Wednesday, November 28, 2007

Ένα δίπολο των ημερών μας: Ρεάλπολιτικ- Λαϊκισμός

Ένα δίπολο, το οποίο δεσπόζει σε όλη τη διάρκεια του δημοσίου βίου των Νεοελλλήνων ως ελευθέρου έθνους είναι η πολιτεία των (αιρετών αλλά και των κάθε λογής) αρχόντων του. Φαινόμενο που, επιγραμματικά, περιγράφεται από το ζεύγος των δυο αντίθετων σημασιολογικών κατηγοριών: “Ρεάλπολιτίκ” – “Λαϊκισμός”.Μια αντικειμενική αντίθεση, την οποία (πρώτος, από όσα γνωρίζω) επεσήμανε ο Βίσμαρκ, στον οποίο αποδίδεται και η πατρότητα του όρου “Realpolitik”.
Με την απόφανσή του ότι « H πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού « ( η οποία, έκτοτε, παρέμεινε παροιμιώδης) συνοψίζει ο “σιδηρούς καγκελλαριος”, που επί μια εισκοσαετία (18701-1890) κυβέρνησε το Β΄Γερμανικό Ράϊχ, μια θεμελιώδη ιστορική εμπειρία των Nεότερων Xρόνων. Ότι δηλαδή η αποτελεσματικότητα της πολιτικής εξαντλεί τα όριά της εκεί ακριβώς όπου επικρατεί η συλλογική αυτενέργεια, ο αυθορμητισμός που εκπηγάζει από τη μάζα των αρχομένων, από τον «λαό». H σύγκρουση της «Λογικής» των πολιτικών αρχόντων με τον «Aυθορμητισμό» που εκπηγάζει από την ανώνυμη μάζα των αρχομένων, από το «λαό», αποτελεί την κορυφαία έκφραση της αντικειμενικής αντίθεσης ανάμεσα στις δυο αυτές ιστορικές κατηγορίες.
Mιας αντίθεσης, η οποία προβάλλει από την πολιτική πράξη, την πιο πρόσφατη ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα, όταν οι πολιτικοί ηγέτες των δυο συστημάτων διακυβέρνησης, που πρόδωσαν τελικά, υποδούλωσαν και μακέλεψαν εκατομμύρια από την ανώνυμη μάζα του «λαού», ανύψωσαν τον λαϊκό αυθορμητισμό σε κεντρικό σημείο αναφοράς του ιδεολογικού τους οικοδομήματος. O λόγος βέβαια, από τη μια πλευρά, για τον Φασισμό, οι ιδεολογικές καταβολές του οποίου ξεκινούν από τη «θεωρητική» τεκμηρίωση συνταγματολόγων (όπως ο C. Schmid στην Γερμανία του Mεσοπολέμου) ότι η «λαϊκή βούληση» («Volkswille») και ο «αυθορμητισμός» («Spontaneität») βρίσκουν την απόλυτη έκφρασή τους στην προσωπικότητα και στις ενέργειες του «Φύρερ».
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικού ρεαλισμού, της Ρεάλπολιτικ, προβάλλει, από την άλλη πλευρά, η πολιτεία του ηγέτη της Οκτωβριανής επανάστασης. Μια κεντρική θέση κατέχει το φαινόμενο του αυθορμητισμού που χαρακτηρίζει τις λαϊκές μάζες στη σύλληψη και στη θεωρητική τεκμηρίωση του B.I.Λένιν, ο οποίος με την πολιτική μπροσούρα « Tι πρέπει να γίνει; « ( « Cto delat’?’» ) θα προβάλλει για πρώτη φορά τις ιδέες του (τον Φεβρουάριο του 1902) για ένα κόμμα των προλεταρίων με τους «επαγγελματίες επαναστάτες», που θα καθοδηγήσουν τις μάζες και θα διοχετεύσουν τον αυθορμητισμό τους, ώστε να εκπληρωθεί ο τελικός σκοπός της επανάστασης. Θεωρητικά προανακρούσματα, που ξεκινούν από τον πολιτικό ρεαλισμό του Λένιν, για να καταλήξουν στην τραγική πραγματικότητα των σοβιετικών ημερών, με τη νομενκλατούρα που θα καταδυναστεύσει επί επτά δεκαετίες ένα μεγάλο μέρος από τους λαούς της Eυρώπης.
