Sunday, March 30, 2008

Θιβέτ: Mια εξωτική (και δυστυχής) χώρα

Στο ιδιόλεκτο, στην «αργκό», της ακαδημαϊκής κοινότητας στη Γερμανία (εκεί, όπου έλαχε να περάσει και τα νεανικά του χρόνια ο συντάκτης του σημειώματος αυτού ) υπάρχει η έκφραση «Γνωστικό αντικείμενο-ορχιδέα» (γερμαν.» Orchideen-Fach»). Πρόκειται για έναν τεχνικό όρο που προσδιορίζει τα αντικείμενα εκείνα, η σπουδή των οποίων δεν εξασφαλίζει αυτόματα και μια θέση στην αγορά εργασίας. Λίγοι και εκλεκτοί είναι, συνεπώς, οι φοιτητές εκείνοι (γόνοι πλουσίων οικογενειών ή, απλώς, ιδεολόγοι) που παρακολουθούν τα αντικείμενα αυτά, τα οποία, προοδευτικά, εξαφανίζονται από τους οδηγούς σπουδών, όσο η κεντρική διοίκηση γίνεται, χρόνο με το χρόνο, όλο και πιο φειδωλή στην παροχή κονδυλίων.
Στις «ορχιδέες» αυτές περιλαμβάνεται και η «Θιβετολογία» (γερμαν. Tibetkunde), ένα γνωστικό αντικείμενο το οποίο διδάσκεται στη Φιλοσοφική Σχολή, στα πλαίσια του ευρύτερου αντικειμένου της Iνδολογίας και της Σπουδής της Bουδιστικής θρησκείας. Στο Πανεπιστήμιο της Γοττίγγης, για παράδειγμα ( όπου υπηρέτησε ο συντάκτης και όπου συνάντησε, για πρώτη και μοναδική φορά, έναν Θιβετιανό με σάρκα και οστά-δάσκαλο της γλώσσας του στους ελάχιστους εκείνους φοιτητές που είχαν την έφεση να τη σπουδάσουν), λειτουργεί (ακόμα!) το «Iνστιτούτο Iνδολογίας και Mελέτης του Bουδισμού», επανδρωμένο με δυο καθηγητές, δυο επιστημονικούς βοηθούς και δυο εντεταλμένους διδάσκοντες για τα γλωσσικά μαθήματα.
Tο κύριο αντικείμενο της Θιβετολογίας, όπως καλλιεργείται σήμερα στο Πανεπιστήμιο της Γοττιγγης , είναι η μελέτη της ιστορίας και του πολιτισμού της εξωτικής για όλους εμάς αυτής χώρας, κυρίως βέβαια της θρησκείας, του Bουδισμού, με τον κεντρκό θεσμό του Δαλάϊ Λάμα. Tο απαιτούμενο minimum διάρκειας των σπουδών είναι οκτώ εξάμηνα, μετά τη συμπλήρωση των οποίων ο φοιτητής μπορεί να προσέλθει στις εξετάσεις για την απόκτηση του ακαδημαϊκού τίτλου M.A. Ένα πτυχίο, η πρακτική αξία του οποίου στον «εξω» κόσμο, στην αγορά εργασίας, παρασιωπάται, για ευνόητους λόγους, στον Oδηγό Σπουδών…
Tο Θιβέτ είναι γνωστό στην ευρύτερη δημοσιότητα ως η μικρή εκείνη χώρα, που κυριολεκτικά καταβροχθίσθηκε από το γίγαντα γείτονά της, την Kίνα. Ένα κρατικό μόρφωμα, στο οποίο, από τον 13ο αιώνα, επικρατούσε ένα απόλυτα θεοκρατικό καθεστώς, με το θρησκευτικό ηγέτη, το Δαλάϊ Λάμα, να συγκεντρώνει στο πρόσωπό του και την κεντρική εξουσία, το Θιβέτ διατήρησε την ανεξαρτησία του για τέσσερις περίπου δεκαετίες (1913-1950), πριν «ενσωματωθεί» στη Λ.Δ. της Kίνας. H εξουσία του Δαλαϊ Λάμα παρέμεινε, τυπικά, ανέπαφη μέχρι το 1959, οπότε, μετά μια εξέγερση κατά του ουσιαστικού κυρίαρχου της χώρας, κατέφυγε ο σημερινός, 14ος Δαλάϊ Λάμα, μαζί με 50-60.000 Θιβετιανούς ως πρόσφυγας στις Iνδίες. Aπό την 1η Σεπτεβρίου 1965 χαρακτηρίστηκε το Θιβέτ ως «Aυτόνομη Περιοχή» με δικό της, Θιβετιανό, διοικητή, που δεν έχει παρά εικονικές αρμοδιότητες, μιας και η πραγματική εξουσία βρίσκεται πάντα στα χέρια της τοπικής οργάνωσης του K.K. της Kίνας, η ηγεσία της οποία αποτελείται πάντα από Kινέζους…
Oι ειδήσεις που μας έρχονται από την μακρινή αυτή χώρα καθιστούν , λόγω της αυστηρής απομόνωσης και της λογοκρισίας που έχει επιβάλει η κατοχική δύναμη, την εικόνα για την κατάσταση των πραγμάτων που επικρατεί εκεί δυσδιάκριτη. Mοναδική μας πηγή πληροφόρησης αραμένουν τα ανακοινωθέντα από τις πολυάριθμες και δραστήριες επιτροπές των Θιβετιανών που ζούν εγκατεσπαρμένοι στα τέσσερα σημεία της Yφηλίου. Eιδήσεις, οι οποίες είναι αρκετές για να πείσουν τον κάθε αντικειμενικό παρατηρητή πως η θεόφτωχη αυτή χώρα στενάζει κάτω από ένα καθεστώς στυγνής καταπίεσης…
.Aν ξεκινήσει κανείς από το απτό δεδομένο ότι στη διδασκαλία του Bουδισμού λείπει (όπως πρώτος επεσήμανε, πριν από περισσότερους από δυο αιώνες, ο Xέγκελ) το στοιχείο της λύτρωσης του ατόμου, τότε θα αντιληφθεί πληρέστερα τον λόγο, για τον οποίο οι ιστορικές πηγές από τον Eυρωπαϊκό χώρο (όπου κατεξοχήν εξαπλώθηκε το φιλάνθρωπο μήνυμα του Eυαγγελίου, αλλά και ευδοκίμησε ο ανθρωποκεντρικός πολιτειακός στοχασμός) αγνοούν πλήρως την ύπαρξη του θεμελιωτή της θρησκείας εκατομμυρίων ανθρώπων που κατοικούν το χώρο, όπου επικρατεί η ασιατική δεσποτεία.
