Wednesday, March 31, 2010

Περί ετεροτοπίας συνέχεια

Κατέβηκε,λένε, κάποτε ο Παντοδύναμος στη γή, σε μια . χώρα-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπου η τυφλή συντεχνιακή ιδιοτέλεια υπερισχύει ακόμα και εκείνου του κοινού κοινωνικού συμφέροντος. Ζήτησε τότε να φέρουν ενώπιόν του έναν από τους κατοίκους της χώρας αυτής, τον οποίον και ρώτησε, ποια θα ήταν η μεγαλύτερη χάρη που θα ζητούσε ο ίδιος από το Θεό. Χωρίς να διστάσει τότε ο Ρωμιός εκείνος του απάντησε: «να ψοφήσει η γίδα του γείτονα»...
Μια αυθεντική λαϊκή παράδοση, η οποία ίσως αδικεί την άδολη φιλοπατρία πολλών ξενιτεμένων Ρωμιών που αναδείχθηκαν στο παρελθόν σε εθνικούς ευεργέτες ή κάποιων μεταναστών τρίτης γενιάς σε μακρινές χώρες σήμερα, που διατηρούν ακόμα ρομαντικά αισθήματα φιλαλληλίας για τους ομογενείς τους στη γενέτειρα των προγόνων τους. Παράδοση, ωστόσο, η οποία αντικατοπτρίζει πιστά τη διαχρονική νοοτροπία του Νεοέλληνα. ‘Ετσι (για να επανέλθω στα περί ετεροτοπίας του προ-προηγούμενου σημειώματος) αν το στοιχείο της αντιπαλότητας είναι εκείνο που προσδιορίζει τη σχέση των διαφόρων ομάδων (των «ετεροτοπιών») μεταξύ τους, προσδίδοντας στη νεοελληνική κοινωνία έναν αναχρονιστικά πρωτόγονο χαρακτήρα, είναι το στοιχείο του φθόνου εκείνο, το οποίο κυρίαρχα καθορίζει τις διαπροσωπικές σχέσεις και τη , μεσογειακή, συμπεριφορά και νοοτροπία όλων ημών των σημερινών Νεο-ελλαδιτών.
Ο περιορισμένος χώρος του σημειώματος αυτού δεν επιτρέπει εδώ παρά την παράθεση ενός δείγματος του εγωκεντρισμού, στοιχείου που, διυποκειμενικά, χαρακτηρίζει την κοινωνική συμπεριφορά των νεο-ελλαδιτών. Μελετώντας κανείς τον κώδικα προφορικής επικοινωνίας, τη νεοελληνική γλώσσα ( μια αντικειμενική κατηγορία, όπoυ αντανακλώνται οι ανθρώπινες σχέσεις) διαπιστώνει ότι περιλαμβάνει λέξεις, το σημασιολογικό περιεχόμενο tvν οποίων μόνο περιφραστικά θα μπορούσε να αποδοθεί σε μια οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή διάλεκτο. Η λέξη «ρουσφέτι», για παράδειγμα (αμετάφραστη μονολεκτικά σε μια ευρωπαϊκή γλώσσα) που σημαίνει την αμφίδρομη σχέση εξάρτησης πολιτικού και ψηφοφόρου, χαρακτηρίζει μια σχέση-κλειδί στη λειτουργία του πελατειακού συστήματος μιας κοινωνίας, όπου η παροχή ίσων ευκαιριών και η αξιοκρατία δεν αποτελούν παρά κενές επικlήσεις στα πλαίσια της προεκλογικής τελετουργίας. Με τη λέξη «ατσίδας» (το έτυμο της οποίας χάνεται στα σκοτάδια των χρόνων της Τουρκοκρατίας) χαρακτηρίζουμε εμείς οι Νεοέλληνες, το άτομο εκείνο που, χωρίς ιδιαίτερη προσήλωση σε ηθικούς κανόνες, έχει αναρριχηθεί στα ύψη της κοινωνικής κλίμακας.
Από την άλλη πλευρά, τις έννοιες εκείνες που εκφράζονται μονολεκτικά σε μια κοινωνία, όπου ο σεβασμός στα δικαιώματα του πλησίον αποτελεί αυτονόητο κανόνα καθημερινής συμπεριφοράς δεν μπορεί η Κοινή νεοελληνική μας γλώσσα να αποδώσει παρά περιφραστικά. Τη γερμανική λέξη, για παράδειγμα,Ruecksicht (αλλά και την ταυτόσημη τσεχική ohled) που σημαίνει : «να μην γυρίζει κανείς την πλάτη του στον διπλανό του, αλλά να βλέπει και να σέβεται τα δικαιώματά του» αδυνατούμε εμείς οι Νεοέλληνες να αποδώσουμε μονολεκτικά...
Η κυρίαρχη θέση του φαινομένου της ετεροτοπίας στο δημόσιο βίο της χώρας μας αντανακλάται κατ’εξοχήν και στους οργανωμένους πολιτικούς σχηματισμούς, στα κόμματα. Γεννημένα από τα σπλάγχνα μιας κοινωνίας κατακερματισμένης σε ετεροτοπίες, ομάδες που αδιαφορούν η μια για την τύχη της άλλης, τα σημερινά πολιτικά κόμματα δεν θα μπορούσαν να έχουν άλλη ύψιστη αρχή, από εκείνην της κατά περίστασιν θωπείας μιας από τις παραπάνω ομάδες.
Κανόνας από τον οποίο δεν εξαιρείται ούτε το κόμμα εκείνο, που, θεωρητικά, ταυτίζεται με τους «κοινωνικούς αγώνες» μιας και μόνον τάξης , του λεγόμενου προλεταριάτου...
(έπεται συνέχεια)

