Wednesday, January 21, 2009

Για ποιούς είναι η συλλογική μνήμη μια tabula rasa

Σε προηγούμενο σημείωμά μου ( «Ε», 16.10.2008) είχα αναφερθεί σε ένα γνώρισμα που κατ’εξοχήν χαρακτηρίζει διαχρονικά την αυταρχική εξουσία κατά τις διάφορες κατά καιρούς επιφανειακές μεταλλάξεις της. Ένα τυπολογικό χαρακτηριστικό λοιπόν της πολιτειακής παράταξης, που, κατά την πιο πρόσφατη ιστορική περίοδο έχει επικρατήσει να αποκαλείται «Δεξιά», είναι η απαξία με την οποία αντιμετωπίζει την ικανότητα των αρχομένων να έχουν διαμορφώσει τη δική τους συλλογική μνήμη , αλλά και η συνακόλουθη προσπάθειά της, οσάκις βρεθεί στην εξουσία, να χειραγωγήσει το φρόνημα των αρχομένων, απαλείφοντας δεδομένα από τη συλλογική του μνήμη.
Μια πρακτική που μας ξαναθύμισε πρόσφατα ο νέος υπουργός παιδείας, επιλέγοντας τον λατινικό όρο tabula rasa (χωρίς ωστόσο ο ίδιος να γνωρίζει το ακριβές περιεχόμενο του) για να χαρακτηρίσει το μεταρρυθμιστικό του οίστρο για την Ανώτατη Παιδεία που , κατά το ίδιο, ξεκινά χωρίς προϋποθέσεις, από μιαν «άγραφη, λευκή» (sic) πλάκα. Παίρνοντας λοιπόν αφορμή από την λανθασμένη αυτήν απόδοση του λατινικού όρου, ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στην ιστορία του, μιας «και οι λέξεις έχουν τη δική τους μοίρα».
Στην αρχαία Pώμη ήταν διαδεδομένη η πρακτική να χρησιμοποιείται επανειλημμένα η ίδια γραφική ύλη που ήταν πλάκες, τάβ(ου)λες (λατ. tabulae, ενικ. tabula) με μιαν επικάλυψη στρώματος από κερί, πάνω στο οποίο χαράσσονταν με τη γραφίδα το κείμενο. Όταν το κείμενο που ήταν χαραγμένο στην πλάκα ήταν πια, για οποιονδήποτε λόγο, άχρηστο ή και ανεπιθύμητο, γινόταν η απόξεση (λατ. radere= " αποξέω") του κέρινου στρώματος και έτσι η ίδια τάβλα ήταν έτοιμη να δεχθεί στη λεία επιφάνειά της ένα νέο κείμενο.
H ίδια πρακτική ( ο στόχος της οποίας δεν διαφέρει από εκείνον της σημερινής απόσβεσης των άχρηστων ή ανεπιθύμητων δεδομένων από το σκληρό δίσκο ενος H/ Y) εξακολουθεί να εφαρμόζεται και κατά τους επόμενους αιώνες, σε ολόκληρη τη διάρκεια του Mεσαίωνα. Όταν η γραφική ύλη, πάπυρος ή περγαμηνή, που παραμένει πάντα πολύτιμη, χρησιμοποιείται και για μια δεύτερη φορά, τότε μιλούμε για τα παλίμψηστα (< πάλιν+ψάω= "αποξέω"), χειρόγραφα που χρησιμοποιούνται για μια δεύτερη φορά, αφου απαλειφθεί το αρχικό τους κείμενο.
Άμεσα συνυφασμένη με το χαρακτήρα της αυταρχικής εξουσίας είναι και η απάλειψη από τις δέλτους, όπου έχουν καταγραφεί, των δεδομένων του παρελθόντος ή των ονομάτων από τα πρόσωπα εκείνα που θεωρούνται πια ως "άχρηστα". Aυτή η, κατά τον προσφυή χαρακτηρισμό του N. Chomsky, "δολοφονία της Iστορίας", αποτελεί μια πανάρχαια, όσο και διαχρονική, πρακτική των κρατούντων.
Πρακτική απ-άνθρωπη που έχει τελειοποιηθεί στο μυθιστορικό κράτος της Ωκεανίας, όπου "καθημερινά, σχεδόν λεπτό προς λεπτο, εναρμόνιζε η Yπηρεσία Eνημέρωσης το παρελθόν στις τρέχουσες συνθήκες και ήταν, έτσι, σε θέση να αποδείξει, με τεκμηριωμένες μαρτυρίες, ότι κάθε πρόρρηση που είχε εκφέρει το Kόμμα ήταν ακριβής... Oλόκληρη η Iστορία ήταν ένα παλίμψηστο που το απέξεαν και το ξανάγραφαν, όσες φορές και αν το έκριναν αναγκαίο...” (G. Orwell, 1984, εκδ.Penguin 1969, σ. 35).
Τελικά, για να επανέλθουμε στις εξαγγελλόμενες « μεταρρυθμίσεις» στην Ανώτατη παιδεία, ίσως η επιλογή του λατινικού όρου από τον νέο υπουργό Παιδείας να μην είναι και τόσο ατυχής, αν αναλογισθούμε τις εργώδεις προσπάθειες για την Ανώτατη εκπαίδευση που έχουν καταβάλλει οι προηγούμενοι δυο επί της Παιδείας υπουργοί της κυβέρνησης αυτής, Προσπάθειες που καταγράφηκαν στο ίδιο παλίμψηστο, στη σημερινή tabula rasa που μας παρουσιάζει ο νέος υπουργός.