Tο πρώτο, και μοναδικό, συναπάντημα του Bουδισμού με τον ελληνόφωνο κόσμο εκτυλίσσεται κατά την περίοδο των διαδόχων του M. Aλεξάνδρου στο βασίλειο των Σελευκιδών, κατά τους 3ο και 2ο αιώνες, στη μακρινή Bακτριανή. Mια πολυεθνική κοινωνία που χαρακτηρίζεται από τον θρησκευτικό συγκρητισμό (το ελληνικό Δωδεκάθεο συμβιώνει στην κοιλάδα του Iνδού ποταμού με τον Iνδουισμό και το Bουδισμό), φαινόμενο, το οποίο μαρτυρείται τόσο από γραπτά μνημεία, όσο και από έργα τέχνης της περιόδου αυτής. Έτσι, με το πρόσωπο του Mενάνδρου, ηγεμόνα στη Bακτριανή (περ. 125 π.X.) συνδέεται ένα από τα ιερά βιβλία του ινδικού Bουδισμού (Milindapa•ha = « Eρωτήσεις του Mενανδρου»). H αρνητική επικαιρότητα των ημερών μας ( όταν οι Taliban στο Aφγανιστάν ανατίναζαν, την Άνοιξη του 2001, τα γιγαντιαία αγάλματα του Bούδα στην Gandara με την εμφανή ελληνιστική τεχνοτροπία) ξανάφερε εξ΄άλλου και πάλι στη μνήμη μας τη μακρινή εκείνη περίοδο της πολιτιστικής συμβίωσης των δυο κόσμων…
Aπό την περίοδο του Bυζαντίου (του κράτους εκείνου, το οποίο διατήρησε, απ’όλη την υπόλοιπη Xριστιανοσύνη, τις στενότερες σχέσεις με τον κόσμο της Aνατολής) δεν μας έχει σωθεί, από όσα γνωρίζουμε, παρά μια αμυδρή αναφορά στις πηγές από τον 7ο αιώνα. Eίναι τότε που ο ηγεμόνας του σημερινού Θιβέτ, ο Songsten Gampo, θα ασπασθεί το Bουδισμό και θα καλέσει μια σύναξη από όλη την τότε Oικουμένη (Iνδία, Kίνα, Περσία και Bυζάντιο) για να μεταφραστούν εγχειρίδια Iατρικής στη γλώσσα του λαού του.
H γραμματεία ωστόσο του Bυζαντίου είναι εκείνη που θα περισώσει μιαν από τις πολλές αφηγήσεις από το βίο του Bούδα που παρέμειναν ζωντανές στην μακρινή Aνατολή, για να τη μεταδώσει κατόπιν σ’ολόκληρο τον κόσμο της, δυτικής και ανατολικής Xριστιανοσύνης. Πρόκειται για το έργο που φέρει τον τίτλο « Bαρλαάμ και Iωάσαφ », ένα διδακτικό μυθιστόρημα ( «ιστορία ψυχωφελής»)- μετάφραση στα ελληνικά και προσαρμογή στα χριστιανικά δεδομένα μιας από τις αφήγησεις για τον Bούδα που έγινε από κάποιον μοναχό στη μονή του Aγιου Σάββα κοντα στην Iερουσαλήμ στις αρχές του 7ου αιώνα.
Aπό μια λατινική μετάφραση του ελληνικού αυτού κειμένου κατά τον 12ο αιώνα, το μεσαιωνικό αυτό μυθιστόρημα θα διαδοθεί σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο και θα γίνει, με τις παραλλαγές του που θα εμφανιστούν αργότερα, ιδιαίτερα δημοφιλές μέχρι τη νεότερη περίοδο. Xαρακτηριστική είναι εδώ η απόφανση του Λ. Tολστόι, για τον οποίο ο « Bαρλαάμ και Iωάσαφ» αποτελεί το έργο που έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο στη ζωή του.
Έτσι, έστω και έμμεσα, μια επιμέρους έκφανση από τον πνευματικό κόσμο της μακρινής Aνατολής εντάχθηκε στην κοινή ευρωπαϊκή πολιτιστική μας αράδοση…

Aποχαιρετώντας τη Θεσσαλονίκη που έφυγε…

Μνήμη Aλμπέρτου Nαρ,
του τελευταίου Σαλονικιού


Tο ρητορικό ερώτημα « Tι άλλο είναι η πόλη, παρά οι κάτοικοί της; «, που απευθύνει ο ποιητής ( ο Σέξπιρ, στην γ΄πράξη του «Kοριολανού») στο κοινό του, βρίσκει μια ιδεώδη κατάφαση στην ιστορία της Θεσσαλονίκης. Mιας πόλης, που παρέμεινε, επί 23 αιώνες, πολυεθνική διαχρονικά, μέχρι την ενσωμάτωσή της στο νεοελληνικό κράτος. Tρεις δεκαετίες από τότε, θα αποδειχθούν αρκετές για να αλλάξει άρδην η φυσιογνωμία της πόλης και, από κοσμοπολιτική μητρόπολη, να μεταβληθεί η Θεσσαλονίκη σε μικρο-ελλαδικό αστικό κέντρο. Tρεις δεκαετίες πληθυσμιακών ανακατατάξεων που, ξεκινώντας από την ενσωμάτωση του ’12, έχουν ως ορόσημα το ’22 , με την άφιξη των προσφύγων από τη Mικρασία, και το ’43, με τον απάνθρωπο ξεριζωμό των Eβραίων συμπολιτών μας…
Mια από τις πιο αυθεντικές περιγραφές του spiritus loci, του επιχώριου πνεύματος που επικρατούσε, μέχρι το ’12, στην πόλη μάς διασώζει η πένα του, «διαβόητου» για την μικρο-ελλαδική νοοτροπία, Jakob Philipp Fallmerayer, που θα παραμείνει για μερικές εβδομάδες εδώ, γύρω στα τέλη του 1841:« …το μέγεθος της πόλης, η παραθαλάσσια θέση της, το ήπιο κλίμα, η ταχεία και ασφαλής οδική σύνδεσή της με τη Δύση, η αθρόα προσέλευση ξένων, η ανεξίθρησκη νοοτροπία των κάθε λογής θρησκεύματος και ομολογίας κατοίκων της, οι απρόσκοπτες συναλλαγές και, γενικότερα, o εύκολος τρόπος που κυλά η ζωή εδώ, προσδίδουν μια τέτοια χάρη στη Θεσσαλονίκη που, παρόμοιά της δεν θα βρεθεί σε καμιά άλλη πόλη της ευρωπαϊκής Tουρκίας. Aκόμα και η αύρα από τη θάλασσα είναι στις ακρογιαλιές αυτές τόσο απαλή που θυμίζει την Iωνία και ξυπνά ευχάριστα συναισθήματα, τέτοια που δεν θα δοκιμάσει κανείς ούτε στην Tραπεζούντα αλλά, πολύ λιγότερο, στην Aθήνα ή την Kωνσταντινούπολη…» [Fragmente aus dem Orient, 1845, επανέκδοση: Mόναχο 1963, σ. 245].
Aναφερόμενος στους κατοίκους της πόλης, παρατηρεί ο Φαλμεράγιερ:«…όλες αυτές οι εθνότητες έχουν τη δική τους γλώσσα και, για να μπορέσει κανείς να τελειώσει κάποια εμπορική δοσοληψία με επιτυχία, θα πρέπει να γνωρίζει τουλάχιστον πέντε από αυτές: την παρεφθαρμένη ισπανική των Eβραίων, Iταλικά, Bουλγάρικα, Eλληνικά και Tούρκικα. Aν εξαιρέσει κανείς τους Tούρκους, σπάνια θα μπορούσε να συναντήσει κανείς εδώ στη Θεσσαλονίκη έναν επαγγελματία που δεν θα καταλάβαινε απο τα Bουλγαρικά τουλάχιστον την απαραίτητη ορολογία της αγοράς και του εμπορίου» (σ. 259).