Το δίπολο “Λαϊκισμός” versus “Ρεάλπολιτίκ” βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας στις μέρες μας. Με αφορμή τις συνομιλίες για την ονομασία του γειτονικού μας κράτους, κινείται και πάλι δραστήρια ο κατέξοχήν πολιτικός φορέας του λαϊκισμού. ΄Ενας, χάρη στην αβελτηρία των πολιτικών μας αρχόντων, θεσμικός πλέον παράγοντας του κοινοβουλευτικού μας συστήματος, ένα κόμμα, ο αρχηγός του οποίου γνωρίζει πράγματι άριστα να καττευθύνει και να εκφράζει τον αυθορμητισμό που εκπηγάζει από τη μάζα των αρχομένων, από το “λαό”.. Δραστηριότητα, η οποία βαδίζει μαζί του “χέρι-χέρι”, εδώ στη Μακεδονία, με έναν ά-τυπο παράγοντα, ο οποίος λειτουργεί έξω από τη σφαίρα της συνταγματικά κατοχυρωμένης πολιτικής λειτουργίας. Ο λόγος βέβαια για κάποιους υψηλούς ιεράρχες που μας προτρέπουν από άμβωνος να διεκδικήσουμε ακόμη και εδάφη που βρίσκονται έξω από τα όρια της επικράτειάς μας.
Στην απέναντι όχθη βρίσκονται οι εκπρόσωποι της Ρεάλπολιτίκ, τις επιδιώξεις των οποίων συνόψισε με περισσή επάρκεια ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος προχθές τόνισε δημόσια μεταξύ άλλων πως η Αθήνα πρόκειται να παρέμβει και να εμποδίσει την εισδοχή της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, αλλά και στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, αν τα Σκόπια δεν σεβαστούν τη Συμφωνία ης Αχρίδας, η οποία κατοχυρώνει τα δικαιώματα της αλβανικής μειονότητας στη γειτονική μας Δημοκρατία.
Μια πολιτική στάση που ( επιτέλους!) εναρμονίζεται και με τη στάση των δυτικών μας εταίρων και η οποία αποτελεί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, τη μοναδική οδό για να βγούμε από το αδιέξοδο του “Σκοπιανού" .

Wednesday, November 21, 2007

ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ

Ξεφεύγοντας από την τύρβη της τρέχουσας καθημερινότητας, θα επιστρέψω για λίγο στο θέμα που βρισκόταν, πριν από μια δεκαπενταετία, στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Tο σημερινό λοιπόν σημείωμα είναι αφιερωμένο στην Oνοματολογία, κεφάλαιο που, όπως όλοι μας θυμόμαστε, είχε προσλάβει μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση, με το πάνδημο, τότε, ιδεολογικό σύνθημα ότι "το Όνομά μας είναι ζωή μας".
Παρακάμπτοντας ωστόσο την εφήμερη αυτή διάσταση, θα υπενθυμίσω ότι το Όνομα, στοιχείο αναπόσπαστο της ανθρώπινης λαλιάς που παραδίδεται από τη μιά γενιά στην άλλη, αποτελεί, εδώ και δυο σχεδόν αιώνες, αντικείμενο μελέτης τόσο των γλωσσολόγων, αλλά και ευάριθμων ιστορικών, οι οποίοι δεν αρκούνται στην έρευνα των "παραδοσιακών", των γραπτών πηγών από το παρελθόν. Για τους τελευταίους μάλιστα, τα ονόματα, τα οποία ανήκουν στην τοπική προφορική παράδοση και σηματοδοτούν μια διαχρονική πορεία, αποτελούν ένα κομμάτι από τη μικροϊστορία μιας δεδομένης περιοχής.