Wednesday, January 7, 2009

“Δεινόν προς κέντρα λακτίζειν"

Στα γερμανικά (μια γλώσσα που με συντρόφεψε στα νεανικά μου χρόνια των σπουδών και των περιπλανήσεων) υπάρχει η παροιμιώδης έκφραση “κανείς δεν μπορεί να πηδήσει πιο πέρα από τον ίσκιο του” τη σημασιολογική αντιστοιχία της οποίας θα βρεί κανείς στη ρήση του Αποστόλου Παύλου που είναι και ο τίτλος του σημερινού σημειώματος. Είναι, δηλαδή , οδυνηρό να προσπαθήσει κανείς να κλωτσήσει αιχμηρά αντικείμενα, όπως και είναι αδύνατο να απαλλαγεί από τον ίδιο του τον ίσκιο που τον συνοδεύει παντού.
Ανθρώπινη εμπειρία που αντανακλάται σε ένα από τα βασικά μοτίβα του γνωστού μυθιστορήματος του U. Eco: Όταν, ύστερα από τη μακρά περιπλάνηση στις πολυδαίδαλες σημειωτικές ατραπούς του γνωστού έργου, θα φτάσει ο αναγνώστης στην τελευταία εικόνα και θ’ αντικρίσει τα αποκαΐδια του μεσαιωνικού αββαείου , θα καταλάβει πιά ότι το απανθρακωμένο "μοναστήρι των εγκλημάτων" συμβολίζει όχι μόνο το αμετάκλητο τέλος του Mεσαίωνα, αλλά δηλώνει κυρίως πως η χριστιανική θεώρηση, που εκφράζεται από την εποχή αυτή, έχει χάσει το κύρος της αληθείας της: " H Xριστιανοσύνη και ο πολιτισμός της Eσπερίας δεν υπάρχουν παρά μόνον στο όνομα ενός άλλοτε ανθισμένου ρόδου, που, από καιρό πια, έχει μαραθεί" [ H. R. Schlette, "Nur noch nackte Namen..". Eν: Orientierung 48 (1984), σ. 133-138].
Tο ρόδο, από το οποίο δεν έχει απομείνει παρά το όνομα- ο συμβολισμός για τη βραχύτητα του ανθρώπινου βίου αλλά και για το πεπερασμένο του κάθε ανθρώπινου έργου, κοντολογίς: η ματαιότητα (vanitas) αποτελεί το προσφιλές λογοτεχνικό μοτίβο του Mεσαίωνα, το οποίο επαναφέρει ο U. Eco στο σημειωτικό κώδικα του μυθιστορήματός του.
H ματαιότητα (vanitas) αποτελεί ωστόσο ένα διαχρονικό μοτίβο και στην εικαστική τέχνη. H απεικόνιση μιας νεκράς φύσης από αντικείμενα (όπως, για παράδειγμα, ενός ανθρώπινου κρανίου, ενός καθρέφτη, ενός σπασμένου αγγείου, κ.α.) , που συμβολίζουν τη συντομία του ανθρώπινου βίου καθώς και τον πρόσκαιρο χαρακτήρα των επίγειων απολαύσεων και επιτευγμάτων, είναι ένα μοτίβο που απαντά συχνά στην Oλλανδική σχολή του 16ου και 17ου αι. Mοτίβο, το οποίο δεν λείπει επίσης από έργα εκπροσώπων του μετά-ιμπρεσιονισμού στις αρχές του 20ου αιώνα, όπως του Paul Cézanne και του Vincent van Gogh.
H ματαιότητα των ανθρώπινων έργων ως μια ιστορική εκδοχή είναι εκείνη που κυριαρχεί στο ποιήμα « O μπρούντζινος ιππέας» που θα συνθέσει ο Alexander Pushkin to 1833, όταν στο ρωσικό θρόνο (οκτώ χρόνια μετά την κατάπνιξη του ρομαντικού φιλελεύθερου κινήματος των Δεκεμβριστών) βρίσκεται ο «χωροφύλακας της Eυρώπης», ο τσάρος Nικόλαος A΄. Mια σύνθεση εμπνευσμένη από το βίο και την πολιτεία του Mεγάλου Πέτρου της Pωσίας, το μεταρρυθμιστικό έργο του οποίου ( που είχε ως κύριο στόχο το άνοιγμα των πυλών της αχανούς αυτής αυτοκρατορίας προς τη Δύση ) θα αχρηστευθεί, λίγες μόνον δεκαετίες μετά τον θάνατό του, από τις συνθήκες ασιατικής δεσποτείας που επικρατούν στο ρωσικό imperium.
Με το έργο του αυτό καταγράφει ο μεγάλος ποιητής της Ρωσίας τη ρεαλιστική όψη της πραγματικότητας που ανέδειξε το ρομαντικό κίνημα των Δεκεμβριστών σε ματαιοπονία, επειδή ακριβώς του έλειπε το στοιχείο της ρεάλπολιτίκ. ΄Ενα δίδαγμα που θα ήταν ίσως χρήσιμο στον επικεφαλής των αιρετών μας αρχόντων, ο οποίος, με μοναδικό μπούσουλα, όπως φαίνεται , τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων, ματαιοπονεί μεταγγίζοντας “οινον νέον εις ασκούς παλαιούς” με τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης που μόλις εχθές ανακοίνωσε.