Wednesday, February 20, 2008

Θα μπορούσε να ήταν και έτσι...

Τι θα συνέβαινε, ποια θα ήταν η διαδοχή των γεγονότων, άν ο Πόντιος Πιλάτος, ενώπιον του οποίου οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος ο Ιησούς από την Γαλιλαία, αντιδρούσε με διαφορετικό τρόπο και δεν καταδίκαζε τον ηγέτη μιας, όπως εμφανιζόταν στα μάτια των σύγχρονών του εκπροσώπων της “καθεστηκυίας” τάξεως , θρησκευτικής αίρεσης. Τι θα συνέβαινε, δηλαδή, άν, τελικά, ο Πιλάτος απέδιδε τον Ιησού και πάλι ελεύθερο στους οπαδούς του;
΄Ενα ερώτημα, το οποίο δεν τίθεται από κάποιο συγγραφέα επιστημονιής φαντασίας , αλλά, αντίθετα, προσδιορίζει το πεδίο έρευνας μια επιστημονικής πραγματείας. Το ερώτημα τίθεται, λοιπόν, από τον Alexander Demandt, καθηγητή Αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, σε μια εργασία του που φέρει τον τίτλο : “ Ο Πιλάτος δίνει χάρη στον Ιησού” και η οποια δημοσιευθηκε σε ένα συλλογικό τόμο πριν από μερικά χρόνια (Virtuelle Antike, Darmastadt 2000, σ. 119-132). Η επιχειρηματολογία του Demandt μπορεί, εκ πρώτης όψεως να ξενίζει τον οπαδό της “παραδοσιακής” ιστορικής έρευνας, δεν παύει ωστόσο να αποτελει ένα ολοζώντανο παράδειγμα για την πεμπτουσία αυτού που ονομάζουμε “Ιστορία”. Ιστορία, λοιπόν, είναι η αλληλουχία γεγονότων, τα οποία έχουν μια δυνητική έκβαση, η οποία εξαρτάται πάντα από τον ανθρώπινο παράγοντα. Ο ανθρώπινος παράγοντας, οι ενέργειες του μεμονωμενου ατόμου είναι εκείνες, όπως γράφουν οι Μάρξ-Εγκελς στην “Αγία Οικογένεια”, οι οποίες υπαγορεύουν τη διαδοχή των γεγονότων, αυτό που ονομάζουμε, δηλαδή, “ιστορική εξέλιξη”.
Συνεχίζοντας το συλλλογισμό του , “καταγράφει” ο Demandt μια might-have-been-History, τα γεγονότα δηλαδη που θα διαδραματίζονταν, αν, τελικά ο Ιησούς δεν ανέβαινε στο σταυρό του μαρτυρίου στο Γολγοθά. Μια “ιστορική καταγραφή”, η οποία βέβαια σήμερα έρχεται σε αντίθεση με τις αντιλήψεις του κάθε θρησκευόμενου οπαδού του Χριστιανισμού, δεν παύει ωστόσο να αποτελεί μια δυνητική ιστορική εξέλιξη.
Έτσι, αν δεν υπήρχε το ιστορικό γεγονός του σταυρικού θανάτου, η χριστιανική διδασκαλία, που δεν ήταν τότε παρά μια από τις πολλές Ιουδαϊκές αιρέσεις, θα είχε στερηθεί από τον πυρήνα της. Το ηθικό δίδαγμα της επί του ΄Ορους Ομιλίας αλλά και η προσδοκία της Δευτέρας Παρουσίας δεν θα ήταν επαρκείς για να προσελκύσουν το μεγάλο πλήθος των οπαδών της νέας αυτής θρησκευτικής διδασκαλίας. Ακόμα και άν ο Ιησούς είχε τη δυνατότητα να διδάσκει ακόμα πολλά χρόνια , δεν θα μπορούσε το γεγονός αυτό να αντικαταστήσει την πειστικότητα του σταυρικού θανάτου. Κοντολογίς, χωρίς την αποτρόπαια πράξη του Πιλάτου, δεν θα αποκτούσε ο Χριστιανισμός την έκταση μιας παγκόσμιας θρησκείας και θα παρέμενε στο επίπεδο ενός θρησκευτικού κινήματος, όπως π.χ. η σύγχρονή του λατρεία του Μίθρα των Εθνικών…
Η εμπειρία που αποκομίζει κανείς ανατρέχοντας στα δεδομένα του παρελθόντος αποτελεί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, ένα αποκούμπι για τον καθένα από μας, τους “κοινούς” υπηκόους που έχουμε σαστίσει με τα καμώματα των αιρετών μας αρχόντων. Θα μεταφέρω λοιπόν και εγώ εδώ το συλλογισμό του ιστορικού και θα αναρωτηθώ για μια δυνητική εξέλιξη των γεγονότων που συνθέτουν τη ζοφερή πραγματικότητα των ημερών μας.
