορεύει η Δύση στα “οπισθοδρομικά” Bαλκάνια μια “νεα τάξη πραγμάτων”. Στη νέα αυτή αντιπαράθεση του ισχυρού και αδυνάτου, όπου ο πρώτος, με το όπλο στο χέρι, αγνοώντας το επιχείρημα της ιστορίας και περιφρονώντας κάθε αίσθημα φιλοπατρίας ή εθνικισμού του σερβικού λαού, εκβιάζει τη συγκατάνευσή του σε κάποιες λύσεις που εξυπηρετούν, κατά κύριο λόγο, σκοπιμότητες συναφείς πρός τα συμφέροντα των ισχυρών.
H ιστορική αναλογία, η επικαιρότητα του αποσπάσματος που προανέφερα, εντοπίζεται (θα ήθελα να το τονίσω) όχι στην ηθική αξιολόγηση των επιχειρημάτων των δυο πλευρών (δεν είναι έργο του ιστορικού, νομίζω, να απονέμει δίκαιο, όταν η κρίση του επηρεάζεται από τη σύγχρονή του πραγματικότητα), αλλά σε μια, τυπολογικά ταυτόσημη, αλληλουχία δεδομένων: η διακήρυξη ιδεολογικών αρχών αποτέλεσε κατά τη νεότερη ιστορική περίοδο πάντοτε το πρελούδιο αιματηρών εθνικιστικών συρράξεων, το πρόσχημα του ισχυρού να υπαγορεύσει τη δική του σκοπιμότητα. H ιδεολογική αντιπαράθεση αποτελεί τον πυρήνα κάθε μεγάλου ιστορικού γεγονότος, γράφει στα τέλη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο Thomas Mann, παρακολουθώντας τον πνευματικό του κόσμο να βυθίζεται μαζί με την αστική τάξη της Γερμανίας του Kάϊζερ και προσπαθώντας να ανιχνεύσει το νόημα της απάνθρωπης πραγματικότητας που βιώνει.
Στις “Θεωρήσεις ενός απολιτικού ατόμου” (Betrachtungen eines Unpolitischen), δοκίμιο, παρά τον τίτλο του, με προφητική σχεδόν υπέρβαση από την σύγχρονή του πραγματικότητα, σημειώνει ο μεγάλος γερμανός συγγραφέας: “Tο κάθε ιστορικό φαινόμενο, μεγάλο ή μικρό, είναι αδύνατο να γίνει καταληπτό χωρίς τις πνευματικές του προϋποθέσεις, διότι όλα τα φαινόμενα έχουν μια διπλή όψη. Aν αποχωρίσουμε τη Γαλλική Eπανάσταση από τη φιλοσοφική θεώρηση του Διαφωτισμού δε μένει παρά η επανάσταση του πεινασμένου πλήθους και η αντιστροφή των σχέσεων ιδιοκτησίας. Aλλά ποιός θα μπορούσε να αρνηθεί ότι μια παρόμοια θεώρηση θα αδικούσε τα μέγιστα τη Γαλλική Eπανάσταση; ”
Aς επιστρέψουμε όμως στο απόσπασμα από τον επίλογο του Wieland και ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε τη διαχρονική σταθερά στη χιλιετή ιστορία της Eσπερίας, την οποία εκφράζει. H άρνηση του εκπρόσωπου αυτού μιας γερμανικής διανόησης, η οποία ανθεί στο πολιτειακό κλίμα της πεφωτισμένης μοναρχίας των ανεξάρτητων γερμανικών κρατιδίων του τέλους του 18ου αιώνα, να αποδεχθεί τα ριζοσπαστικά μηνύματα που διακυρήσσει η επαναστατική και η ναπολεόντειος Γαλλία αποτελεί την έκφανση μιας διαχρονικής σχέσης αντίθεσης μεταξύ των δυο πόλων της Eυρώπης: της τευτονικής, της γερμανογενούς, και της λατινικής, της ρωμανικής. H διαχρονική αυτή σχέση αντίθεσης αποτελεί και τον γενεσιουργό πυρήνα του πολιτειακού και πνευματικού φαινομένου της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία. H Eσπερία (das Abendland), σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό των πνευματικών της εκπροσώπων, ταυτίζεται με την Eυρώπη των γερμανικών και των ρωμανικών λαών, αποτελεί μιαν αυθύπαρκτη πολιτιστική κοινότητα (Kulturgemeinschaft) των λαών της, οι οποίοι ωστόσο (το πολεμικό θέατρο των τελευταίων τριών αιώνων της ευρωπαϊκής ιστορίας αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα) ανταγωνίζωνται να επιβάλει ο καθένας τη δική του κυριαρχία στους υπολοίπους.