Wednesday, March 24, 2010

Attn.: Readers from British Columbia Canada only

Αν το επιθυμείτε, μπορείτε μέσω του e-mail μου (victor@the.forthnet.gr) να μου δώσετε
διευθύνσεις για να σας στείλω (χωρις, εννοείται, κάποια υποχρεώση του παραλήπτη)
δημοσιe;yματα και βιβλία μου.

Wednesday, March 17, 2010

Περί Tευτονικής υπεροψίας

Στο πρώτο μέρος του "Φάουστ", στη σκηνή έξω από την πύλη, παρουσιάζει ο Γκέτε τους "κάθε λογής" περιπατητές να εκθέτουν ο καθένας τη δική του άποψη για τη γενικότερη κατάσταση της εποχής τους. Mάστορες, καμαριέρες, σπουδαστές, στρατιώτες και άλλοι, συνθέτουν με τους σύντομους μονολόγους τους ένα πολυποίκιλο μωσαϊκό: "τη φωνή του λαού", όπως θα την ονομάσει με μιαν αδιόρατη ειρωνεία αυτός ο ποιητής-άρχοντας.
Aπό την πολύχρωμη αυτή παλέτα δεν λείπει και ο εκπρόσωπος της μεσαίας αστικής τάξης, που με τη δήλωσή του προσθέτει ένα χαρακτηριστικό δείγμα νοοτροπίας της κοινωνικής αυτής κατηγορίας: "Δεν υπάρχει για 'μένα", λέει, "καλύτερη απασχόληση για τις Kυριακές και τις γιορτές από μια κουβέντα γύρω από τον πόλεμο και τις πολεμικές ιαχές, όταν μακριά, στα βάθη της Tουρκίας, οι λαοί αλληλοσφάζονται".
Κατά τους δυο γεμάτους αιώνες που ακολούθησαν ( ναι, κυριολεκτικά μέχρι τις μέρες μας) το πνεύμα αυτού του μεγαλοαστού βρυκολάκιασε διαχρονικά στο δημόσιο βίο της πατρίδας του Γκέτε καθ’όλη τη διάρκεια των καθεστωτικών φάσεων της ως κρατικού μορφώματος. Μετά την συνένωση την γερμανικών κρατιδίων το 1871 από τον Βίσμαρκ και τη δημιουργία του επονομαζόμενου “Β’ Ρά¨ιχ” ο γερμανός μεγαλοαστός δεν περιορίζεται μόνον να παρακολουθεί απλώς μέσα από την θαλπωρή της ιδιοκτησίας του από την εφημερίδα του τις περιπέτειες των "εξωτικών" λαών στη μακρινή Aνατολή, αλλά σκαρφίζεται και τις λύσεις για τα προβλήματα των ιθαγενών.. Ως μεγαλομέτοχος πλέον της πολεμικής βιομηχανίας της χώρας του θα μεριμνήσει για το αυγάτισμα, τη συσσώρευση του κεφαλαίου του που προέρχεται από την αφαίμαξη του υπερπροϊόντος των “ανώριμων” λαών μέσω των εξαγωγών ολοένα και πιο εξελιγμένων φονικών συστημάτων.
Ο ήρωάς μας πλέον ανήκει στην τάξη των Kriegsgewinnler ( τεχνικός όρος που αποδίδει, με τη θαυμαστή επάρκεια της γερμανικής γλώσσας, τον κερδοσκόπο που επενδύει στον πόλεμο) που είναι και οι αφανείς πρωταγωνιστές των δυο παγκοσμίων πολέμων. Μια στάση ζωής που τη συνοδεύει η διαχρονική υπεροψία που θα αποτελέσει και το φυτώριο για το καθεστώς εκείνο, το “Γ’ Ράϊχ “ που θα εφαρμόσει με τη στυγερή του πράξη τις δικές του "τελικές λύσεις" στους "κατώτερους λαούς" της Eυρώπης...
Η τευτονική υπεροψία απέναντι στην χρεωκοπημένη σημερινή Ελλάδα που εκφράζεται τόσο από τα γερμανικά Μ.Ε. όσο και από την άρνηση της επίσημης Γερμανίας να συνδράμει οικονομικά τον “άφρονα” εταίρο της βρίσκονται και σήμερα στην πρώτη θέση της επικαιρότητας. ΄Ενα δεδομένο που οδηγεί τον “κοιν’ο” συμπολίτη μας στο καταθλιπτικό ερώτημα πότε βρισκόμασταν σε χειρότερη θέση ως κοινωνικό σύνολο: στους χρόνους της γερμανικής κατοχής της πατρίδος μας, όταν εκχωρήθηκε, με τη γνωστή μεθόδευση, στο γερμανικό “Γ’ Ράίχ” το “δάνειο” ή σήμερα που, όντας με το υστέρημα του εθνικού μας υπερπροϊόντος από τους καλύτερους πελάτες της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας, βιώνουμε τον απροκάλυπτο εκβιασμό των πολεμικών βαρόνων στη χώρα της κ. Μέρκελ για να παραμείνουμε προσδεδεμένοι ως οικονομικοί είλωτες της πολεμικής της βιομηχανίας.
Ερώτημα ωστόσο, το οποίο (όπως θα διαπιστώσει κανείς από τα δημοσιεύματα στον γερμανικό τύπο) δεν απασχολεί μόνον τον κοινό συνέλληνα, αλλά και την προοδευτική διανόηση στη σημερινή Γερμανία. Είναι αυτή η “άλλη” Γερμανία που είχα την καλή τύχη να γνωρίσω στα χρόνια της νιότης και των σπουδών μου εκεί. Είναι η Γερμανία των ποιητών και των στοχαστών που, για καλή μας τύχη, δεν έχει εξαφανισθεί από τη βαρβαρότητα των ημερών μας.