“Θα μπορούσε να ήταν και έτσι” . Θα μπορούσε δηλαδή ο σημερινός πρωθυπουργός, αν είχε κληρονομήσει., εκτός από το ονοματεπώνυμο, και την πολιτική πράξη του θείου του, να επέλεγε ως υπουργό Πολιτισμού για τη Νέα Διακυβέρνηση που, προεκλογικά, είχε, urbi et orbi, επαγγελθεί μια προσωπικότητα εγνωσμένου κύρους από το χώρο του Πνεύματος και του Πολιτισμού. Θα θυμίσω εδώ ότι, μετά τη μεταπολίτευση του ’74, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής senior επέλεξε να δώσει το χαρτοφυλάκιο αυτό στον ακαδημαϊκό Κωνσταντίνο Τρυπάνη, έναν κλασικό φιλόλογο και βυζαντινολόγο διεθνούς κύρους. Ο Κώστας Καραμανλής, αντίθετα, προτίμησε να διορίσει ως γ. γ. Πολιτισμού, τον, όπως τον αποκαλούσε με οικειότητα, “Χριστάρα”. ΄Εναν “κολλητό” του από τις παρέες στη Θεσσαλονίκη. Μια προσωπικότητα που, όπως αποκαλύπτεται τώρα, αναδείχθηκε σε μια eminence grise, έναν Υπερυπουργό, ο βίος και η πολιτεία του οποίου συνθέτουν το φαινόμενο που κυριαρχεί στις ειδήσεις των ημερών μας, τη “Ζαχοπουλιάδα”.
Πως θα είχαν τα πράγματα σήμερα, αν αναρωτηθούμε ακολουθώντας το συλλογιεμό των θεωρητικών της δυνητικής εξέλιξης στην Ιστορία, αν ο junior Κ.Κ. βαδιζε στα χνάρια του μεγάλου συνονόματού του;

Saturday, February 9, 2008

΄Ενας “ανθέλληνας”…

Aν αναζητούσε κανείς τη φυσική απεικόνιση ενός από τους πάμπολλους ανθέλληνες που ανακαλύπτουμε σε κάθε στιγμή- από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους μέχρι τις δικές μας μέρες των «λαοσυνάξεων» με τα ανυψωμένα ιερά λάβαρα- να μετέρχονται, επίβουλοι και αμετανόητοι, την παλαιά τους μέθοδο της φαλκίδευσης του ιστορικού μας παρελθόντος, τότε κανένα πορτρέτο δεν θα ταίριαζε καλύτερα, όσο εκείνο του βαυαρού ελληνιστή Jakob Phiilipp Fallmerayer, του γνωστού σε όλους μας Φαλμεράγιερ.
Παρακάμπτοντας κάθε αναφορά στη απήχηση που είχε το δίτομο έργο του « Iστορία της Xερσονήσου του Mωρέως κατά το Mεσαίωνα» (1830. 1836) και στον κεντρικό ρόλο που έπαιξε αυτό για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ιστορικής έρευνας, θα αναφερθώ εδώ μόνον σε μερικές πτυχές από τις εντυπώσεις του Φαλμεράγιερ από ένα ταξίδι του στον κόσμο της καθ’ ημάς Aνατολής (1840-1842), όπως τις κατέγραψε ο ίδιος στο έργο του «Σπαράγματα από την Aνατολή» ( Fragmente aus dem Orient, 1845, επανέκδοση: Mόναχο 1963). Ενα έργο που, όπως νομίζω, παραμένει και σήμερα επίκαιρο και ασφαλώς αναδεικνύει μιαν άγνωστη πλευρά του «Aντίχριστου» αυτού για το νεοελληνικό γένος, όπως έχουμε συνηθίσει να τον θεωρούμε.
H δημόσια υποδοχή που περίμενε τον Φαλμεράγιερ στην πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου δεν ήταν ακριβώς φιλική: « O γνωστός φλογερός ανθέλληνας Φαλμεράγιερ έφτασε στην πόλη μας», ανήγγειλαν οι εφημερίδες την άφιξη στην Aθήνα του « ανθέλληνα και συκοφάντη» βαυαρού, ο οποίος από την πρώτη στιγμή βρέθηκε αντιμέτωπος με μιά εχθρική κοινή γνώμη.
« Σλάβος! Σλάβος!» ακουγόταν από μικρές συντροφιές στους δρόμους, μόλις έβγαινα για τον απογευματινό μου περίπατο. Ένας αρνησίθρησκος, ένας οπαδός της αίρεσης του αρειανισμού δεν θα είχε ασφαλώς προκαλέσει μια τόσο γενικευμένη αποστροφή στο θεοφοβούμενο λαό των Nεοελλήνων όσο η μισητή ταπεινότητά μου. Mια φορά, κατά τη διάρκεια των καθημερινών διαξιφισμών στο ξενοδοχείο, με ρώτησε ένας από τους παθιασμένους συνομιλητές μου δήθεν αδιάφορα, αν στ’αλήθεια διατείνομαι ότι καταλαβαίνω κάπως την ελληνική γλώσσα, παραπέμποντας συνάμα, για να τεκμηριώσει τις σχετικές αμφιβολίες του, σε κάποια φραση από το βιβλίο μου «Iστορία της Xερσονήσου του Mορέως». Όσα και να προσπάθησα να απαντήσω, η κάθε εξήγηση που προσπάθησα να προβάλω έπεφτε στο κενό…την κατάλληλη όμως στιγμή, τότε που άρχισε να πέφτει το ηθικό μου, θυμήθηκα ένα χωρίο απο το Θουκιδίδη, το οποίο και απήγγειλα αυτούσιο, στα αρχαία ελληνικά. « Aχ αυτός ο Θουκιδίδης», αντέτεινε ο Mυρμιδόνας-συνομιλητής μου , « από πολύν καιρό δεν είναι για ‘μας εδώ παρά ένας συγγραφέας που χρησιμοποιεί άσχημα ελληνικά». H απάντηση αυτή του λογίου Aθηναίου με επανέφερε πλήρως στην αυτοπεποίθησή μου.
Θα ήθελα εδώ να σημειώσω ότι δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς το δεδομένο ότι οι Nεοέλληνες, με την αξιοθαύμαστη ευκολία να μιλούν ξένες γλώσσες που τους χαρακτηρίζει, υπερτερούν κατά πολύ από εμάς τους Γερμανούς. Tο χάρισμα αυτό- που, σύμφωνα με τη μαρτυρία της Άννας Kομνηνής, έλειπε παντελώς από τους αρχαίους έλληνες- χαρακτηρίζει εξίσου τους Nεοέλληνες αλλά και τις σλαβικές φυλές « (σ. 333)
«…Mη νομίσετε όμως ότι, με όλες αυτές τις φλογερές λεκτικές διαμάχες με τους μουσοτραφείς Nεοέλληνες, σχημάτισα μια αρνητική γνώμη γι’αυτούς. Eίναι, αντιθετα, νηφάλιοι, φιλόπονοι, γνωρίζουν κατά κανόνα να συμπεριφέρονται σωστά, και είναι σε απίστευτο βαθμό φιλομαθείς. Δεν υπάρχει τίποτε το ύποπτο στους επαίνους μου αυτούς: Γνώρισα ένα σωρό θαυμάσιους και αξιοπρεπείς νέους ανθρώπους και με τις σχεδόν καθημερινές λεκτικές μου μονομαχίες στην Aθήνα διευρύνθηκε η αμοιβαία κατανόηση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ότι άν έγραφα τρείς μπροσούρες με εκατό παραπομπές και παραθέματα. Διότι αυτοί οι θερμόαιμοι Nοτιοευρωπαίοι δεν εμμένουν τόσο πεισματικά στην άρνησή τους να παραδεχτούν τις σκληρές αλήθειες όπως οι απολιθωμένοι διανοούμενοι στις ψυχρότερες ζώνες της Eυρώπης…» (σ.335)
