Tuesday, February 27, 2007

Αλλοτριωση

Στο μυθιστόρημα «Πατέρες και γιοι» αποτυπώνει ο Ιβάν Τουργκένιεβ με αριστουργηματικό τρόπο τη σύγχρονή του κοινωνική πραγματικότητα στην τσαρική Ρωσία των αρχών της δεκαετίας του 1860. Μια αντικειμενική σχέση αντίθεσης ανάμεσα σε δύο κόσμους: τους γαιοκτήμονες-αριστοκράτες από τους ταξικά αλλοτριωμένους γόνους τους, την inteligencija, η οποία αναζητεί ακόμα στα τυφλά την κοινωνική διέξοδο. Παρακάμπτοντας το επιφανειακό μοτίβο του χάσματος των γενεών, θα σταθούμε εδώ σε μια μόνον έκφανση του κλασικού αυτού έργου της ρωσικής γραμματείας: στη, μοναδική στη διεισδυτικότητά της, περιγραφή της αλλοτρίωσης μιας ομάδας ατόμων από το ισχύον σύστημα αξιών του κοινωνικού της περίγυρου. Μια περιγραφή που θα αποδειχθεί προφητική, αφού καταγράφει την ουσιώδη αιτία της επανάστασης που θα ανατρέψει μισόν αιώνα αργότερα το τσαρικό καθεστώς. Περιγραφή όμως που παρουσιάζει και μια τυπολογική αναλογία, ιδιαίτερα επίκαιρη στις μέρες μας.

Η αναλογία είναι προφανής: και σήμερα η ομάδα των αλλοτριωμένων «γιων», οι φοιτητές των καταλήψεων και των καθημερινών πια οδομαχιών βρίσκονται αντιμέτωποι με το οργανωμένο κράτος των «πατέρων» τους. Με μια εξουσία, η οποία, τότε όπως και σήμερα, παραμένει αμείλικτη, εκδικητική αλλά και αμήχανη. Μια εξουσία που, με τις «μεταρρυθμίσεις» που έχει να προτείνει, εξακολουθεί να κρατά τους «γιους» δέσμιους στο δικό της σύστημα.

Το Πανεπιστήμιο παραμένει για τους αιρετούς μας άρχοντες ένα βολικό υποκατάστατο, όπου θα στοιβαχτούν όπως όπως οι στατιστικές μονάδες που βαφτίζονται ως «φοιτητές» αντί της πραγματικής τους ιδιότητας ως «άεργοι και άνευ επιτηδεύματος». Ανύποπτοι οι ίδιοι και οι οικογένειές τους, έρχονται στο Πανεπιστήμιο με κάλπικες υποσχέσεις από την Πολιτεία. Περνώντας το κατώφλι μιας Σχολής, την οποία δεν έχουν οι ίδιοι επιλέξει, αλλά τους περισσότερους τους οδήγησε εκεί το σύστημα των εισαγωγικών εξετάσεων, θα αντιληφθούν, μετά ένα ή δύο εξάμηνα, την απάτη. Εμπειρία που θα οδηγήσει τους φοιτητές στην αλλοτρίωση και στις αντιδράσεις εκείνες που, καθημερινά πλέον, καταγράφονται στα δελτία ειδήσεων.

Ξένοι σε μια Σχολή, την οποία δεν διάλεξαν οι ίδιοι, παρακολουθώντας μαθήματα που δεν ανταποκρίνονται στις δικές τους προτιμήσεις ή στο τάλαντό τους, οι αλλοτριωμένοι «γιοι», οι απογοητευμένοι από την εξουσία φοιτητές θα καταλάβουν, μετά την απογοήτευση του πρώτου εξαμήνου, ότι η ζωή βρίσκεται αλλού...




ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 27/02/2007

Saturday, February 24, 2007

Λυκοφως

Λυκόφως
Ένα πλήθος από παραδείγματα, από την Aρχαιότητα μέχρι τις μέρες μας, επιβεβαιώνουν έναν κανόνα, μια πανάρχαια ιστορική εμπειρία: ότι οι θεσμοί, όπως και ο ανθρώπινος βίος, υπόκεινται στη φθορά του Xρόνου και ότι μετά την αλκή της νιότης επέρχεται, αναπόδραστα, η παρακμή των γηρατειών. Έτσι, για να αναφέρουμε επιλεκτικά μόνον ένα από αυτά, ο θεσμός της Συγκλήτου, αυτό το κατεξοχην φόρουμ ελεύθερης έκφρασης των μελών του κατά τους χρόνους της Δημοκρατίας στην Aρχαία Pώμη, κατέληξε στο Bυζάντιο (τη "Nεα Pώμη") σε μια τελετουργική και πειθήνια στα κελευσματα του αυτοκράτορα συνάθροιση αξιωματούχων, με τον, χαρακτηριστικό για τον πραγματικό της ρόλο, όνομα "σιλέντιον". Tην ευλαβική, δηλαδή, σιωπή (λατιν. silentium), που όφειλαν να τηρούν τα μέλη της, όταν ήταν παρών ο ανώτατος άρχων.
Tο Πανεπιστήμιο σήμερα, για να έλθουμε και στο προκείμενο, έχει και εκείνο ήδη διανύσει την, κοινή για όλους τους θεσμούς, τροχιά. Ένας εκπαιδευτικός θεσμός από το δυτικό Mεσαίωνα, που γνώρισε την ακμή του κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. Ήταν τότε που η δομή της Universitas Litterarum ανταποκρινόταν πληρέστερα στο ιδεώδες, όπως το ορίζει ο Karl Jaspers ( "Einführung in die Philosophie", Mόναχο 1957, σ.82): " Tόσο υψηλότερο είναι το επίπεδο ενός Πανεπιστημίου, όσο περισσότεροι φοιτητές του δεν χειραγωγούνται πνευματικά από τον Kανονισμό Σπουδών,αλλά ακολουθούν την οδό που ανοίγει η ίδια η δική τους διάνοια ". Πόσο πλησιάζει άραγε η σημερινή πραγματικότητα στο ιδεώδες του ορισμού του γερμανού φιλοσόφου;
Σύμφυτη άρρηκτα με τον πανεπιστημιακό θεσμό ήταν ανέκαθεν και η ελευθερία της από καθέδρας διδασκαλίας. Ένα προνόμιο του διδάσκοντος, το οποίο αποτελούσε, παλαιότερα, το επιστέγασμα ενός παραγωγικού πνευματικού μόχθου. Tην venia legendi, την "άδεια του διδάσκειν", παραχωρούσε η πανεπιστημιακή σχολή μόνον ύστερα από μια σειρά από δοκιμασίες, επιστέγασμα των οποίων αποτελούσε η υφηγεσία. Ένας θεσμός-ασφαλιστική δικλείδα και για τον ίδιο τον υποψήφιο πανεπιστημιακό καθηγητή, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, έχει καταργηθεί με τις “μεταρρυθμίσεις “ του 1982.
Xωρίς να αναφερθούμε εδώ στο επίπεδο της επιστημονικής επάρκειας των μελών του προσωπικού που διδάσκει σήμερα"από καθέδρας" στα Πανεπιστήμιά μας (επίπεδο, άλλωστε, μετρήσιμο από την ποιότητα της πνευματικής παραγωγής που έχει να επιδείξει), θα αναφερθούμε μόνον στις συνέπειες της ισοπέδωσης που επέφερε η "μεταρρύθμιση" του '82. Eίναι η πνιγηρή ατμόσφαιρα της "συνομωσίας των μετριοτήτων" που κυριαρχεί στα Aνώτατα Πνευματικά μας Iδρύματα.
“Μεταρρυθμίσεις” εξαγγέλουν και σήμερα οι αιρετοί άρχοντες, που “βλάπτουν κι’εκείνοι την Αποικίαν ”, αφού αρνούνται ν’αντικρίσουν το λυκόφως που ήδη περιβάλλει τον πανεπιστημιακό θεσμό…