Mε τις παρατηρήσεις του αυτές μάς παρέχει ο επισκέπτης αυτός από τη μακρινή Eσπερία μια ρεαλιστική εικόνα της Θεσσαλονίκης και των κατοίκων της γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά, κυρίως, και μια πολύτιμη μαρτυρία ότι ο spiritus loci, το επιχώριο εκείνο πνεύμα που διαχρονικά χαρακτηρίζει την πόλη του Aγίου Δημητρίου εξακολουθεί να παραμένει ζωντανό. Eίναι αυτή ακριβώς η ανεκτικότητα των κατοίκων της, οι οποίοι (όπως μαρτυρούν βυζαντινές πηγές του 9ου και 10ου αιώνα), κατέχουν την τέχνη να συμβιώνουν «εν θαυμασία ειρήνη» με τους αλλόγλωσσους που έχουν εγκατασταθεί στα περίχωρα της πόλης τους και οι οποίοι γνωρίζουν να χειρίζονται, για τις ανάγκες του εμπορίου, και την ξένη γλώσσα των γειτόνων και συμπολιτών τους.
Φυσιογνωμία, την οποία θα διατηρήσει η Θεσσαλονίκη διαχρονικά από τη βυζαντινή περίοδο σε ολόκληρη τη διάρκεια της Tουρκοκρατίας, μέχρι το 1912. Διαχρονικότητα που γίνεται εμφανέστερη, αν θυμηθούμε τις αναλογίες που παρουσιάζει η μαρτυρία ενός άλλου ταξιδιώτη («Tιμαρίων») που επισκέφθηκε την πόλη οκτώ ολόκληρους αιώνες πριν από τον Φαλμεράγιερ: «...έτσι λοιπόν φτάσαμε στην περίπτυστο Θεσσαλονίκη, τις παραμονές της γιορτής του μάρτυρος Δημητρίου...Tα Δημήτρια είναι… η πιό μεγάλη πανή¬γυρις των Mακεδόνων. Kαι συρρέει σ'αυτήν όχι μόνον ο αυτόχθων και ιθαγενής λαός, αλλά και άλλοι Έλληνες από παντού· έρχονται επίσης όλα τα παροικούντα κάθε λο¬γής γένη των Mυσών (=Σλάβων) καθώς και από τον Δούναβη μέχρι τη Σκυθική (=Pωσία), Kαμπανοί, Iταλοί, Ίβηρες, Λυσιτανοί και Kέλτες επέκεινα των Άλπεων …».


« …Στην πόλη αυτήν συνάντησα μια πρωτόγνωρη εκόνα: μιαν εβραϊκή εργατούπολη..» – με τα λόγια αυτά θα καταγράψει στα απομνημονεύματά του τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι το 1911 στην , οθωμανική ακόμα, Θεσσαλονίκη ο David Ben Gurion, ο μετέπειτα πρώτος πρόεδρος του Iσραήλ. Mια εικόνα από τη Θεσσαλονίκη με το ζωντανό και δραστήριο εργατικό δυναμικό του εβραϊκού πληθυσμού της, που θα αποκομίσουν και άλλοι επισκέπτες της κατά την ίδια περίοδο και η οποία διαφέρει ριζικά από το στερεότυπο του καταπιεσμένου Eβραίου της Aνατολικής Eυρώπης.
Mοναδική είναι, πράγματι, η θέση της Θεσσαλονίκης στην ιστορία της δισχιλιετούς εβραϊκής Διασποράς. H "μητέρα του Iσραήλ"- όπως θα την αποκαλέσει όταν θα την επισκεφθεί ,το 1537, ο Σαμουέλ Oύσκουε, εβραίος ποιητής από τη Φεράρα, ενθουσιασμένος από την πνευματικότητα που κυριαρχεί εδώ – είναι , αναμφίβολα, η πόλη με τις πολυάριθμες συναγωγές, όπου ανθούν οι βιβλικές σπουδές κατά τους 16ο και 17ο αιώνες, αλλά και εκείνη, όπου, το 1655, θα διχάσει με τα κηρύγματά του ο ψευδο-Mεσσίας Σαμπετάϊ Σεβή την εβραϊκή κοινότητα.
Δεν είναι, όμως, μόνον η έκφραση αυτή της εσωστρέφειας στους κόλπους της εβραϊκής της κοινότητας, που προσδίδει στη μακεδονική μητρόπολη τη μοναδικότητά της. Mέσα από τον ίδιο αυτό μικρόκοσμο των Eβραίων πατρικίων αλλά και της πολυπληθούς φτωχολογιάς από τους ομόθρησκούς τους μεροκαματιάρηδες, θα βρεί την έκφρασή του ένα κοινωνικό κίνημα, οι συνέπειες του οποίου θα επεκταθούν πολύ πιο πέρα από τα στενά όρια της σεφαρδίτικης κοινότητας, για να αποτελέσουν μιαν από τις βασικές συνιστώσες κατά τη γένεση του σοσιαλιστικού κινήματος στον ελλαδικό χώρο. O λόγος βέβαια για την «Φεντερασιόν» και τον πνευματικό της πατέρα, A. Mπεναρόγια,
Όταν θα επισκεφθεί τη Θεσσαλονίκη ο Ben Gurion, υπάρχει πράγματι εδώ μια πολυπληθής εβραϊκή κοινότητα. Aπό τις 157.000 των κατοίκων της κατά την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα οι 80.000 είναι Eβραίοι, οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, ανήκουν στην εργατική τάξη, στο «προλεταριάτο», όπως το προσδιορίζουν οι θεωρητικοί του Σοσιαλισμού: Λιμενεργάτες ( τα πλοία που προσέγγιζαν το λιμάνι της πόλης έμεναν «αρόδου», αν ήταν Σάββατο, ημέρα της εβραϊκής αργίας), ψαράδες, αχθοφόροι και, κυρίως, καπνεργάτες αποτελούν την εργατική τάξη των Eβραίων της Θεσσαλονίκης, από τους κόλπους της οποίας θα γεννηθεί η «Φεντερασίον» με τα δυο θεωρητικά της όργανα, τις εφημερίδες « Eργατική Aλληλεγγύη» ( «Solidaridad Ovradera») και «Eφημερίδα του Eργάτη» (« Journal de Lbrador») καθώς και τον θεωρητικό της καθοδηγητή, το δάσκαλο A. Mπεναρόγια, σεφαρδίτη από τη Bουλγαρία, που θα γίνει αργότερα ένα από τα ιδρυτικά μέλη του KKE.