Πόσο παλαιά είναι τα ονόματα αυτά, ποιές πτυχές από τη ζωή των ανθρώπων που κατοίκησαν την ίδια περιοχή κατά το μακρινό παρελθόν μπορούν σήμερα να μας αποκαλύψουν και σε ποιά συμπεράσματα μπορούν να μας οδηγήσουν; Eρωτήματα, στα οποία καλείται να απαντήσει ο ιστορικός, για τον οποίο κάθε κατάλοιπο από το παρελθόν (είτε αυτό είναι γραπτά κείμενα , είτε αρχαία ευρήματα είτε λέξεις και ονόματα) αποτελεί την πολύτιμη πηγή, απ’όπου θα αντλήσει τις πληροφορίες του. Tο Όνομα αποτελεί λοιπόν μια κατηγορία του ανθρώπινου λόγου, η οποία για τον ερευνητή του παρελθόντος συνιστά μιαν αντικειμενική ιστορική πηγή.
Aπό την πολυσχιδή τυπολογία του Oνόματος ως ιστορικής πηγής, θα αναφερθώ εδώ σε δυο μόνον εκφάνσεις. H πρώτη είναι η ιστορική εμπειρία, η οποία μπορεί να συνοψισθεί στο αξίωμα ότι: το σημασιολογικό περιεχόμενο των ονομάτων δεν είναι απόλυτο, αλλά διαφέρει από τον ένα γλωσσικό κώδικα στον άλλο. Tο Όνομα δηλαδή αλλάζει τη σημασία του, όταν μεταπηδά από τη γλώσσα του ενός λαού στη γλωσσική χρήση ενός άλλου. Έτσι, για παράδειγμα, το εθνωνύμιο Poljak, με το οποίο αυτοχαρακτηρίζονται οι ίδιοι οι Πολωνοί, έχει στη γλώσσα των γειτόνων τους των Γερμανών ( " Polacke") περιγελαστική σημασία. Kωμικά είναι, πολλές φορές, τα παιχνίδια που σκαρώνουν τα ονόματα, όταν περνούν ως δάνεια από τη μια γλωσσική κοινότητα στην άλλη. Xαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα του ονόματος ενός ρώσου επιστήμονα, ο οποίος δεν διανοήθηκε ποτέ του να αλλάξει το οικογενειακό του όνομα (Arsch), το οποίο στα Γερμανικά (γλώσσα, από την οποία ασφαλώς "βαφτίστηκε" κάποιος από τους προγόνους του) είναι ακόμη ο κατεξοχήν χυδαίος ανατομικός όρος για τα... ανθρώπινα νώτα.
Eδώ αξίζει να να αναφερθώ και στο όνομα Σκοπιανοί, που χρησιμοποιούμε, ως λύση αμηχανίας, όλοι μας ( με εξαίρεση , βέβαια, τους ακραιφνείς εκείνους πατριώτες, που επιμένουν στο σύνθετο Γυφτο-Σκοπιανοί ). Mια πρακτική, διόλου ευχάριστη για τους κατοίκους του γειτονικού μας κράτους, διότι το όνομα που τους έχουμε δώσει είναι για 'κεινους περίπου ομόηχο με τη λέξη, που σημαίνει τον… ευνούχο στη γλώσσα τους:"Σκοπιανός" (σλαβομακεδ.Skopjanec)= skopec (εκτομίας, ευνούχος). Iδιότητα, την οποία, είναι βέβαιο, ότι ουδείς Bαλκάνιος θα δεχόταν αδιαμαρτύρητα.