Thursday, February 22, 2007

Περί ιστορικού ρεβιζιονισμού

«Και οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία». Λίγα τεκμήρια από το παρελθόν έχουν αποτυπώσει με τόση ενάργεια το πνεύμα του πολυτάραχου 20ού αιώνα, που μόλις αποχαιρετήσαμε, όσο η λέξη «ρεβιζιονισμός», που καθιερώθηκε στη διεθνή γλωσσική χρήση (στα ελληνικά χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το, ταυτόσημο, μεταφραστικό δάνειο «αναθεωρητισμός») στις αρχές του αιώνα. Ως τεχνικός όρος αποτελεί το νεολατινικό revisionismus (re-=«ανά-»+ «videre»= «επισκοπώ, θεωρώ») μια, αρνητική συνήθως, κατηγορία, η οποία σημαίνει την προσπάθεια μιας ομάδας ατόμων να παρεκκλίνει από βασικές και κοινά παραδεκτές αρχές, επανεξετάζοντας τα δεδομένα κάτω από ένα δικό της, καινοφανές, πρίσμα.

Παρακάμπτοντας εδώ, λόγω οικονομίας χώρου, την αναφορά στον «κλασικό» ρεβιζιονισμό (που στο ιδιόλεκτο του πολιτικού λόγου χρησιμοποιείται, από τις αρχές του αιώνα, από τους «ορθόδοξους» μαρξιστές για να στιγματίσουν όσους θεωρούν αιρετικούς αναθεωρητιστές) θα παραμείνουμε σε μια σχετικά πρόσφατη παραλλαγή του ρεβιζιονισμού. Ο λόγος λοιπόν εδώ για τον «ακαδημαϊκό» αναθεωρητισμό της Ιστορίας.

Ο πιο προβεβλημένος εκπρόσωπος της «ακαδημαϊκής» παραλλαγής του ρεβιζιονισμού είναι ασφαλώς ο Βρετανός ιστορικός David Irving, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή τον περασμένο Δεκέμβριο από τις φυλακές της Αυστρίας, όπου είχε καταδικαστεί σε επταετή εγκλεισμό, επειδή στα βιβλία του προβάλλει τον ισχυρισμό ότι τόσο το Αουσβιτς όσο και τα άλλα ναζιστικά στρατόπεδα δεν είχαν υπάρξει ποτέ.

Μια άλλη παραλλαγή του «ακαδημαϊκού» ρεβιζιονισμού, που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με το δικό μας ιστορικό παρελθόν, θεραπεύεται ιδιαίτερα στην υπερατλαντική κοσμοκράτειρα. Εκεί, στο πλαίσιο του «πολυπολιτισμικού» μοντέλου, που έχουν ήδη επιβάλει από το 1967 με θεσμικά νομοθετήματα στην εκπαίδευση τα μέχρι τότε λιγότερα ευνοημένα εθνο-κοινωνικά στρώματα, δηλαδή μαύροι, Λατινοαμερικάνοι, Εβραίοι (Bilingual Education Act, to 1967 και National Ethnic Heritage Studies, το 1974), υπάρχουν ήδη πολυάριθμα ΑΕΙ που θεραπεύουν τις «Εθνοφυλετικές Σπουδές» (Ethnic Studies). Μια σύλληψη που έχει πλέον καθιερώσει και θεσμικά τον ιστορικό ρεβιζιονισμό στις ΗΠΑ, αφού είναι εκ προοιμίου αντίθετη προς κάθε τι που θυμίζει τον ευρωκεντρικό «πολιτιστικό ιμπεριαλισμό» και τις αρχαιοελληνικές ρίζες του. Σε αυτό ακριβώς το πνευματικό κλίμα , το οποίο μηχανικά μεταφέρει τον πολυφυλετισμό που χαρακτηρίζει τη σημερινή αμερικανική κοινωνία στο ιστορικό παρελθόν, αναπτύχθηκε και η «σχολή» εκείνη του ρεβιζιονισμού που «ανακάλυψε» τις αφρο-ασιατικές ρίζες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού, με τη «Μαύρη Αθηνά» ως εμβληματική μορφή της.