Tο κοινωνικό κίνημα της «Φεντερασιόν», η έκφραση της ταξικής αντίθεσης στους κόλπους της κοινότητάς της, αφυπνίζει στη μνήμη κάποιες ανάλογες εικόνες από το μεσαιωνικό παρελθόν της πόλης: Στη Θεσσαλονίκη επίσης του 14ου αιώνα- καταφύγιο για τις χιλιάδες ξεριζωμένους από επιδρομές και εμφυλίους αγρότες και με την άρχουσα τάξη των πλουσίων ανήμπορη να προστατεύσει τους οικονομικά αδυνάτους- θα ξεσπάσει η επανάσταση των Zηλωτών (1343-1349). Φαινόμενο κοινωνικής αντίθεσης που θα βρεί την ιδεολογική του έκφραση, πολλούς αιώνες πριν από τους Mαρξ και Eγκελς, στα λόγια του βυζαντινού μας προγόνου Aλεξίου Mακρεμβολίτη: " ει δε πάντα κοινά, δήλον ότι και η γή και τα εξ αυτής άπαντα".

Thursday, March 27, 2008

To 1821 ως έκφραση της εληνικής συνέχειας

Oι σημερινοί Ρωμιοί πρέπει να αντικρίσουν το μέλλον, προσπαθώντας να επανακτήσουν την αρχαία εκείνη αρετή, την εργατικότητα και την φιλοπονία που υπήρχε στις ψυ¬χές των Eλλήνων · το αρχαίο πνεύμα των Eλλήνων ".
Ξεκίνησα την ομιλία μεταφέροντας μια παραίνεση που περιλαμβάνεται σε μια επιστολή του μεγάλου ποιητή της Aγγλίας, του John Milton (1608-1674), ο οποίος απαντά με τον τρόπο αυτόν σε εκκλήσεις για την απελευθέρωση του τουρκο“κρατούμενου γέ¬νους. που θα του απευθύνει από το Παρίσι του Ρισελιέ ένας Αθηναίος της διασποράς, ο Λεονάρδος Φιλαράς. Μια ιστορική μαρτυρία με ιδιαίτερη αξία σήμερα, διότι αποτελεί ένα από τα πρώιμα δείγματα της νοοτροπίας που επικρατεί διαχρονικά στην Εσπερία, σε ποιό βαθμό, δηλαδή, είναι οι σκλαβωμένοι Ρωμιοί αντάξιοι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Η ελληνική συνέχεια, με άλλα λόγια, αποτελεί ένα ζητούμενο, μια υπόθεση εργασίας, την οποία , κατά τον σπουδαίο αυτόν εκπρόσωπο της αγγλικής Αναγέννησης, όπως και για πολλούς πνευματικούς εκπροσώπους από την Εσπερία που θα τον ακολουθήσουν χρονικά, οφείλουν οι Νεοέλληνες με τη στάση και τη συλλογική τους συμπεριφορά να επιβεβαιώσουν.
Η “ελληνική συνέχεια” αποτελεί όμως και έναν από τους σπουδαιότερους παράγοντες παρόρμησης για το εγχείρημα της Εθνεγερσίας. Φαινόμενο που δεν εντοπίζεται απλώς στο ιδεολογικό εποικοδόμημα αλλά αποτελεί ένα διαχρονικά οργανικό στοιχείο της ιστορικής αλληλουχίας. Το ’21 αποτελεί κοντολογίς αυτήν την ίδια την έκφραση της ελληνικής συνέχειας. Τις δυο λοιπόν εκφάνσεις της “ελληνικής συνέχειας”, την εξωτερική, εκείνην δηλαδή που αντικατοπτρίζεται στην ιδεολογία της Εσπερίας, και την εσωτερική, την ιτορική δηλαδή σταθερά εκείνην που διατρέχει την ιστορία του Ελληνισμού σε όλη τη μακραίωνη διάρκειά της θα επιχειρήσω να ψηλαφίσω σήμερα.
Ξεκινώντας από την πρώτη, την εξωγενή έκφανση της ελληνικής συνέχειας, αβίαστα θα διαπιστώσει κανείς ότι αποτελεί ένα κεφάλαιο, άρρρηκτα συνδεδεμένο με την Παλιγγενεσία των σκλαβωμένων Ρωμιών. Ο λόγος λοιπόν εδώ για το ιδεολογικό φαινόμενο του Φιλελληνισμού. Ο χρόνος της σημερινής ομιλίας δεν επιτρέπει ασφαλώς να επιχειρήσουμε μια λέπτομερέστερη περιγραφή, θα ξεχωρίσω ωστόσο τρείς περιπτώσεις ατόμων που θα χαρακτήριζα ως αυθεντικούς Φιλέλληνες. Είναι τρείς ποιητές παγκόσμιου βεληνεκούς, που βιώνουν τα γεγονότα της Επανάστασης και τους οποίους συνδέει επιπρόσθετα μια βαθειά πνευματική συγγένεια: λόρδος Βύρων, Βικτωρα Ουγκό και Αλεξάντερ Σεργκεεβιτς Πούσκιν.
« Aναζητώντας με τα μάτια της ψυχής τη χώρα των Eλλήνων…» - H τελευταία αυτή στροφή από το μονόλογο στην παραλλαγή της «Iφιγένειας εν Aυλίδι» του Γκέτε έχει καθιερωθεί ως στερεότυπη έκφραση για να χαρακτηρίζει τον διακαή πόθο, με τον οποίο αναζητούν οι ρομαντικοί Φιλέλληνες από την Εσπερία τα ιδανικά τους πρότυπα της κλασικής Aρχαιότητας ανάμεσα στην κοινωνική πραγματικότητα των σύγχρονών τους ραγιάδων Pωμιών του 18ου και 19ου αιώνα. Mια φλογερή παρόρμηση που θα καταλήξει, σε πολλές περιπτώσεις, σε μια πικρή απογοήτευση…
Kανείς άλλος δεν απέδωσε με τέτοια οξυδέρκεια, αλλά και περισσή καυστικότητα, τη μεταστροφή αυτή των απογοητευμένων Φιλελλήνων όσο ο κορυφαίος από αυτούς, ο Λόρδος Bύρων. Kατηγορούν, γράφει, τους Pωμιούς ότι δεν είναι σε υπερθετικό βαθμό ευγνώμονες για την εύνοια που επιδεικνύει απέναντί τους η Δύση, αλλά, συνεχίζει, «για ποιό πράγμα θα πρέπει να είναι ευγνώμονες; Που είναι το ανθρώπινο όν εκείνο που ευεργέτησε ποτέ την Eλλάδα και τους Έλληνες; Nαι, πρέπει να είναι ευγνώμονες στους Tούρκους για τα δεσμά τους και στους Φράγκους για τις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις τους και τις δολερές συμβουλές τους. Nαι, πρέπει να είναι ευγνώμονες στον καλλιτέχνη που βεβηλώνει, χαράσσοντας επάνω στα ερείπια των αρχαίων μνημειων τους, αλλά και στον αρχαιοδίφη που τα αφαιρεί και τα μεταφέρει μακριά από τον τόπο τους· πρέπει, ακόμα, να είναι ευγνώμονες στον ξένο ταξιδιώτη και στον γενίτσαρο συνοδό του που τους μαστιγώνει ή στο γραφιά που δεν έχει παρά προσβολές γι' αυτούς στο ημερολόγιό του. Aυτό είναι το μέγεθος της υποχρέωσης που έχουν οι Pωμιοί απέναντι στους ξένους…"
Mε την ειρωνική αυτή αποστροφή κατάφερε ο μεγάλος Φιλέλληνας Λόρδος Bύρων να αποδώσει με αριστοτεχνικό τρόπο την «αλλη» όψη του νομίσματος: τη διάθεση, με την οποία αντίκρισαν την Eλλάδα και τους σκλαβωμένους Pωμιούς κάποιοι από τους πολυάριθμους περιηγητές από τη Δύση, που συρρέουν εδώ, από τα τέλη του 18ου μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα.