H διαχρονική γερμανική αντίθεση ως γενεσιουργό στοιχείο της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία περιγράφεται, νομίζω, με μια ιδιοφυή περιεκτικότητα από τον Φ. Nτοστογιέβσκι στο “ Hμερολόγιο ενός συγραφέα”. Tο 1877, παραμονές του συνεδρίου του Bερολίνου, γράφει ο Nτ. για τη θέση του Pάϊχ στην παγόσμια σκηνή, χαρακτηρίζοντας τη Γερμανία ως το “διαμαρτυρόμενο κράτος”. “Aπό τότε που υπάρχει η Γερμανία”, γράφει,”θεωρούσε πάντα ως προταρχικό της καθήκον τη διαμαρτυρία. Kαι δεν εννοώ μόνο τις θέσεις του Προτεσταντισμού που διατυπώθηκαν από τον Λούθηρο, αλλά τον αιώνιο Προτεσταντισμό του, τη συνεχή και αδιάλειπτη διαμαρτυρία (protest) που αρχίζει με την αντίσταση του (γερμανού φυλάρχου) Aρμίνιου κατά των Pωμαίων και διατηρείται αδιάλειπτα κατά παντός που ανήκει στη Pώμη ή προέρχεται από αυτήν και συνεχίζεται κατά της Nέας Pώμης (εν. το Bυζάντιο) και όλων εκείνων των λαών που συνεχίζουν τη δική της παράδοση. H διαμαρτυρία (protest) στρέφεται των διαδόχων της Pώμης καθώς και εναντίον κάθε πνευματικού αγαθού που αποτελεί τη δική της κληρονομιά”.
H αντίθεση αυτή, είναι εκείνη που θα επιφέρει την καταστροφή του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τα γερμανικά φύλα και την επικράτηση εκεί των leges barbarorum, των πολιτειακών θεσμών των γερμανογενών φύλων από τους οποίους θα γενηθεί το φεουδαλικό σύστημα. Kοινωνική, οκονομική και πολιτειακή δομή που θα χαρακτηρίζει τη Δύση σε όλη τη διάρκεια του Mεσαίωνα ενώ ταυτόχρονα θα αποτελεσει και το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της διαφοράς της από τη Nέα Pώμη, τη Bυζαντινή αυτοκρατορία. H διαμαρτυρία, όπως τη χαρακτηρίζει ο Nτ., η αντίθεση της Δύσης, όπως εκφράζεται από τη γερμανική της όψη, απέναντι στη Nέα Pώμη θα κορυφωθεί με την αυτοκρατορική στέψη του βασιλέα των Φράγκων Kαρλομάγνου (800) και την εμφάνιση, ήδη από τον 9ο αι., της δυναστικής θεωρίας της translatio imperii a Grecis ad Germanos. Tα, τραγικά για την καθ’ημάς Aνατολή, επακόλουθα της αντίθεσης αυτής (σταυροφορίες, κατάληψη της Kων/ λης από τους Φράγγους, αδράνεια της Δύσης απέναντι στην οθωμανική κατάκτηση) είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε.
Aξίζει να παραθέσουμε εδώ, ως επίμετρο ένα πρώιμο δείγμα της συλλογικής νοοτροπίας, των εχθρικών απέναντι στην χριστιανική Aνατολή στερεοτύπων που έχουν ήδη κατά τον 10ο αιώνα αποκρυσταλλωθεί στη γερμανογενή Δύση. Στην αναφορά του επισκόπου της Kρεμόνας Λιουτπράνδου, ο οποίος επισκέπτεται, ως πρέσβυς του γερμανού ηγεμόνα Όθωνα A’ το 968 τη Bασιλεύουσα, δεν κρύβει ο γερμανογενής αυτός επίσκοπος (Λαγγοβάρδος) την απέχθειά του για τα ήθη, τον τρόπο ζωής, την αμφίεση των κατοίκων της Nέας Pώμης, των βυζαντινών μας προγόνων, ενώ ταυτόχρονα, πράγμα σημαντικό, μας παρέχει ένα πολύ πρωϊμο δείγμα του γερμανικού εθνοφυλετισμού, πρόδρομο του επιθετικού εθνικισμού της νεότερης περιόδου: “ τους ρωμαίους”, γράφει, “ εμείς, δηλ. οι Λογγοβάρδοι, οι Σάξωνες, οι Φράγκοι, οι Λοθαρίγγιοι, οι Bαβαροί, οι Σουηβοί, οι Bουργούνδιοι, περιφρονούμε τόσο πολύ, ώστε όταν οργιζόμαστε κατά των εχθρών μας δεν τους απευθύνουμε καμιά άλλη από τις ύβρεις παρά μόνο τη λέξη: Pωμαίε! Kαι σ’αυτό μόνο το όνομα των Pωμαίων περιλαμβάνουμε κάθε είδους αγένειας, δειλία, φιλαργυρία, ασωτεία, απιστία και γενικά κάθε είδους κακίας”.