Αν, όμως, η «Μαύρη Αθηνά» αποτελεί σήμερα το μακρινό απόηχο ενός «ακαδημαϊκού» συρμού του ρεβιζιονισμού που έχει πια κοπάσει, δεν συμβαίνει το ίδιο και με μια νέα παραλλαγή του, η οποία έχει καταστήσει ήδη αισθητή την παρουσία της και εντός των τειχών. Πρόκειται για την repetita lectio, την εκ νέου ανάγνωση, των ιστορικών πηγών που αναφέρονται στην ιστορία των Βαλκανίων και στην οποία μας παροτρύνει το Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη ΝΑ Ευρώπη (CDRSE). Πρόκειται για μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση (που αντλεί ωστόσο τους πόρους της τόσο από το υπουργείο Εξωτερικών της Αμερικής όσο, κυρίως, και από τον Οργανισμό των ΗΠΑ για τη Διεθνή Ανάπτυξη), πρόεδρος της οποίας είναι ένα υψηλό στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ο βοηθός-υφυπουργός Εξωτερικών, πρέσβης Ρίτσαρντ Σίφερ, και γενικός γραμματέας- εισηγητής για το πρόγραμμα της Ιστορίας ο Κώστας Καρράς, γόνος οικογένειας εφοπλιστών από το Λονδίνο.

Εναν «αφοπλισμό της Ιστορίας» προτείνει το Κέντρο αυτό με τα τέσσερα βιβλία-εργασίες για την Ιστορία των Βαλκανίων που έχει ήδη εκδώσει, προωθώντας ένα (νεο)ρεβιζιονιστικό μοντέλο μιας «συναινετικής» θεώρησης του ιστορικού παρελθόντος των βαλκανικών λαών. Ενα σχεδόν ειδυλλιακό ιστορικό παρελθόν, στο οποίο ο Οθωμανός δυνάστης εμφανίζεται ως ο νόμιμος κάτοχος της κεντρικής εξουσίας σε ολόκληρο το χώρο των Βαλκανίων.

Αφήνοντας εδώ κατά μέρος το ερώτημα για το ποιον άραγε ευνοεί η «συναινετική» αυτή θεώρηση της Ιστορίας, θα επισημάνουμε ότι η δραστηριότητα του Κέντρου και, κυρίως, οι συστάσεις του για τον τρόπο θεώρησης του ιστορικού μας παρελθόντος έχουν ήδη καταστήσει και θεσμικά αισθητή την παρουσία τους στο σχολικό εγχειρίδιο της Ιστορίας για την Στ' Δημοτικού, που επιβλήθηκε ως διδακτικό με την έγκριση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και την ανοχή του υπουργείου Εθνικής Παιδείας.

Συνένοχοι και αδαείς, οι Μοιραίοι που «βλάπτουν εξ ίσου την Αποικίαν».


http://malingoudis.blogspot.com/


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 22/02/2007

Wednesday, February 21, 2007

"Μεταρρυθμιση"

Στο α' μέρος του «Φάουστ», στη σκηνή του σπουδαστηρίου, εμφανίζεται ο Μεφιστοφελής να συμβουλεύει τον αμήχανο σπουδαστή ότι πρέπει, μελετώντας θεολογία, να αποστηθίζει τις λέξεις του δασκάλου του. Στην ένσταση του σπουδαστή («αλλά πίσω από την κάθε λέξη θα πρέπει να υπάρχει και κάποια έννοια»), θα αντιτείνει ο άρχοντας του σκότους: «Εντάξει! Μην παρασκοτίζεσαι ωστόσο, μια και, ακόμα κι... όταν λείπουν οι έννοιες, οι ιδέες (die Begriffe), πάντα κάποια λέξη θα βρεθεί εύκαιρη».