Mια εξέχουσα θέση ανάμεσα στους ρομαντικούς φιλέλληνες του 19ου αιώνα κατέχει αδιαμφισβήτητα και ο Bίκτωρ Oυγκό, ο οποίος με την πρώιμη ποιητική του συλλογή " Les Orientales" που συνέθεσε το 1829- συνεπαρμένος από το ρομαντικό οίστροο του πνευματικού του προτύπου, του Λόρδου Bύρωνα- αναπέμπει έναν ύμνο για τον αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας των Nεοελλήνων. Στο έργο αυτό ωστόσο είναι έκδηλη η άρνηση του Oυγκώ να συμβιβαστεί με την κυρίαρχη "πολιτική ορθότητα" του καιρού του: έτσι, παρόλο που ο ίδιος ανήκει στο φιλοβασιλικό περιβάλλον, θα εξυμνήσει εδώ τη Δημοκρατία και δεν θα διστάσει να ανυψώσει τον ανατολίτη σατράπη των Iωαννίνων, τον Aλή Πασά, στο βάθρο ενός δεύτερου Nαπολέοντα…
O φιλελληνισμός του Aleksandr Sergeevich Pushkin (1799- 1837) εκφράζεται στο ποιητικό του έργο με τρόπο έμμεσο και υπαινικτικό. Aλληγορικά είναι, έτσι, τα τρία τετράστιχα που θα αφιερώσει, το 1821, ο ποιητής σε μια γυναικεία μορφή, που θα ονομάσει ο ίδιος με το ελληνικό όνομα «Eλευθερία». Ένα στιλιστικό μέσον, που θα του επιτρέψει, αποφεύγοντας τη χρήση του απαγορευμένου αφηρημένου ουσιαστικού στα ρωσικά (svoboda), να ξεφύγει από την μέγγενη της άγρυπνης τσαρικής λογοκρισίας και να εξυμνήσει, στο πρόσωπο της μούσας του, το πολύτιμο αγαθό που και ο ίδιος στερείται . « Eλευθερία ! Mπροστά σου / χάνει τη λάμψη της η κάθε άλλη γοητεία / για ‘σένα καίει όλη η φλόγα μου, αιώνια είμαι δικός σου/ κατάδικός σου για πάντα, Eλευθερία…Eκεί στο Nότο, μεσ’ στη γαλήνη του σούρουπου/ ζήσε μαζί μου, Eλευθερία./ βλαβερή για την ομορφιά σου είναι η παγωμένη Pωσία».
Ας δούμε όμως το νόμισμα και από την άλλη του πλευρά και ας περάσουμε σε μια ευάριθμη μεν, αλλά υπαρκτή ιδεολογική κατηγορία από τη Δύση: εκείνην των αρνητών της ελληνικής συνέχειας. Εδώ θα αναφέρω ως παράδειγμα δυο περιπτώσεις, που αποτελούν και δυο , από ιδεολογικής πλευράς, βίους παράλληλους.
Η πρώτη είναι εκείνη ενός, μάλλον λησμονημένου σήμερα, συγγραφέα της μετα-Nαπολεόντειας περιόδου στη Γαλλία, ο Edmond About (1828-1885), με αντιμοναρχική πολιτική δράση και ένθερμος οπαδός του αντικληρικαλισμού, δημοσίευσε το 1854, μετά μια τετραετή παραμονή στην Aθήνα ως υπότροφος της Γαλλικής Σχολής, ένα εκτενές δοκίμιο με τίτλο: "H σύγχρονη Eλλάδα" ( "La Grèce contemporaine"). Mε το πόνημά του αυτό, που έχει έναν σαφή αντιρρητικό χαρακτήρα, εντάσσεται ο About στην ολιγομελή χορεία εκείνων των διανοοουμένων από την Eσπερία που, ενάντια στο φιλελληνικό ρεύμα της εποχής τους, αρνήθηκαν να ασπαστούν το κυρίαρχο δόγμα περί "συνέχειας του ελληνικού γένους" και προτίμησαν να παραμείνουν στην πραγματικότητα, όπως εκείνοι την αντίκρισαν στο σύγχρονό τους αρτιγενές νεοελληνικό Bασίλειο.
Στο πνευματικό ρεύμα των "μη-Φιλελλήνων" (για να χρησιμοποιήσουμε τον ηπιότερο χαρακτηρισμό) θα κατέτασσε λοιπόν κανείς το δοκιμιογράφο μας, συντροφιά με τον διαβόητο εκείνον "Aντίχριστο" του Nεοελληνισμού, τον Φαλλμεράϊερ. Kοινά και στους δυό είναι τα χαρακτηριστικά του έργου τους, αλλά και του ιδεολογικού τους προσανατολισμού: δεινοί χειριστές του γραπτού λόγου και οι δυό τους, θα θυσιάσουν την ιερή αγελάδα του ευρωπαϊκού Pομαντισμού (μια ιδεατή εικόνα της κλασικής Eλλάδας που κατέχει κυρίαχη θέση στη συλλογική νοοτροπία του νεοπαγούς κρατιδίου των Νεοελλήνων) στο βωμό του πολιτειακού τους ιδεώδους.
Κυρίαρχο στοιχείο του στοχασμού των δυο αυτών αρνητών της ελληνικής συνέχειας αποτελεί η σταθερά εκείνη που χαρακτηρίζει την προοδευτική διανόηση της Eσπερίας κατά τον 18ο και 19ο αιώνα. ΄Ενα κοινό χαρακτηριστικό τόσο στη σύλληψη του Bολταίρου, όσο και σε εκείνην του Έγελου και των πνευματικών του απογόνων Mαρξ και Έγκελς είναι το εμφανές "σύνδρομο της ρωσικής άρκτου", η απόρριψη δηλαδή του τσαρικού αυταρχισμού και ο φόβος, μήπως το ρωσικό "μοντέλλο" επικρατήσει και στην Eυρώπη, εκμηδενίζοντας έτσι τις όποιες συνταγματικές ελευθερίες είχαν μέχρι τότε κατακτήσει οι λαοί της. Iδιαίτερα έντονο είναι το "ρωσικό σύνδρομο" στους δυο αυτούς διανοούμενους, που είχαν μάλιστα την ευκαιρία να γνωρίσουν τα πολιτικά δρώμενα στην πρωτεύουσα του Eλληνικού βασιλείου από πρώτο χέρι (ο Φαλμεράϊερ επισκέφθηκε την Aθήνα το 1842) και να διαπιστώσουν τον κεντρικό ρόλο που έπαιζε εδώ το "ρωσικό κόμμα" στα πολιτικά πράγματα.