Wednesday, March 3, 2010

Ένα ελληνικό κοινωνικό φαινόμενο: η Ετεροτοπία

Η . οπωσδήποτε αρνητική, δημοσιότητα , που συνοδεύει σε διεθνές επίπεδο, τη χώρα μας σήμερα, οι δυσοίωνες προοπτικές που προδιαγράφονται, (ουσιαστικά: η χρεοκοπία μας ως κράτος, που δεν έχουμε ακόμα αντιληφθεί πλήρως), αλλά (το χειρότερο), η αυτοκαταστροφική μας συλλογική εμμονή να αναζητούμε τη ρίζα της κακοδαιμονίας μας σε κάποιες φαντασιακές και υπερβατικές κατηγορίες, ( όπως την «ανθελληνική συνωμοσία» ή το «διεθνές κεφάλαιο») είναι οι παράγοντες εκείνοι που υπαγορεύουν τις απαισιόδοξες διαθέσεις με τις οποίες συντάσσεται του σημερινό μου σημειώμα. Υπό το κράτος λοιπόν της αμηχανίας που διακατέχει τον «κοινό» συνέλληνα θα πασχίσω να αναζητήσω την αιτία της κρίσης όχι σε κάποιους εξωγενείς παράγοντες, αλλά σ’αυτήν την ίδια την ιστορική μας περιπέτεια ως κοινωνικού συνόλου.
Η πατρίδα μας συνιστά, ως πολιτειακή πραγματικότητα, μιαν αποκλειστικότητα, διότι- μόνη αυτή στη σημερινή Ευρώπη- παρουσιάζει το φαινόμενο του συνταγματικού συγκρητισμού , της επιβίωσης δηλαδή αρχέγονων στοιχείων εθιμικού δικαίου, τα οποία, στην καθημερινή πράξη, υπερισχύουν πολλές φορές και αυτών ακόμα των προσδιορισμένων από το γραπτό Σύνταγμα θεσμών. ΄Ετσι ο θρησκειολογικός όρος «συγκρητισμός» περιγράφει πληρέστερα την πραγματικότητα που χαρακτηρίζει το δημόσιο βίο της σημερινής Ελλάδος. Ενός , τυπικά, κράτους-μέλους της Ε.Ε., το οποίο, αν και δανείστηκε από τη Δύση τους πολιτειακούς θεσμούς του σύγχρονου κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, εξακολουθεί να διατηρεί στη συλλογική νοοτροπία των υπηκόων του έθιμα και πρακτικές από το μεσαιωνικό παρελθόν της χώρας αλλά και από τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, Χαρακτηριστική είναι εδώ η στάση τόσο κάποιων από τους κατά καιρούς αιρετούς άρχοντες όσο και συλλογικών φορέων εκπροσώπησης, οι οποίοι, σε στιγμές από τις συνήθεις εσωτερικές μας κρίσεις, διατείνονται ότι «πάνω από τους (συνταγματικούς ) θεσμούς παραμένει η βούληση του λαού».