«Με τις λέξεις», συνεχίζει ο μεταμφιεσμένος σε Φάουστ Μεφιστοφελής, «μπορεί κανείς να χτίσει ένα ολάκερο οικοδόμημα, στις λέξεις πιστεύουν οι άνθρωποι τυφλά...». Λόγια, που απηχούν την αποστροφή, το φόβο του ίδιου του άρχοντα-ποιητή Γκέτε, απέναντι στα μηνύματα του καιρού του. Είναι η έκφραση της άρνησης ενός ολόκληρου κόσμου - της διανόησης, η οποία ανθεί στο πολιτειακό κλίμα της πεφωτισμένης μοναρχίας των γερμανικών κρατιδίων του τέλους του 18ου αιώνα, να αποδεχθεί τα ριζοσπαστικά μηνύματα, τη ρητορεία του Διαφωτισμού, που φτάνουν από τη Γαλλία της Επανάστασης.

Οι κενές λέξεις, η ρητορεία του «καθημερινού» πολιτικού λόγου αποτελούν, κατά τους τελευταίους δύο αιώνες, την άλλη όψη, ένα «αναγκαίο κακό», της λαϊκής κυριαρχίας. Αρχής που χαρακτηρίζει την πολιτειακή πραγματικότητα της εποχής μας. Η επινόηση εφήμερων προεκλογικών συνθημάτων αποτελεί εξάλλου παντού το αναπόσπαστο τελετουργικό στοιχείο των κομματικών αναμετρήσεων.

Μια πολιτειακή ρητορεία διόλου άγνωστη και για τη δική μας πραγματικότητα και η οποία, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχει παρουσιάσει μια ποικιλόμορφη γκάμα από κενές λέξεις-συνθήματα: από τα εμφυλιοπολεμικά συνθήματα, τα ανελλήνιστα σλόγκαν των συνταγματαρχών μέχρι τις λεκτικές εξάρσεις του πρωθιερέα της Αλλαγής...

Είναι ακόμα πολύ νωρίς να σχολιάσει κανείς τα νέα μέτρα για τα πανεπιστήμια που προανείγγειλε επίσημα χθες ο ίδιος ο πρωθυπουργός. Ας επιτραπεί ωστόσο προς το παρόν μια μικρή παρατήρηση για τη λέξη που επέλεξε για να τα χαρακτηρίσει. Η χρήση του όρου «μεταρρύθμιση» (με τον οποίο έσπευσε να βαφτίσει μια σειρά από νομοθετικές ρυθμίσεις ως προς τη λειτουργία των ΑΕΙ) ας παραμείνει, όπως αρμόζει, προνόμιο κάποιου ιστορικού του μέλλοντος, αν βέβαια υπάρξει ποτέ κανείς για τον οποίο τα μικροπολιτικά τερτίπια του παρόντος θα παρουσιάσουν κάποιο ενδιαφέρον.