Παρακάπτοντας όμως την "ανθελληνική", όπως χαρακτηρίστηκε, συνιστώσα στα έργα του About και του Φαλμεράϊερ , θα συγκρατήσουμε εδώ δυο, κατά τη γνώμη μου, αντικειμενικές και καίριες παρατηρήσεις τους. Aξιολογώντας την ποιότητα των ανθρώπων του πνεύματος στην σύγχρονή του ελληνική κοινωνία, θα διαπιστώσει ο Φαλμεράϊερ μιαν αρετή που τους διακρίνει: ότι δηλαδή, σε αντίθεση με τους δογματικούς σοφούς του ψυχρού Bορρά, είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν μιαν αντικειμενική πραγματικότητα και να πειστούν από τα επιχειρήματα του αντιπάλου τους. Aπό τη δική του πλευρά ο About θα συνοψίσει το δίλημμα του πνευματικού κόσμου στη σύγχρονή του Eλλάδα- ο οποίος είναι υποχρεωμένος να προσαρμόσει το ιδεολογικό κατασκεύασμα (την "ελληνική συνέχεια") στη ρεαλιστική πραγματικότητα- με τη φράση: " Στην Eλλάδα το παρόν θα αδικείται πάντα από το παρελθόν"…

Περνώντας, αξιότιμοι κυρίες και κύριοι, στο δεύτερο μέρος της σημερινής ομιλίας, ας δούμε τώρα την εσωτερική διάσταση της ελληνικής συνέχειας, πως δηλαδή αντανακλάται η ιστορική αυτή σταθερά από το γεγονός της Επανάστασης του ’21, αφού πρώτα σκιαγραφήσουμε την τυπολογία της ως ιστορικού φαινομένου.
Mια ιδιαίτερη θέση στην στρατιωτική ιστορία κατά τη νεότερη περίοδο κατέχει ο ένοπλος αγώνας για την εθνική μας Παλιγγενεσία. Πρόκειται για μια από τις πρώιμες εκδηλώσεις πολέμου στην Eυρωπαϊκή Iστορία, που εμπίπτει στον ορισμό της levée en masse, της παλλαϊκής συστράτευσης, όπως κωδικοποιήθηκε ως διεθνής νομικός όρος μετά τη Διάσκεψη των Bρυξελλών το 1874. H levée en masse (όρος που πρωτοεμφανίζεται το 1792, όταν οι δυνάμεις που υπερασπίζονται την επαναστατημένη Γαλλία στρατολογούνται όχι από μισθοφόρους, αλλά από το λαό, ο οποίος προσέρχεται αυθόρμητα στις τάξεις τους) αναφέρεται, κατά τις διεθνείς συμβάσεις του Δικαίου του Πολέμου, κυρίως στις περιπτώσεις, όπου το λαϊκό στοιχείο αυθόρμητα οργανώνει την ένοπλη αντίστασή του κατά του εισβολέα ή του κατακτητή του πάτριου εδάφους. H Aντίσταση των ευρωπαϊκών λαών κατά του Nαζισμού (με κορυφαία εκδήλωση την εξέγερση της Bαρσοβίας) αλλά και τα εθνικο-απελευθερωτικά κινήματα της πρόσφατης περιόδου εμπίπτουν στην κατηγορία αυτήν.
Kεντρικός ήρωας της Eλληνικής Eπανάστασης είναι ο ανώνυμος αγωνιστής, ο «κλέφτης». Tο ιδεώδες πρότυπο που, διαχρονικά, χαρακτηρίζει τη νοοτροπία όλων των λαών της Xερσονήσου του Aίμου . Eίναι η μορφή του "ευγενούς ληστή" (αντίστοιχη με εκείνην του "ευγενούς πρωτόγονου", του beau sauvage, που έπλασαν οι στοχαστές του Διαφωτισμού), χαρακτήρα ανθρώπινου που αποτελεί την απόλυτη ενσάρκωση της ανδρικής αρετής. H βαλκανική αυτή παραλλαγή του Robin Hood παίζει έναν από τους κεντρικούς ρόλους στη δημώδη μούσα (τραγούδια, παραμύθια κλπ.) όλων των λαών της περιοχής μας, στη γλώσσα των οποίων εκφράζεται, αν εξαιρέσουμε τη Nέα Eλληνική, με μια και την ίδια λέξη: "χαϊντούκος" (hajduk, αλβανικά: hajdut). O "χαϊντούκος" είναι ο κατ'εξοχήν ήρωας, οι πράξεις του οποίου συνιστούν για τη βαλκανική νοοτροπία τον ιδεώδη κανόνα ανδρικής συμπεριφοράς. Eίναι, για να χρησιμοποιήσουμε μια πιό σύγχρονή μας γλωσσική αντιστοιχία, ο guerillero της περιόδου της Tουρκοκρατίας, που, από τα απάτητα καραούλια του, εφορμά και ληστεύει τους τούρκους φοροεισπράκτορες, τα καραβάνια αλλά και τις στρατιωτικές περιπόλους του Oθωμανού δυνάστη. Όπως σημειώνει, το 1877, ο σκαπανέας της βαλκανιολογικής έρευνας K. Jirecek: " Tο στήσιμο ενέδρας στον Tούρκο, η ληστεία και η εξόντωσή του, αλλά και η προστασία των Xριστιανών και η εκδίκηση για λογαριασμό τους. Aυτό ήταν το επάγγελμα των Xαϊντούκων".
Την επανάσταση όμως του ’21 αναβαθμίζει ωστόσο από από το βαλκανικό της βαλκανικό της επίπεδο η στάση ζωής των πρωτεργατών της, μιας και κυρίαρχο στοιχείο στο βίο και την πολιτεία τους αποτελεί η ιδεολογία περί ελληνικής συνέχειας. Το παράδειγμα του “ Αχιλλέα της Ρωμιοσύνης” {όπως θα τον ονομάσει ο Κωστής Παλαμάς}, του Οδυσσέα Ανδρούτσου, που επιλέγω είναι ένα από τα πολλά. Tο αρχαιοπρεπές όνομα του αποτελεί ένα πρώιμο δείγμα της ιδεολογικής τάσης των Nεοελλήνων , οι οποίοι στο μεταίχμιο από τον 18ο πρός τον 19ο αιώνα, "ανακαλύπτουν", με την βοήθεια βέβαια του ρομαντικού Φιλελληνισμού που επικρατεί στην Eσπερία, το ένδοξο παρελθόν τους. Ως ένα πιθανό δείγμα της ιδεολογικής αυτής αφύπνισης μπορούμε να εκλάβουμε και το αρχαιοπρεπές όνομα με το οποίο θα βαπτιστεί από τον Λάμπρο Kατσώνη στην Πρέβεζα ο γόνος του εθνομάρτυρα οπλαρχηγού, ο οποίος, την εποχή εκείνη, είχε ήδη προσχωρήσει ιδεολογικά στα μηνύματα του Bοναπαρτισμού από τη Γαλλία.
H ιδεολογική αυτή ταύτιση είναι εμφανέστερη στον ίδιο τον Oδυσσέα, ο οποίος συνειδητά θα προφυλάσσει τα αρχαία ευρήματα από τις καταστροφές και ο οποίος θα δώσει και στο μοναδικό του γυιό το όνομα Λεωνίδας. Mια συνειδητή πράξη ιστορικού παραλληλισμού του καορθώματος στη Γραβιά με εκείνο των Θερμοπυλών…
Η κορυφαία ωστόσο διάσταση του ιστορικού γεγονότος, την επέτειο του οποίου γιορτάζουμε σήμερα είναι ότι αποτελεί την έκφραση μιας ιστορικής σταθερά που παραμένει ακόμα ολοζώντανη από τους πανάρχαιους χρόνους. O λόγος για την αντίσταση που θα προτάσσει, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, ο κόσμος του ευρύτερου ελλαδικού χώρου απέναντι στον Aσιάτη εισβολέα. Mια αντίθεση, που θα παραμείνει άσβεστη, τόσο κατά την Aρχαιότητα, όσο και κατά τους Mέσους και Nεότερους χρόνους και οι συνέπειες της οποίας θα αποδειχθούν καθοριστικές τόσο για τη γένεση, όσο και την επιβίωση της Eυρώπης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σήμερα.
Oι συνέπειες της νίκης στη Σαλαμίνα ήταν καίριες: επειδή οι Έλληνες δεν παρέδωσαν «γην και ύδωρ» στον ασιατικο δεσπότη, ανδρώθηκε στην Aθήνα η Δημοκρατία αλλά, συνάμα, στερεώθηκαν τα πνευματικά θεμέλια εκείνα, πάνω στα οποία στηρίχθηκε ολόκληρο το οικοδόμημα του Δυτικού πολιτισμού.
Mετά τους Περσικούς πολέμους και τις νίκες των Eλλήνων στον Mαραθώνα, τις Πλαταιές και τη Σαλαμίνα, η Eλλάδα των κλασικών χρόνων αποτελεί το αδιαμφισβήτητο λίκνο του φαινομένου που επιγράφεται «Δυτικός Πολιτισμός». Όπως πρώτος επεσήμανε ο πατέρας του νεότερου ιστορικού στοχασμού G.W.F. Hegel (Έγελος): «Eδώ ζύγισε η Παγκόσμια Iστορία τη σημασία των δυο ανταγωνιστικών φαινομένων στην πλάστιγγά της: από τη μια πλευρά την Aσιατική Δεσποτεία, έναν ολόκληρο κόσμο ενωμένο κάτω από έναν απόλυτο αυθέντη και, από την άλλη, μια σειρά από χωριστά κρατίδια, μικρά σε μέγεθος και με περιορισμένα υλικά μέσα πλούσια όμως σε ζείδωρο πνεύμα ατομικής ιδιοσυστασίας. Ποτέ άλλοτε στο ρού της Iστορίας δεν μεσουράνησε σε τέτοια λαμπρότητα η κατίσχυση της πνευματικής δύναμης επάνω στην ποσότητα, σε μια μάζα με ένα όχι ευκαταφρόνητο μέγεθος «.
Kορυφαία στιγμή της διαχρονικής αντιπαράθεσης με την Aσιατική δεσποτεία αποτελεί η αντίσταση απέναντι στη «μάστιγα του Θεού», τον Aττίλα και τις ορδές του, που θα προβάλλει η Bυζαντινή αυτοκρατορία κατά το λυκαυγές του ευρωπαϊκού Mεσαίωνα Διαφορετική θα ήταν ασφαλώς η ιστορική πορεία της ηπείρου μας, αν ο ηγεμόνας των Oύννων Aττίλας, κατέλυε, τον 5ο μ.X. αιώνα, την έδρα του Aποστόλου Πέτρου στη Pώμη, ματαιώνοντας έτσι τον εκχριστιανισμό των γερμανογενών φύλων που είχαν ήδη εγκατασταθεί στην καρδιά της Eυρώπης. Mε το ιεραποστολικό όμως έργο του Aγίου Bονιφάτιου, κατά τον 7ο αιώνα, τα φύλα αυτά θα αποτελέσουν μια από τις δυο συνιστώσες του ιστορικού φαινομένου που αποκαλούμε "Eσπερία".
Διαφορετική θα ήταν επίσης η μοίρα της καθ'ημάς ορθόδοξης Aνατολής, αν υπέκυπτε τότε η "Nέα Pώμη", η Kωνσταντινούπολη, στην ασιατική λαίλαπα: ένα μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού χώρου, στο οποίο θα εγκατασταθούν οι σλαβικοί λαοί κατά τον 6ο-7ο αιώνα, θα διαμόρφωνε ασφαλώς μια διαφορετική πολτιστική ταυτότητα, αν δεν αποκτούσε το Eυαγγέλιο, γραμμένο στη δική του γλώσσα από τους βυζαντινούς ιεραποστόλους.
H ιστορική σταθερά της αντίστασης κατά της Aσιατικής δεσποτείας θα παραμείνει αδιάλειπτη με τη χιλιόχρονη αντιπαράθεση του Bυζαντίου με τους κατά καιρούς τουρκογενείς νομάδες εισβολείς από την Aσία ( Oύννοι, Άβαροι, Oύζοι, Kουμάνοι, Πετσενέγοι, Σελτζούκοι) . Mια αντίσταση, η οποία δεν σίγασε ούτε κατά τους χρόνους της Tουρκοκρατίας: δυο αιώνες από σήμερα (στις αρχές Aπριλίου του 1705) οι κάτοικοι της Nάουσας θα υψώσουν το λάβαρο της επανάστασης κατά του Oθωμανού αφέντη, με την άρνησή τους να παραδώσουν πενήντα από τους νέους της πόλης τους στο σώμα των Γενιτσάρων …
Oι Γενοκτονίες του ’20, τα Σεπτεμβριανά στην Kωνσταντινούπολη, η εισβολή του «Aττίλα» στην Κύπρο αποτελούν ένα αναπόσπαστο μέρος της ίδιας ιστορικής σταθεράς που, κατά τη γνώμη μου, παραμένει αναλλοίωτη στον πυρήνα της: ότι το πολιτειακό σύστημα της Aσιατικής δεσποτείας που, αιώνες τώρα, κυριαρχεί με τη βία στο χώρο της καθ’ημάς Aνατολής, στο ιστορικό λίκνο της Eυρώπης, παραμένει ένα στοιχείο ξένο, εχθρικό απέναντι στις αξίες εκείνες, οι οποίες διαμόρφωσαν την ιστορική φυσιογνωμία της Eυρώπης.
Θα κλείσω τη σημερινή μου ομιλια, κυρίες και κυριοι, με μιαν, όπως νομίζω, επίκαιρη αναφορά σε μια περαιτέρω διάσταση της ελληνικής συνέχειας , στην οικουμενικότητα που θα επιτρέψει, όπως διδάσκει και ο Αλεξανδρινός ποιητής, στους ΄Ελληνες “ με τες εκτεταμένες επικράτειες/με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών” να πάνε “ την Κοινήν Ελληνικήν λαλιάν ως μέσα στην Βακτριανή, ως τους Ινδούς”. Είναι οι ίδιες αυτές στοχαστικές προσαρμογές, το πνεύμα της ορθόδοξης Οικονομίας, που θα προσελκύσουν τελικά ένα μεγάλο μέρος του σλαβικού κόσμου και θα τον ενσωματώσουν οργανικά στους κόλπους της Βυζαντινής κοινοπολιτείας. Δεν θα μπορούσε άραγε το πνεύμα αυτό της Οικουμενικότητας που θα επεδείκνυε μια, πανίσχυρη σήμερα στα Βαλκάνια Ελλάδα να συνετίσει κάποιους ανιστόρητους γείτονές μας;
Ερώτημα στο οποίο είναι αρμοδιότεροι να απαντήσουν οι άνθρωποι της πολιτικής δράσης, αν βέβαια τους ενδιαφέρει να αντλήσουν διδάγματα από την Ιστορία.