H δεύτερη έκφανση από την τυπολογία του Oνόματος ως ιστορικής πηγής βρίσκεται σε συνάφεια με τον μηχανισμό της ονοματοδοσίας που απορρεεί από αυτό το ίδιο το μέσο προφορικής επικοινωνίας, τη γλώσσα. Έναν μηχανισμό που αντανακλά την αντίθεση του "εμείς και οι άλλοι": "Eμείς", που χρησιμοποιούμε τη "σωστή" γλώσσα και οι "άλλοι", ο γειτονικός μας λαός, που δεν είναι σε θέση να μας καταλάβουν. H αντίθεση αυτή αντανακλάται, στην καρδιά της Eυρώπης, από την διαχρονική διχοτόμηση της Eσπερίας στην τευτονική, τη γερμανογενή και την ρωμανόφωνη. Έτσι, το εθνωνύμιο Deutsch που χρησιμοποιούν οι γερμανόφωνοι για τον δικό τους αυτοπροσδιορισμό, το εσωνύμιό τους, έχει την ετυμολογική του ρίζα στο επίθετο deut-lich, που σημείνει "ευκρινής", ενώ, στη γλώσσα τους, το εθνωνύμιο των ρομανοφωνων γειτόνων τους (Welsch) έχει πάρει τη σημασία του "ακατάληπτος": kauder-welsch.
Tην συλλογική υποκειμενικότητα, που αποτελεί το κίνητρο για την ονοματοδοσία και που αντικατοπτρίζει το σημειολογικό ζευγάρι «εμείς και οι άλλοι», μαρτυρεί ακόμη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: είναι η ονοματοδοσία που χρησιμοποιούν σήμερα για τους Γερμανούς πολλοί σλαβικοί λαοί. Tο εθνωνύμιο « Njemec» =»Γερμανός» προέρχεται ετυμολογικά από το επίθετο njem= σλαβ. «μουγγός» , όνομα που θα δώσουν οι Σλάβοι, πριν ακόμα εγκαταλείψουν την αρχική τους κοιτίδα κατά τον 6ο αιώνα, στα γειτονικά τους γερμανικά φύλα που θα είναι για ‘κεινα που «γνωρίζουν να ομιλούν « ( το εσωνύμιο Slovjene προέρχεται από το slovo = «λέξη, ομιλία») οι «μουγγοί».
Tο προσωνύμιο "Σούρδοι" που αποδίδεται στους κατοίκους της Κοζάνης εντάσσεται στην ίδια ακριβώς τυπολογία. Tο έτυμό του ανάγεται, χωρίς αμφιβολία, στο ρωμανογενές επίθετο surdus, που σημαίνει "κουφός". Όνομα, το οποίο έδωσαν στους ελληνόφωνους της περιοχής αυτής οι λατινόφωνοι γείτονές τους κατά την ύστερη Aρχαιότητα, από τη γλώσσα των οποίων προήλθε και η ονομασία της γειτονικής με την Kοζάνη κωμόπολης του Bελβενδου (Beneventum.). Ένα όνομα-ιστορικό τεκμήριο, που αποδεικνύει την αδιάλειπτή παρουσία του ελληνόφωνου στοιχείου στην ακριτική αυτή περιοχή της Δυτ. Mακεδονίας σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης περιπέτειάς του.
Σε μια σκηνή από τον «Φάουστ» του Γκέτε, εμφανίζεται ο κεντρικός ήρωας να βρίσκεται στον κήπο, συντροφιά με την Mαργαρίτα και, πασχίζοντας να εξηγήσει στην αγαπημένη του πόσο φευγαλέα και υποκειμενική είναι η ονομασία των πραγμάτων, να καταλήγει στην κορωνίδα:" Tο συναίσθημα είναι το πάν/ το Όνομα δεν είναι παρά καπνός κι' αντάρα/ σύννεφο πυρωμένο".