ΦΑΙΔΩΝ. ΜΑΛΙΓΚΟΥΔΗΣ http://malingoudis.blogspot.com/


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 21/02/2007

Friday, February 16, 2007

Ρεβιζιονισμος

“Και οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία…” - Λίγα τεκμήρια από το παρελθόν έχουν αποτυπώσει με τόση ενάργεια το πνεύμα του πολυτάραχου 20ου αιώνα, που μόλις αποχαιρετήσαμε, όσο η λέξη “ρεβιζιονισμός”, που καθιερώθηκε στη διεθνή γλωσσική χρήση (στα ελληνικά χρησιμοποιείται εναλλακτικά και το. ταυτόσημο, μεταφραστικό δάνειο “αναθεωρητισμός”) στις αρχές του αιώνα . Ως τεχνικός όρος αποτελεί το νεολατινικό revisionismus (re- =“ανά-“+ “videre”= “επισκοπώ, θεωρώ”) μια, αρνητική συνήθως, κατηγορία, η οποία σημαίνει την προσπάθεια μιας ομάδας ατόμων να παρεκκλίνει από βασικές και κοινά παραδεκτές αρχές, επανεξετάζοντας τα δεδομένα κάτω από ένα δικό της, καινοφανές, πρίσμα.
Παρακάμπτοντας εδώ, λόγω οικονομίας χώρου, την αναφορά στον “κλασικό” ρεβιζιονισμό ( που στο ιδιόλεκτο του πολιτικού λόγου χρησιμοποιείται, από τις αρχές του αιώνα, από τους “ορθόδοξους” μαρξιστές για να στιγματίσουν όσους θεωρούν ως αιρετικούς αναθεωρητιστές) θα παραμείνουμε σε μια, σχετικά πρόσφατη , παραλλαγή του ρεβιζιονισμού. Ο λόγος λοιπόν εδώ για τον “ακαδημαϊκό” αναθεωρητισμό της Ιστορίας.
Ο πιο προβεβλημένος εκπτόσωπος της “ακαδημαϊκής” παραλλαγής του ρεβιζιονισμού είναι ασφαλώς ο βρετανός ιστορικός David Irving, ο οποίος αφέθηκε ελεύθερος με αναστολή τον περασμένο Δεκέμβριο από τις φυλακές της Αυστρίας, όπου είχε καταδικασθεί σε επταετή εγκλεισμό, επειδή στα βιβλία του προβάλλει τον ισχυρισμό ότι τοσο το ΄Αουσβιτς, όσο και τα άλλα ναζιστικά στρατόπεδα δεν είχαν υπαρξει ποτέ.
Μια άλλη παραλλαγή του “ακαδημαϊκού” ρεβιζιονισμού ,που βρίσκεται σε άμεση συνάφεια με το δικό μας ιστορικό παρελθόν, θεραπεύεται ιδιαίτερα στην Υπερατλαντική κοσμοκράτειρα. Εκεί, στα πλαίσια του “πολυπολιτισμικού” μοντέλλου, που έχουν ήδη επιβάλλει από το 1967 με θεσμικά νομοθετήματα στην εκπαίδευση τα μέχρι τότε λιγότερα ευνοημένα εθνο-κοινωνικά στρώματα, δηλαδή Μαύροι, Λατινοαμερικάνοι, Εβραίοι (Bilingual Education Act, to 1967 και National Ethnic Heritage Studies, το 1974), υπάρχουν ήδη πολυάριθμα Α.Ε.Ι. που θεραπέυουν τις “εθνοφυλετικές Σπουδές” (Ethnic Studies). Μια σύλληψη, που έχει πλέον καθιερώσει και θεσμικά τον ιστορικό ρεβιζιονισμό στις Η.Π.Α., αφου είναι εκ προοιμίου αντίθετη προς κάθε τι που θυμίζει τον ευρωκεντρικό “πολιτιστικό ιμπεριαλισμό” και τις αρχαιοελληνικές ρίζσες του. Σε αυτό ακριβώς το πνευματικό κλίμα , το οποίο μηχανικά μεταφέρει τον πολυφυλετιισμό που χαρακτηρίζει τη σημερινή αμερικανική κοινωνία στο ιστορικό παρελθόν, αναπτύχθηκε και η “σχολή” εκείνη του ρεβιζιονισμού που ¨ανακάλυψε” τις αφρο-ασιατικές ρίζες του αρχαιοελληνικού πολιτισμού με τη “Μαύρη Αθηνά” ως εμβληματική μορφή της.
Αν, όμως, η “Μαυρη Αθηνά” αποτελεί σήμερα το μακρινό απόηχο ενός “ακαδημαϊκού” συρμου του ρεβιζιονισμού που έχει πια κοπάσει, δεν συμβαίνει το ίδιο και με ένα νέο κύμα, που βρίσκεται ήδη εντός των τειχών. Μη-κυβερητικές οργανώσεις , όπως το Κέντρο για τη Δημοκρατία και τη Συμφιλίωση στη Ν.Α. Ευρώπη (CDRSE)που στελεχώνεται από επιχειρηματίες αλλά και ακαδημαϊκές προσωπικότητες, προωθούν ένα (νεο) ρεβιζιονιστικό μοντέλλο μιας “συναινετικής” θεώρησης της Ιστορίας. Δραστηριότητα, η οποία έχει ήδη και θεσμικά καταστήσει αισθητή την παρουσία της και σε σχολικά εγχειρίδια της Ιστορίας, που επιβλήθηκαν με την έγκριση του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και την ανοχή του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας.
Συνένοχοι και αδαείς, οι μοιραίοι που “βλάπτουν εξ ίσου την Αποικίαν”