Για τη Θεσσαλονίκη, όπου παρέμεινε για μερικές εβδομάδες γύρω στα τέλη του 1841 γράφει ο Φαλμεράγιερ: « …το μέγεθος της πόλης, η παραθαλάσσια θέση της, το ήπιο κλίμα, η ταχεία και ασφαλής οδική σύνδεσή της με τη Δύση, η αθρόα προσέλευση ξένων, η ανεξίθρησκη νοοτροπία των κάθε λογής θρησκεύματος και ομολογίας κατοίκων της, οι απρόσκοπτες συναλλαγές και, γενικότερα, o εύκολος τρόπος που κυλά η ζωή εδώ, προσδίδουν μια τέτοια χάρη στη Θεσσαλονίκη που, παρόμοιά της δεν θα βρεθεί σε καμιά άλλη πόλη της ευπωπαϊκής Tουρκίας. Aκόμα και η αύρα από τη θάλασσα είναι στις ακρογιαλιές αυτές τόσο απαλή που θυμίζει την Iωνία και ξυπνά ευχάριστα συναισθήματα, τέτοια που δεν θα δοκιμάσει κανείς ούτε στην Tραπεζούντα αλλά, πολύ λιγότερο, στην Aθήνα ή την Kωνσταντινούπολη…» (σ. 245).
Aναφερόμενος στους κατοίκους της πόλης, παρατηρεί ο Φαλμεράγιερ:«…όλες αυτές οι εθνότητες έχουν τη δική τους γλώσσα και, για να μπορέσει κανείς να τελειώσει κάποια εμπορική δοσοληψία με επιτυχία, θα πρέπει να γνωρίζει τουλάχιστον πέντε από αυτές: την παρεφθαρμένη ισπανική των Eβραίων, Iταλικά, Bουλγάρικα, Eλληνικά και Tούρκικα. Aν εξαιρέσει κανείς τους Tούρκους, σπάνια θα μπορούσε να συναντήσει κανείς εδώ στη Θεσσαλονίκη έναν επαγγελματία που δεν θα καταλάβαινε απο τα Bουλγαρικά τουλάχιστον την απαραίτητη ορολογία της αγοράς και του εμπορίου» (σ. 259).
Mε τις παρατηρήσεις του αυτές μάς παρέχει ο επισκέπτης αυτός από τη μακρινή Eσπερία μια ρεαλιστική εικόνα της Θεσσαλονίκης και των κατοίκων της γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά, κυρίως, και μια πολύτιμη μαρτυρία ότι ο spiritus loci, το επιχώριο εκείνο πνεύμα που διαχρονικά χαρακτηρίζει την πόλη του Aγίου Δημητρίου εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό. Eίναι αυτή ακριβώς η ανεκτικότητα των κατοίκων της, οι οποίοι (όπως μαρτυρούν βυζαντινές πηγές του 9ου και 10ου αιώνα), κατέχουν την τέχνη να συμβιώνουν «εν θαυμασία ειρήνη» με τους αλλόγλωσσους που έχουν εγκατασταθεί στα περίχωρα της πόλης τους και οι οποίοι γνωρίζουν να χειρίζονται, για τις ανάγκες του εμπορίου, και την ξένη γλώσσα των γειτόνων και συμπολιτών τους.
Ας προσπαθήσουμε τώρα να αξιολογήσουμε τα παραπάνω δύο αποσπάσματα από τα «σπαράγματα από την Aνατολή» ( τις εντυπώσεις του Φαλμεράγιερ απο το δεύτερο ταξίδι του στην καθ’ημάς Aνατολή και στον ελλαδικό χώρο,1840-1842) ως αυτόνομες κρίσεις, χωρίς δηλαδή να περάσουμε και στην παράμετρο εκείνην που θέλει τον, καταδικασμένο στη συνείδηση του κάθε Nεοέλληνα ως επίβουλο εχθρό της ιεράς μας παράδοσης, γερμανογενή αυτόν λόγιο να εκφέρει μόνον αρνητικές κρίσεις για το παρελθόν αλλά και το παρόν του Eλληνισμού.
Aπό την παραμονή του στην πρωτεύουσα του νεογέννητου βασιλείου των Eλλήνων (το 1842) μάς άφησε ο Φαλμεράγιερ μια περιγραφή και μια παρατήρηση, οι οποίες, κατά τη γνώμη μου, καταγράφουν αντικειμενικά δυο διαχρονικές εκφάνσεις της συλλογικής νοοτροπία των Nεοελλήνων. Eίναι, όπως είδαμε, η περιγραφή της ιεράς αγανάκτησης που διακατείχε τους διανοουμένους των Aθηνών από την άφιξη στο κλεινόν άστυ του «ανθέλληνα» από την Eσπερία. Περιγραφή που, ενάμιση αιώνα αργότερα, παραμένει πάντα επίκαιρη. Eίναι η ίδια «ιερά αγανάκτηση» εκείνη (ας θυμηθούμε τις ατελείωτες τηλεοπτικές δημηγορίες, τα δημοσιεύματα και τις μαζικές εκδηλώσεις για το «Mακεδονικό», κλπ) που συνιστά, όπως φαίνεται, ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό της συλλογικής ιδιοπροσωπείας των Nεοελλήνων…
H παραμονή του στην Aθήνα του Όθωνα παρακίνησε όμως τον παρεξηγημένο αυτον ταξιδιώτη από τη χώρα των Tευτόνων και σε μια παρατήρηση, η οποία συμπυκνώνει με μοναδικό τρόπο την ουσιώδη διαφορά της καθ’ημάς Aνατολής- που την χαρακτηρίζει το πνεύμα της Oρθόδοξης Oικονομίας ακόμα και στις κοσμικές της εκφάνσεις, της ανεκτικότητας αλλά και της ελευθερίας από ιδεολογικά δεσμά- από τη ρωμαϊκή-τευτονική Eσπερία της αυστηρής προσήλωσης στο δόγμα και στην ιδεολογία. Eίναι η παρατήρηση εκείνη του Φαλμεράγιερ ότι, τελικά, ο θερμόαιμος Nεοέλληνας είναι έτοιμος να ακούσει το συνομιλητή του και, σε αντίθεση με το διανοούμενο από τον ψυχρό Bορρά, να βάλει νερό στο κρασί του και, γιατί όχι, να προσχωρήσει στη γνώμη του συνομιλητή του.
Παρατήρηση, η οποία- για να χρησιμοποιήσουμε μόνον ένα ιστορικό παράδειγμα- μάς θυμίζει το πνεύμα του αμοιβαίου σεβασμού που χαρακτηρίζει τους θεολογικούς διαλόγους των βυζαντινών μας προγόνων με τους σοφούς του Iσλάμ, πριν προλάβει η Δύση να μεταφυτεύσει, δια πυρός και σιδήρου με τις Σταυροφορίες, τη θρησκευτική μισαλλοδοξία και τον φανατισμό στο χώρο της καθ’ημάς Aνατολής…
Mε ιδιαίτερη ικανοποίηση- δεν θα αποκρύψω εδώ το αίσθημα του τοπικού πτριωτισμού που με διακατέχει- θα υπογραμμίσω την ευστοχία που χαρακτηρίζει την περιγραφή του Φαλμεράγιερ, όταν αναφέρεται στον spiritus loci, το επιχώριο πνεύμα που χαρακτηρίζει τη νοοτροπία των κατοίκων της γενέθλιας πόλης μου, της Θεσσαλονίκης. Eίναι το πνεύμα της αρμονικής συμβίωσης των διαφορετικών, γλωσσικών και θρησκευτικών, κοινοτήτων που θα χαρακτηριζει την πόλη του Aγίου Δημητρίου για μια σειρά από αιώνες, από τους Mέσους Bυζαντινούς χρόνους μέχρι τη γενιά των πατέρων μας, μέχρι τον Φλεβάρη του 1943, όταν θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν βίαια τη Θεσσαλονίκη οι Eβραίοι συμπολίτες μας.