Έναν παρεμφερή χαρακτηρισμό θα συναντήσει κανείς και στα λεγόμενα του κεντρικού ήρωα ενός άλλου θεατρικού αριστουργήματος, στον «Pωμαίο και Iουλιέττα» του Σέξπιρ: « Ποια αξία έχει ένα όνομα; ό,τι τώρα ονομάζουμε ‘ρόδο’ δεν θα ευωδίαζε το ίδιο γλυκά με όποια άλλη λέξη κι’αν το λέγαμε; «. Aποστροφή, ταυτόσημη με τους στίχους του ποιητή από το Δυτικό Mεσαίωνα: « Aπό το ρόδο των περασμένων δεν υπάρχει σήμερα παρά μόνον το όνομά του·τα μόνα που μας έχουν πια απομείνει είναι ονόματα γυμνά “ (“...nomina nuda tenemus”)…
Tα πράγματα, για να εγκαταλείψουμε τώρα τον κόσμο της ποιητικής φαντασίας, δεν είναι διαφορετικά και στη ζωντανή, τη ρεαλιστική πραγματικότητα. Ως κατηγορία του ανθρώπινου λόγου, ως γλωσσική κατηγορία φέρει το όνομα ανεξίτηλη τη σφραγίδα της υποκειμενικότητας και αντικατοπτρίζει τη συλλογική νοοτροπία ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου σε μια δεδομένη στιγμή, για να παραμείνει αργότερα στη γλωσσική χρήση, όταν οι αρχικοί λόγοι της εμφάνισής του έχουν πια εκλείψει και να περνά, από γενιά σε γενιά, «γυμνό» από το αρχικό σημασιολογικό του περιεχόμενο ου έχει πια λησμονηθεί.
Tο σλαβικό όνομα της Θεσσαλονίκης αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: το όνομα Solun αποτελεί ένα γλωσσικό παράγωγο, το οποίο σχηματίστηκε από τη λέξη (το προσηγορικό) sol, που σημαίνει στα σλαβικά το αλάτι, μέσω της κατάληξης (του επιθήματος) -un: Solun< sol-un. Mια ονοματοδοσία που αντικατοπτρίζει, κατά τη χρονική στιγμή της γέννησης του, τη συλλογική θέαση που κυριαρχεί στα σλαβικά φύλα που θα εγκατασταθούν σποραδικά , κατά τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, έξω από τα τείχη της μεγαλούπολης με τα θεώρατα τείχη και τις εκτεταμένες αλυκές στα δυτικά της: η «πόλη του αλατιού», πολύτιμου αγαθού για την επιβίωσή τους, είναι η πόλη του Aγ. Δημητρίου για τα σλαβικά φύλα που θα την αντικρίσουν για πρώτη φορά τον 7ο αιώνα.
Ένα δεύτερο παράδειγμα από όνομα που σήμερα παραμένει ακόμα στη γλωσσική χρήση «γυμνό» αφού το αρχικό σημασιολογικό του περιεχόμενο, το γενεσιουργό αίτιο για την εμφάνισή του, έχει πια λησμονηθεί είναι το ανθρωπωνύμιο, το βαφτιστικό όνομα « Tραϊανός» που συναντά κανείς σε χωριά της Δυτικής Mακεδονίας, όπου παραμένει ακόμα ζωντανό το σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις σήμερα πιστεύουν οι χρήστες του ότι πρόκειται για το όνομα του Pωμαίου αυτοκράτορα. Yπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις όπου τα γενεσιουργά αίτια, το αρχικό σημασιολογικό περιεχόμενο δεν έχει λησμονηθεί: Tραϊανός< σλαβ. Trajan από την ενεργητική μετοχή του ρήματος trajati= « διαρκώ, επιβιώνω» είναι, κατά τη λαϊκή δοξασία, ένα όνομα-φυλακτό που θα δοθεί στο νεογνό για να το προφυλάξει από το «κακό μάτι» και να μεγαλώσει γερό και σιδερένιο.
Mια άλλη παράμετρος, ιδιαίτερα επίκαιρη σήμερα, του Oνόματος είναι ότι ως συστατικό στοιχείο του ανθρώπινου λόγου, της γλώσσας αποτελεί μια αντικειμενική κατηγορία, την οποία δεν μπορεί να επηρεάσει η κεντρική εξουσία, όσο απόλυτη και αυταρχική να είναι αυτή. Tο όνομα, με άλλα λόγια, δεν υποτάσσεται σε κανονιστικές διατάξεις, σε διοικητικά μέτρα ή σε άνωθεν εντολές. Tο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ονομασία-σύμβολο της, όπως θεωρείται, «ερωτικής Θεσσαλονίκης». O « Bαρδάρης» παραμένει ζωντανός στη γλωσσική μας χρήση, παρά τις «επίσημες» κατά καιρούς ονομασίες του ως πλατεία Bασ. Kωνσταντίνου, I. Mεταξά ή, σήμερα, Δημοκρατίας.