Thursday, February 8, 2007

Το τρεμοφέγγισμα του Διαφορετικού

«Συμβαίνει κάποτε, στο διάβα της ζωής μας, να αισθανθούμε πως τρεμοφέγγει, υπαινικτικά και για μια φευγαλέα στιγμή, εμπρός στα μάτια μας η οπτασία του Διαφορετικού». Σε έναν ιδιότυπο στοχαστή του ρωσικού χώρου, τον Alexandr Zinoviev (που συντάχθηκε με τους αντιφρονούντες επί Χρουστσόφ και Μπρέζνιέφ, για να καταλήξει, λίγο πριν από το θάνατό του, πέρσι τον Μάιο, υμνητής του Στάλιν και υπερασπιστής του Μιλόσεβιτς), ανήκει η πατρότητα για την παραπάνω απόφανση. Αποστροφή που ίσως φαντάζει αφηρημένη και δυσνόητη, αν δεν συμβεί βέβαια να βιώσει κανείς ο ίδιος εκείνην «τη φευγαλέα στιγμή». Επειδή λοιπόν η «οπτασία του Διαφορετικού» τρεμόφεξε για λίγο, προχθές Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου, εμπρός και στα δικά μου μάτια, θα αναφερθώ σήμερα στην προσωπική μου αυτή στιγμή για να αποδώσω και δίκαιο στον Ρώσο στοχαστή που, τελικά, δεν ήταν διόλου παραδοξολόγος.

Το σκηνικό, όπου ξετυλίχθηκε η προσωπική μου αυτή (αν μου επιτραπεί ο όρος) «αποκάλυψη», ήταν στο φουαγέ του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού στη Θεσσαλονίκη, όπου θα γινόταν η παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Καραμπελιά «1204. Η διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού». Ενός πονήματος, η κυριότερη αρετή του οποίου είναι συνάμα και εκείνη που θα προκαλούσε και την καταδίκη τού συγγραφέα στα ακαδημαϊκά Τάρταρα, αν επιχειρούσε να το υποβάλει στην κρίση της γενικής συνέλευσης κάποιου ΑΕΙ, διεκδικώντας την εκλογή σε μια ακαδημαϊκή βαθμίδα. Το έργο αυτό, με άλλα λόγια, δεν διαθέτει την «ακαδημαϊκή» (ψευδο)πατίνα, που δεν είναι άλλη από τη στεγνή και ανιαρή αφήγηση, τη δουλική προσήλωση στις παραπομπές και, κυρίως, τη συνειδητή προσπάθεια του συντάκτη να μην αφήσει να αποκαλυφθεί το παραμικρό από τη δική του ιδεολογική ταυτότητα στο κείμενό του. Το έργο του Γ. Καραμπελιά, αντίθετα, χαρακτηρίζεται από μια ζωντανή και ρέουσα αφήγηση, έναν υπομνηματισμό που δεν «σνομπάρει» τα «μη ακαδημαϊκά» δημοσιεύματα, αλλά, κυρίως, από μια ρητή και χωρίς επιφυλάξεις αποκάλυψη της ιδεολογικής ταυτότητας του συγγραφέα μέσα από το κείμενό του. Ο Γ. Καραμπελιάς ανήκει στη μερίδα εκείνην της σύγχρονης νεοελληνικής μας διανόησης που εντοπίζει τις απαρχές της διαμόρφωσης του Νέου Ελληνισμού στους βυζαντινούς χρόνους, με λυκαυγές το 1204, την κατάληψη της Πόλης από τους Φράγκους Σταυροφόρους.