Παρακάμπτοντας όμως τις ιστορικές αιτίες του φαινομένου, αξίζει ( τώρα ιδιαίτερα με την εθνική μας αυτοκαταστροφή που επίκειται από το ξέσπασμα των «ταξικών» αγώνων που θα προκαλέσουν τα οργανωμένα συνδικάτα)να αναλογιστούμε τις συνέπειες που επίκεινται.
Η εικόνα , την οποία παρουσιάζει η σημερινή Ελλάδα σε κάθε αμέτοχο ξένο παρατηρητή είναι εκείνη μιας κοινωνίας κατακερματισμένης σε ένα πλήθος από ομάδες, οι οποίες, αν δεν αλληλοσπαράσσονται, αδιαφορούν η μια για την τύχη της άλλης. Φαινόμενο, το οποίο αδυνατεί να προσεγγίσει κανείς με τις συμβατικές μεθόδους κοινωνικής έρευνας, αλλά και με την οποιανδήποτε παραλλαγή νεοεγελιανής (κοινώς: «μαρξιστικός»0 θεώρησης περί ταξικης αντίθεσης.
Οι σημερινοί υπήκοοι της χώρας-μέλους της Ε.Ε. αποτελούν μια συμπαγή εθνογλωσσική ενότητα με κοινές, μακραίωνες ιστορικές εμπειρίες και κοινό ένδοξο παρελθόν, κοινή γλώσσα και θρησκεία. Στους κόλπους όμως της ελληνικής κοινωνίας συνυπάρχουν απλώς – χωρίς τον (αυτονόητο για μια σύγχρονη πολιτισμένη κοινωνία) συνεκτικό ιστό της έμπρακτης και ενσυνείδητης κοινωνικής αλληλεγγύης- εσωστρεφείς και περιχαρακωμένες μέσα στην ιδιοτέλειά τους, οι παραπάνω ομάδες.
΄Ενα αξιοπερίεργο απολίθωμα για τους Ευρωπαίους εταίρους, αλλά αδηφάγο καρκίνωμα για το κοινωνικό μωσαϊκό της σημερινής Ελλάδος, το αναχρονιστικό αυτό φαινόμενο της επιβίωσης του βυζαντινού σωματείου (κλειστής επαγγελματικής συντεχνίας) και του esnaf της Τουρκοκρατίας, η κάθε ομάδα αποτελεί έναν κλειστό μικρόκοσμο που αυτοπροσδιορίζεται σε αντιδιαστολή με όλες τις υπόλοιπες. Μια νησίδα απομονωμένη, όπ0υ δεν ισχύουν ο κοινωνικός συμβιβασμός και η αλληλεγγύη, ο χώρος αυτός αποτελεί, σύμφωνα με τον προσφυή χαρακτηρισμό του Μ. Φουκώ , την ετεροτοπία. ΄Εναν κόσμο «έτερο» (mundus idem et alter) στο χώρο ενός δεδομένου ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.
Με τις ετεροτοπίες θα ασχοληθούμε και στο επόμενο σημείωμα, όταν πλέον θα έχουν εξαγγελθεί τα κυβερνητικά μέτρα που, οπωσδήποτε, θα αφυπνίσουν την ιδιοτέλεια της μιας ή της άλλης κλειστής ομάδας....