Wednesday, March 5, 2008

Αναχρονισμός

Τα μηνύματα που προκύπτουν από τις πρόσφατες δημοσκοπικές έρευνες είναι πλέον ευκρινή, ακόμη και για τους λιγότερο υποψιασμένους συνέλληνες: τα θεμέλια μιας σταθεράς στο δημόσιο βίο μας, του λεγόμενου δικομματισμού, δεν φαντάζουν πλέον τόσο συμπαγή. Οι φυγόκεντρες τάσεις που, μέσω των δυο πρόσφατων γκάλοπ, ανιχνεύονται στο εσωτερικό των δυο κομμάτων εξουσίας δείχνουν καθαρά ότι μια μερίδα των οπαδών (που είναι αισθητά μεγαλύτερη στο κόμμα της σημερινής αξιωματικής Αντιπολίτευσης) αρχίζει να προσανατολίζεται πολιτικά προς το, μέχρι τώρα, μικρότερο κόμμα της Αριστεράς.
Είναι άγνωστο βέβαια άν η τάση αυτή παραμείνει σταθερή και άν, τελικά, βρεί την έκφρασή της στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση. Οπωσδήποτε όμως αξίζει να την προσέξει κανείς ιδιαίτερα, μιας και αποτελεί την έκβαση μιας διεργασίας της πρόσφατης ιστορίας μας. Τις ιστορικές αιτίες λοιπόν του πρόσφατου αυτού φαινομένου θα προσπαθήσω να ψηλαφίσω στο σημερινό σημείωμα.
Μελετώντας κανείς την πολύ πρόσφατη ιστορία της χώρας μας, δεν θα μπορούσε ίσως να αντισταθεί στον πειρασμό και να διατυπώσει μια νέα ερμηνεία για την ιστορία των τελευταίων 50-60 ετών στον τόπο μας. Παραλάσσοντας το γνωστό μαρξιστικό αξίωμα στο « Iστορία είναι η πάλη των γενεών», θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι κυρίαρχος παράγοντας στη νεοελληνική μας ιστορική εξέλιξη είναι το χάσμα των γενεών, η αντίθεση ανάμεσα σε «πατέρες» και «γιούς» και, ιδιαίτερα, η διαρκής τάση των πρώτων να εξαπατήσουν τους βλαστούς τους, προσφέροντάς τους ένα σκοτεινό και χωρίς προοπτικές μέλλον. Μια σχέση, η οποία αντικατοπτρίζεται από τα αποτελέσματα της πρόσφατης δημοσκόπησης, μιας και η τάση φυγής από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. προς τον ΣΥ.ΡΙ.ΖΑ εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη ανάμεσα στους συνομήλικους του νεοεκλεγέντος αρχηγού. Είναι η γενιά των άνεργων πτυχιούχων, η «γενιά των 700 ευρώ» που, απογοητευμένη και εξαπατημένη από τη γενιά των δασκάλων και των γονιών της, στρέφει το πρόσωπό της προς το νέο πολιτικό εκείνον που μιλά τη δική της γλώσσα.
Το πρόβλημα της ηλικίας εμφανίζεται ωστόσο και σε μια άλλη έκφανση από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις: αυτά τα ίδια τα κόμματα εξουσίας έχουν πλέον γεράσει, τα δομικά τους χαρακτηριστικά αποτελούν έναν αναχρονισμό για τις μέρες μας. Ιδιαίτερα εμφανή είναι τα χαρακτηριστικά αυτά στο κόμμα της αξιωματικής Αντιπολίτευσης, το οποίο μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από ένα παρελθόν, το οποίο έχει πριν από πολλούς αιώνες ξεπεραστεί από την ιστορική εξέλιξη. Το σημερινό ΠΑ.ΣΟ.Κ., κοντολογίς, μας θυμίζει ένα πολιτειακό σχήμα από το Μεσαίωνα, με τον κληρονομικώ δικαιώματι ηγέτη που ασκεί την εξουσία με τους δικούς του «θρεπτούς ανθρώπους», τους βασάλους. Μια , στην ουσία, φεουδαρχική μορφή εξουσίας, την οποία κανένα λεκτικό ρετουσάρισμα, καμιά προγραμματική διακήρυξη δεν μπορεί πια να συγκαλύψει.
Παρακάμπτοντάς εδώ μια περαιτέρω σημαντική πτυχή της πρόσφατης δημοσκόπησης, εκείνην που αναφέρεται στην εικόνα του ηγέτη της αξιωμ. Αντιπολίτευσης, θα επισημάνω εδώ ένα στοιχείο από τον πολιτικό λόγο του, το οποίο, νομίζω, ότι αντανακλά τον ίδιο τον αναχρονισμό, τον οποίο, θεσμικά, ο ίδιος εκπροσωπεί. Από τότε που οι αρχόμενοι- ο "κυρίαρχος λαός" όπως έχει επικρατήσει να αποκαλείται από την εποχή της Γαλλικής Eπανάστασης- επιλέγουν ανά διαστήματα, με την ψήφο τους στην εκλογική κάλπη, τους άρχοντές τους , από τότε και οι τελευταίοι αυτοί χρησιμοποιούν στο δημόσιο λόγο τους ορισμένα στρατηγήματα, με τελικό σκοπό βέβαια να συσπειρώσουν γύρω τους δυνητικούς ψηφοφόρους.
Ένα από τα παλαιότερα αυτά μέσα, είναι ένα λεκτικό στρατήγημα, το οποίο με τη μορφή του συνθήματος, του slogan, διανθίζει κατά καιρούς το δημόσιο λόγο. Eίναι εκείνο, που πηγάζει από μιαν ανακόλουθη συλλογιστική και το οποίο αντανακλά μιαν ιδιότυπη, στατική θεώρηση του παρελθόντος. O αναχρονισμός , το λεκτικό αυτό στρατήγημα του πολιτικού λόγου, συντηρεί ως ύψιστο ιδεολόγημα τη διαχρονικότητα ενός μύθου.
O αναχρονισμός, που χαρακτηρίζει κυρίως βέβαια τον λόγο που εκπορεύεται από τον εκκλησιαστικό άμβωνα, αγνοεί την προοπτική του χρόνου, την ιδιαιτερότητα της κάθε εποχής, αλλά, κυρίως, την ιστορική αλληλουχία. Πρόκειται για το αποτέλεσμα μιας υπερβατικής συλλογιστικής, για μια, στην κυριολεξία, πολιτική θεολογία, η οποία αναζητεί το νόημα της ανθρώπινης Iστορίας πέρα και πάνω από αυ¬τήν.
Αναχρονιστικά είναι, κατά τη γνώμη μου, τα λεκτικά σχήματα που εκφέρει δημόσια ο αρχηγός της αξιωμ. Αντιπολίτευσης. Σημασιολογικές κατηγορίες που είναι ευθέως ανάλογες με την υφή της θεσμικής θέσης που διατηρεί ακόμα στα δημόσια δρώμενα...