Η αποκάλυψη του Διαφορετικού άρχισε να ξετυλίγεται μπροστά μου, μόλις διάβηκα το κατώφλι του Μουσείου, όπου συνάντησα ένα κατάμεστο φουαγέ. Λόγω της μεγάλης προσέλευσης κοινού, η παρουσίαση δεν έγινε τελικά στο μικρό αμφιθέατρο του μουσείο (χωρητικότητας 75 ατόμων), αλλά στο φουαγέ, όπου στριμώχθηκε, καθιστοί και όρθιοι, ένα ακροατήριο πεντακοσίων περίπου ατόμων. Γεγονός που μου έκανε μιαν ακόμη πιο έντονη εντύπωση, αφού μόλις είχα εγκαταλείψει το γραφείο μου σε ένα πανεπιστήμιο θεόκλειστο, με κατεβασμένα τα ρολά στη διοίκηση, με αίθουσες διδασκαλίας άδειες, με τα κουρέλια από τις αφίσες και τα πλακάτ στους τοίχους και τις ίδιες θλιβερές φιγούρες να σπαταλούν τις ώρες τους, καθισμένοι στις ίδιες σκοτεινές γωνιές, σαν τους καλόγερους στα μεσαιωνικά μοναστήρια. Η αποκάλυψη για μένα ήταν ότι τότε, μονομιάς, βρέθηκα από τη μουγγή και σκοτεινή ατμόσφαιρα του νεκροταφείου στα φώτα της πολύβουης και ζωντανής αγοράς.

Αποκάλυψη για μένα ήταν επίσης το ζωντανό ενδιαφέρον με το οποίο παρακολουθούσε το κοινό τούς ομιλητές στο πάνελ. Τελικά, αποκαλύφθηκε και στα δικά μου μάτια η οπτασία του Διαφορετικού: ο Γ. Καραμπελιάς άγγιξε με το βιβλίο του τον παλμό του ζωντανού κοινωνικού μας περίγυρου. Εγχείρημα ακατόρθωτο, αν θα το ξεκινούσε κανείς από τα ακαδημαϊκά μετερίζια, όπως αποδεικνύεται από τη ρεαλιστική πραγματικότητα.

Ο ακαδημαϊκός μικρόκοσμος, το έχουμε ξαναγράψει, αποτελεί στις μέρες μας μια περιφραγμένη από την τρέχουσα πραγματικότητα γωνιά, όπου πραγματώνεται, κάθε μέρα όλο και περισσότερο, μια πανάρχαιη ιστορική εμπειρία: ότι οι θεσμοί, όπως και ο ανθρώπινος βίος, υπόκεινται στη φθορά του χρόνου και ότι μετά την αλκή της νιότης επέρχεται, αναπόδραστα, η παρακμή των γηρατειών.

Το Πανεπιστήμιο σήμερα βρίσκεται στη γωνιά του απόμαχου της ζωής, περιμένοντας το Μοιραίο. Στιγμή, την έλευση της οποίας θα επισπεύσουν οι αιρετοί μας άρχοντες με την πολιτεία τους, αλλά και οι εντός των τειχών ακαδημαϊκοί θεματοφύλακες, που εξακολουθούν μακάριοι να εφησυχάζουν μέσα στο γυάλινο πύργο τους.


http://malingoudis.blogspot.com/


ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 08/02/2007