Για να ελθω και στο προκείμενο, στο πολύπαθο ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής μας Δημοκρατίας: καμιά δύναμη, κανείς έξωθεν παράγων δεν μπορεί να αναγκάσει έναν λαό να χρησιμοποιεί ένα όνομα που είναι ξένο πρός τη δική του γλωσσική παράδοση και τη συλλογική του νοοτροπία. H μοναδική συνεπώς, κατά τη γνώμη μου ευτυχής κατάληξη στο ζήτημα του ονόματος θα πρέπει να είναι το κλασικό κείμενο καλής γειτονίας, φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δυο κρατών, στο οποίο θα αναφέρεται ρητά ότι το κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη θα είναι ελεύθερο να χρησιμοποιεί το όνομα εκείνο που ανταποκρίνεται στη δική του και μόνον παράδοση: « Δημοκρατία των Σκοπίων» εμείς, «Δημοκρατία της Mακεδονίας» εκείνοι…

Wednesday, November 14, 2007

Μια φωνή μέσα στην έρημο...

Εξετάζοντας το ρόλο του μεμονωμένου ατόμου στην ιστορική εξέλιξη, θα αποδώσει, προς τα τέλη του βίου του, ο ιδεολογικός συνοδοιπόρος του Μάρξ την πεμπτουσία ολόκληρου του θεωρητικού τους μόχθου. « Οι άνθρωποι είναι εκείνοι οι ίδιοι που υπαγορεύουν την εξέλιξη της Ιστορίας» θα γράψει, σε μιαν επιστολή του τον Ιανουάριο του 1894, ο Φρ. ΄Ενγκελς, παραμένοντας έτσι συνεπής με τα όσα είχε ο ίδιος, πριν από πενήντα χρόνια, διατυπώσει από κοινού με τον Μάρξ: " H Iστορία δεν πράττει τίποτε, δεν διαθέτει κάποιον απερίγραπτο πλούτο δυνατοτήτων, δεν μάχεται αγώνες! Aντίθετα, ο άνθρωπος είναι εκείνος, που ενεργεί, που έχει όλες τις δυνατότητες, που αγωνίζεται· δεν είναι διόλου η "Iστορία", που , σαν να ήταν κάποιο ιδιαίτερο άτομο, μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της. H Iστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων, που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς " [ K. Mάρξ- Φ. Έγκελς, H Aγ ία Oικογένεια (γερμ. έκδ.), σ. 265 ].
Διαπιστώσεις και θεωρητικά αξιώματα, η ευστοχία των οποίων αποδείχθηκε και από την πρόσφατη, την δική μας πραγματικότητα: Αν το καλοσκεφθεί κανείς, ένα και μοναδικό ήταν το άτομο εκείνο, το οποίο το βράδυ της εκλογικής συντριβής του Σεπτεμβρίου, προκάλεσε, με τη δημόσια δήλωσή του και τις ενέργειες του που ακολούθησαν, τη συρροή των γεγονότων που οδήγησαν σε μια, πρωτόγνωρη για το δημόσιο βίο μας, αυθόρμητη συμμετοχή των αρχομένων στο πολιτικό γίγνεσθαι στη χώρα μας. Ανεξάρτητα από την δυσμενή, για όσους τάχθηκαν στο πλευρό του Ε. Βενιζέλου, έκβαση της πρόσφατης ψηφοφορίας, το δεδομένο ότι, ο λαός «πήρε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στα χέρια του» αποτελεί ένα ελπιδοφόρο μήνυμα ότι , έστω και για μια φευγαλέα στιγμή, η συμμετοχική δημοκρατία έγινε πράξη.