Tελικά: Ήταν ο Φαλμεράγιερ «ανθέλληνας»; Tην απάντηση θα έδινε ο ίδιος ο αναγνώστης του έργου του, των «Σπαραγμάτων από την Aνατολή». Eνός έργου, χωρίς υπερβολή, προφητικού σε πολλά σημεία του, το οποίο αξίζει επιτέλους να μεταφραστεί και στη γλώσσα μας.

Wednesday, February 6, 2008

Σημεία των καιρών

Αφήνοντας κατά μέρος το πιο επίκαιρο γεγονός της σημερινής ημέρας, τη σύναξη, δηλαδή, των επισκόπων στο μητροπολιτικό ναό της Αθήνας και την επικοινωνία τους με το ΄Αγιον Πνεύμα, προκειμένου να επιλέξουν το νέο Αρχιεπίσκοπο,θα παραμείνω και σήμερα στο θέμα από το προηγούμενο σημείωμα. Ο λόγος ήταν εκεί για τη δυσθυμία που αισθάνονται οι πολίτες απέναντι στο κράτος και, κυρίως, απέναντι στα δυο κόμματα εξουσίας .΄Ενα φαινόμενο που αντικατοπτρίζεται στις πρόσφατες δημοσκοπήσεις ( με τη τροχιά των δυο κομμάτων εξουσίας να βρίσκεται στο Ναδίρ της) και το οποίο, όπως έγραφα, αποδίδεται στα γερμανικά με τη σύνθετη λέξη Staatsverdrossenheit. Μια λέξη που αντικατοπτρίζει με απόλυτη ενάργεια την πολιτική ατμόσφαιρα της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την άνοδο του δεξιού λαϊκισμού.
Ένας βρυκόλακας έχει κάνει την εμφάνιση του κατά τις τελευταίες δυο δεκαετίες στις κοινωνίες με κοινοβουλευτικό πολίτευμα της Δύσης : είναι ο μεταλλαγμένος φασισμός που, όπως αποκαλείται από τους ειδικούς πολιτικούς αναλυτές, ως «αντιδραστικός λαϊκισμός που αντιστρατεύεται την Παγκοσμιοποίηση» έχει βρεί ήδη τους διαπρύσιους κήρυκές του στην Eσπερία. Όπως επισημαίνεται σε ειδικές μελέτες [πβ.Hans-Georg Betz, Radical Right-wing Populism in Western Europe, New York: St. Martins Press, 1994, σ.106-108, 174·Umberto Eco, "Ur-Fascism" (Eternal Fascism), New York Review of Books, 22 Iουνίου 1995], το νέο αυτό πολιτικό κίνημα έχει τα ακόλουθα τυπολογικά χαρακτηριστικά:
1. Tον αντι-ελιτισμό ( anti-elitism) : την καχυποψια δηλαδή εναντίον προβεβλημένων μελών της ντόπιας κοινωνίας (πολιτικοί, πλούσιοι και επώνυμοι) αλλά και μιας παγκόσμιας ελίτ που δεν είναι άλλοι από τους Σιωνιστές .2. Tην απόρριψη των διανοουμένων (anti -itellectualism). Tην «ολιγαρχία» δηλαδή των «καθηγητάδων» που είναι αλλοτριωμένοι από τις «λαϊκές» τους ρίζες. 3. Tον «πλειοψηφισμό» (majoritarianism). Tην ψευδο-δημοκρατική δηλαδή αντίληψη ότι η θέληση της πλειοψηφίας του «λαού» είναι υπέρτερη από τα ατομικά δικαιώματα της κάθε λογής «μειοψηφίας». 4. Mια επιστροφή στις ρίζες του θρησκευτικού δόγματος, έναν νεο-ευσεβισμό που οδηγεί στην επιβολή θεοκρατικών αντιλήψεων για τη λειτουργία του κοινωνικου συνόλου. 5. Έναν ιδιότυπο πατριωτισμό που προβάλλει τον στείρο εθνοκεντρισμό και την ξενοφοβία εναντίον των λαθρομεταναστών.
Την σύγχρονή μας αυτή παραλλαγή του φασισμού έχει επικρατήσει να επιγράφουμε ως «λαϊκισμό», αποδίδοντας έτσι στην καθ’ημάς νεοελληνική το διεθνή τεχνικό όρο populism. Λέξη που, στον καθημερινό μας λόγο, χρησιμοποιούμε καταχρηστικά ως συνώνυμο με τη "δημαγωγία". Ως τεχνικός όρος όμως ο "λαϊκισμός" σημαίνει την στρατηγική που εφαρμόζουν τα λεγόμενα "κόμματα διαμαρτυρίας" με δεξιό κυρίως προσανατολισμό. Mια πρακτική που αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματική και προσελκύει την ψήφο του πολίτη, όταν μια συγκεκριμένη κοινωνία (καλή ώρα!) διέρχεται μια περίοδο κρίσεως. Tο υψηλό ποσοστό ανεργίας, η παρουσία "ξένων", η, υποτιθέμενη, απόκλιση της πολιτικής και πνευματικής ελίτ από κάποιες καθαγιασμένες και πατροπαράδοτες ηθικές "αξίες" είναι τα φαινόμενα, που συνθέτουν ένα πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη του λαϊκισμού, αλλά και για την, πρόσκαιρη, μεσουράνηση των δεξιών κομμάτων διαμαρτυρίας στο πολιτικό στερέωμα.
Δεν χρειάζεται κάποια μακροσκελής ανάλυση για να τεκμηριώσει κανείς το δεδομένο των ημερών μας, ότι δηλαδή η δυσθυμία του εκλογικού σώματος απέναντι στα δυο κόμματα εξουσίας οδήγησε στα κοινοβουλευτικά έδρανα το κατ’εξοχήν κόμμα διαμαρτυρίας του δεξιόστροφου λαϊκισμού . Το χαρακτηριστικό όμως εκείνο, το οποίο ξεχωρίζει την τρέχουσα (μικρο)ελλαδική μας πραγματικότητα είναι ότι από τη δυσθυμία των αρχομένων δεν επωφελείται μόνον ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα, αλλά και παράγοντες της δημόσιας ζωής, οι οποίοι, κάτω από κανονικές συνθήκες, βρίσκονται έξω από το πολιτικό παχνίδι.
Εκτός από τους υψηλούς εκπροσώπους της εκκλησίας, οι οποίοι, κατά καιρούς απευθύνονται στο ποίμνιό τους με την πόζα και τη συμπεριφορά του εκλεγμένου λαϊκού ηγέτη υπάρχει και ένα επιπρόσθετο φαινόμενο των ημερών μας. Η, ολοένα και περισσότερο, αυξανόμενη τάση του κοινωνικού μας συνόλου να οπισθοδρομήσει στο πολιτιστικό επίπεδο της προφορικότητας και η επικράτηση της τηλοψίας ως παράγοντα του δημόσιου βίου έχουν αναδείξει τους νέους κήνσορες του ΄Εθνους. Δεξιοτέχνες της πιο κίτρινης δημοσιογραφίας, οι οποίοι, αντλώντας τη νομιμοποίησή τους από τις τηλεοπτικές μετρήσεις της AGB, έχουν αναλάβει στη συνείδηση των πολλών έναν οιονεί θεσμικό ρόλο στο δημόσιο βίο μας.
Η περίπτωση του εκλεγμένου εκπροσώπου του Κοινοβουλίου, ο οποίος θεώρησε πρέπον να λογοδοτήσει για τις πράξεις γραπτώς κατά προτεραιότητα στον κυρίαρχο της τηλεοπτικής ζούγκλας είναι ενδεικτική.
/