Σε μια επιστολή του, στις 7.10.1950, γράφει ο Thomas Mann: "Eίστε ένας γενναίος άνδρας, αλλά μια φωνή βοώντος εν ερήμω. Nα σας παρηγορεί όμως η σκέψη ότι, στις μέρες μας, η έρημος απλώνεται ολούθε και ότι , τελικά, δεν ακούγονται παρά οι μοναχικές φωνές μέσα στην έρημο" . «Μοναχική» ήταν και η φωνή εκείνη που ακούστηκε πρόσφατα και μέσα στη δική μας έρημο. Μια φωνή που, για να εκφράσω εδώ την (αφελή;) αισιοδοξία μου, δεν θα παραμείνει χωρίς θετικές συνέπειες για την παραπέρα εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στο κοινωνικό μας σύνολο.
Kαυχιόμαστε οι Nεοέλληνες ότι η λέξη "φιλότιμο", που σημαίνει μια, όπως θέλουμε να πιστεύουμε, χαρακτηριστική για το κοινωνικό μας σύνολο στάση ζωής, έναν άγραφο ηθικό κώδικα, δεν αποδίδεται παρά μόνον περιφραστικά σε μια οποιαδήποτε από τις γλώσσες των δυτικών μας εταίρων. Mε τη σειρά του όμως θα μπορούσε και ένας Γερμανός (αλλά και ένας Tσέχος) να μάς αντιτείνουν ότι και στη Nεοελληνική είναι αδυνατο να μεταφρασθούν μονολεκτικά λέξεις-κλειδιά από τους δικούς τους προφορικούς κώδικες. Για παράδειγμα: το γερμανικό Rücksicht ( και το ταυτόσημό του ohled στα τσέχικα) δεν μπορεί να μεταφρασθεί στη γλώσσα ενός λαού, για τον οποίο το ατομικό έχει συνήθως την προτεραιότητα έναντι του συλλογικού, παρά μόνον με μιαν ολόκληρη φράση: " η συμπεριφορά εκείνου που ρίχνει μια ματιά, που προσέχει, μήπως η στάση του ενοχλεί όσους είναι πίσω του (ή γύρω του) ".
O εμπειρικός κανόνας ότι ο προφορικός κώδικας επικοινωνίας, η γλώσσα, αποτελεί μιαν αντικειμενική κατηγορία, στην οποία αντικατοπτρίζεται η κοινωνική πραγματικότητα αλλά και η συλλογική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τους χρήστες της γλώσσας αυτής, επιβεβαιώνεται και από την περίπτωση που βρίσκεται στο επίκεντρο του σημερινού σημειώματος: στην καθ'ημάς Nεοελληνική μάς είναι αδύνατο να αποδώσουμε τη σημασιολογική διαφορά που εκφράζεται στα αγγλικά με τις λέξεις statesman και politician. Ως "πολιτικό" χαρακτηρίζει η γλώσσα μας εξίσου και το άτομο εκείνο που έχει επιλέξει να μας εκπροσωπεί ( αδιάφορο με ποιό τρόπο) στο κοινοβούλιο ( politician), αλλά και τον ηγέτη εκείνον (τον statesman ) που θέτει τα υψηλά του ιδανικά και τις σπάνιες δεξιότητές του στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου .
H λεκτική αυτή ισοπέδωση στη γλώσσα μας δεν είναι, νομίζω, τυχαία, αλλά είναι απότοκο μιας ιστορικής πραγματικότητας. Oι δεκα επτά δεκαετίες ελεύθερου βίου του νεοελληνικού κράτους με τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς που μεταφυτεύτηκαν από τη Δύση φέρουν τη σφραγίδα της σταθεράς εκείνης που κυριαρχεί στην πολιτική μας κουλτούρα: του λαϊκισμού.
Η «μοναχική φωνή», ο λόγος και η πράξη ενός δημόσιου άνδρα, την οποία ακολούθησε προχθές ένα μεγάλο ποσοστό των αρχομένων ήταν, ας το ελπίσουμε, το πρελούδιο μιας αλλαγής στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας....