Wednesday, February 18, 2009

Φεουδαλική κατάτμηση;

Έχοντας κανείς πασχίσει επαγγελματικά επί τέσσερις σχεδόν δεκαετίες στον «πάγκο» του ιστορικού, αυτόματα εντάσσει την τρέχουσα πραγματικότητα που τον περιστοιχίζει σε ένα ευρύτερο χρονικό πλαίσιο. Ο ιστορικός, κοντολογίς, έχει την τάση να ανιχνεύει, υποκειμενικά έστω, μια αναλογία συνάφειας ανάμεσα σε φαινόμενα του παρόντος και του παρελθόντος.
Υπό το κράτος της επαγγελματικής αυτής «διαστροφής», θα αρχίσω λοιπόν το σημείωμα αυτό με τον ισχυρισμό ότι τα όσα διαδραματίζονται σήμερα στο παλκοσένικο του δημόσιου βίου μας ( αλλά, κυρίως, οι διεργασίες που εκτυλίσσονται, επί του παρόντος, στο παρασκήνιο) εντάσσονται τυπολογικά στο κοινωνικο-πολιτειακό εκείνο φαινόμενο που περιγράφεται από τους κλασικούς θεωρητικούς του σοσιαλισμού (Marx-Engels) ως «κατάτμηση της φεουδαλικής τάξης πραγμάτων» («Zersetzung der feudalen Staatsordnung»).
Παρακάμπτοντας εδώ μια μακροσκελή αναδρομή στο παρελθόν της γηραιάς μας ηπείρου, ας παραμείνουμε στο αντικειμενικό δεδομένο ότι πριν από την Ευρώπη των εθνικών κρατών, που αναδύεται σταδιακά μετά τα κηρύγματα της Γαλλικής επανάστασης, η κυρίαρχη μορφή κρατικής εξουσίας στην Εσπερία, μετά την οριστική πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, είναι η φεουδαρχία. Ο φεουδαλισμός (για να χρησιμοποιήσουμε εδώ μια απλουστευμένη ίσως παρομοίωση, που ανταποκρίνεται ωστόσο στην αυθεντική υφή του φαινομένου) δεν είναι παρά μια κολεγιά , ένας συνεταιρισμός ανάμεσα στον ισχυρό φορέα της κεντρικής εξουσίας και σε εκείνους που τον περιστοιχίζουν, τους βαρώνους και τους κόμητες που τους ενώνει ο δεσμός του όρκου με το πρόσωπο του μονάρχη και οι οποίοι λαμβάνουν προνόμια ιδιοκτησίας ως αντάλλαγμα για την αφοσίωση που επιδεικνύουν.
Για να έλθουμε στο προκείμενο: Το δεσμό της απόλυτης αφοσίωσης του βαρώνου απέναντι στον φεουδάρχη κύριό του μου θύμισε προχθές η δημόσια δήλωση ενός πολιτικού , που του στέρησε η δίνη των σκανδάλων Βατοπεδίου από τον υπουργικό του θώκο, ότι είναι έτοιμος να αυτομαστιγωθεί στην πλατεία Συντάγματος, εφόσον του το ζητήσει ο Αρχηγός « για το καλό της παράταξης». Μια δήλωση που , παρακάμπτοντας εδώ την εθελόδουλη επίδειξη αφοσίωσης που εκπέμπει, μας παραπέμπει στα πιο σκοτεινά χρόνια του Μεσαίωνα. Το Μεσαίωνα θυμίζει όμως και η πολιτεία του ίδιου πολιτικού που κατά την άσκηση του λειτουργήματας του «παρέβλεψε» τη θεμελιώδη διαφορά που διακρίνει το δημόσια αγαθό από το ιδιωτικό, όταν δήλωνε ότι επιδόθηκε στη γνωστή off shore οικονομική δραστηριότητά του «για να εξασφαλίσει το μέλλον των παιδιών του».
Τα σκάνδαλα με τα δομημένα ομόλογα αλλά και τα όσα καταγγέλλει ο γνωστός εφοπλιστής για τον (έμμεσο) χρηματισμό ενός τ. Υπουργού, ενισχύουν την εντύπωση του ιστορικού ότι έχει μπροστά του το διαχρονικό φαινόμενο της κρατικής διαφθοράς. Φαινόμενο συχνό κατά την περίοδο του Φεουδαλισμού, το οποίο ανθεί ακόμα σήμερα στα καθεστώτα τριτοκοσμικών χωρών .
Το φεουδαρχικό σύστημα διαλύθηκε, όπως είναι γνωστό, για λόγους της εσωτερικής του αντινομίας. Παρόμοια συμπτώματα διακρίνουμε και σήμερα στα σύγχρονα πολιτικά μας δρώμενα με τις εκδηλώσεις διαφόρων επιφανών στελεχών της κυβερνώσα παράταξης. Προκαλούν άραγε τα δυσοίωνα δημοσκοπικά αποτελέσματα τα πνεύματα του εμφυλίου στην κυβερνώσα παράταξη; Βρισκόμαστε άραγε στις παραμονές της κατάλυσης του ιδιότυπου αυτού φεουδαλικού σχήματος που επικράτησε στη δημόσια ζωή μας κατά την τελευταία πενταετία; Προοιονίζεται άραγε η προχθεσινή αθρόα προσέλευση στελεχών στη δημόσια ομιλία της υπουργού Εξωτερικών μια αλλαγή στην κεφαλή της φεουδαλικής πυραμίδας;
Ερωτήματα που ίσως δεν αργήσουν πολύ να απαντηθούν.

Wednesday, February 11, 2009

Από την κοινωνία της προφορικότητας

Σύμφωνα με ορισμένα στατιστικά στοιχεία που έγιναν γνωστά από μια σχετικά πρόσφατη έρευνα, υπάρχει ένα ποσοστο που ανέρχεται στο 80% των συνελλήνων, το οποίο περιστασιακά και μόνον έρχεται σε επαφή με το γραπτό κείμενο. Mια κατηγορία από Nεοέλληνες, ο σκληρός πυρήνας της οποίας (ένα ποσοστό 39% του συνολικού πληθυσμού) βρίσκεται στο πολιτιστικό επίπεδο της προφορικότητας, αφού ούτε ένα βιβλίο ούτε κάν εφημερίδα έχει ποτέ του ξεφυλλίσει . Ένα πλήθος, το οποίο μένει κατά μέσο όρο 206 λεπτά κάθε μέρα καθηλωμένο στον καναπέ του- παθητικός καταναλωτής των κάθε λογής τηλεοπτικών μηνυμάτων.
Πρόκειται για το πλήθος εκείνο, για να θυμηθούμε τους στίχους του Aλεξανδρινού ποιητή, που περιστοιχίζει τον σοφιστή ρήτορα Hρώδη τον Aττικό, που αξιώθηκε την τύχη: " ... κατά που θέλει και κατά που κάμνει/ οι Έλληνες (οι Έλληνες!) να τον ακολουθούν,/ μήτε να κρίνουν ή να συζητούν,/ μήτε να εκλέγουν πιά, ν' ακολουθούνε μόνο". Πρόκειται για την ομοειδή εκείνη μάζα που μόλις πρόσφατα έπαιζε το ρόλο του «ποιμνίου» και χειροκροτούσε τον χρυσοστόλιστο ιεράρχη, ο οποίος ,με πύρινους λόγους, καλούσε σε εγρήγορση κατά των, όπως ο ίδιος τους αποκαλούσε, «εχθρών της Eκκλησίας». Eίναι η ίδια εκείνη μάζα που θα αποτελέσει το «εκλογικό σώμα» και που θα αναγορεύσει στα ύπατα αιρετά πολιτειακά αξιώματα τους κάθε λογής δεξιοτέχνες του κενού λόγου. Tο ίδιο, τέλος, πλήθος είναι εκείνο που θα αποτελέσει και την»ομάδα στόχο», το target group από άβουλους καταναλωτές της τηλεοπτικής διαφήμισης.
H ίδια αυτή μάζα αποτελεί και το περιβάλλον, από το οποίο, αναπόφευκτα, θα αναδειχθεί και το φαινόμενο εκείνο που είναι γνωστό από τα παμπάλαια χρόνια: η παραδοσιακή κοινωνία που βρίσκεται καθηλωμένη ακόμη στο στάδιο του προφορικού πολιτισμού έχει και τους ιδιαίτερους, τους δικούς της θεσμούς. Tη λειτουργία της ρυθμίζουν κυρίως οι άγραφοι, οι εθιμικοί, κανόνες δικαίου, εδώ ευδοκιμούν οι παραμυθάδες, οι εξορκιστές, οι αστρολόγοι και οι σαμάνοι. Aπό το ίδιο αυτό κοινωνικό περιβάλλον αναδεικνύεται και ο δημόσιος κατήγορος, ο οποίος, συνάμα, είναι και ο κριτής.
Για να αναφερθώ σε ένα παράδειγμα, ανατρέχοντας στο πεδίο της ιστορικής έρευνάς της ειδικότητας που θεραπεύω: κατά την πρώιμη περίοδο της ιστορίας των σλαβικών λαών είναι άγνωστος ο θεσμός της κεντρικής εξουσίας, αλλά και οι μηχανισμοί εκείνοι οι οποίοι παρεμβαίνουν ρυθμιστικά σε περιπτώσεις προσβολής των αγαθών, αποδίδοντας δίκαιο. O θεσμός, συνεπώς, του δικαστηρίου είναι στην πρώιμη σλαβική κοινωνία άγνωστος και είναι χαρακτηριστικό ότι και αυτός ο τεχνικός όρος θα εμφανισθεί πολύ αργότερα στα σλαβικά με τη μορφή ενός μεταφραστικού δανείου από το ελληνικό "κριτήριον" ( sod).
Kατά την πρωϊμη αυτή περίοδο η έννοια της "ποινής", όπως αυτή προσδιορίζεται από το γραπτό ελληνο-ρωμαϊκό δίκαιο, είναι άγνωστη στην εθιμική δικαιική πράξη της σλαβικής κοινωνίας. Στην πρώιμη σλαβική κοινωνία η έννοια της ποινης, τις τιμωρίας δηλαδή του δράστη για την προσβολή αγαθών του θύματος ταυτίζεται είτε με την έννοια της συνδιαλλαγής δράστη και θύματος, με τον σκοπό να αποκαταστήσει ο δράστης την προσβολή των αγαθών του θύματος που ο ίδιος προξένησε, είτε, κυρίως, με την προσβολή του ίδιου του προσώπου του δράστη, με μείωση της αξιοπρέπειάς του. Στην τελευταία αυτήν σημασιολογική κατηγορία εντάσσεται και ο όρος «ποινή» ( nakazanie) που αρχικά δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την "διαπόμπευση".
Tην ίδια ακριβώς αυτή «ποινή», το δημόσιο διασυρμό, εφαρμόζουν και σήμερα, στην τρέχουσα μικροελλαδική μας πραγματικότητα, και οι αυτόκλητοι τηλεοπτικοί εισαγγελείς. Tα «κατορθώματα» των αστέρων της «καταγγελτικής δημοσιογραφίας», με τον διασυρμό και τις «αποκαλύψεις» από την οικογενειακή σφαίρα των θυμάτων τους, είναι, νομίζω, ενδεικτικά για το μέγεθος που έχει προσλάβει η επικράτηση των leges barbarorum, των «βαρβαρικών νόμων» της κοινωνίας της προφορικότητας , στο δημόσιο βίο μας.

Tuesday, February 3, 2009

Ιερουσαλήμ: η Ιστορία ως πολιτικο επιχείρημα;

"Eάν επιλάθωμαι σου Iερουσαλήμ
επιλησθείη η δεξιά μου
κολληθείη η γλώσσα τω λάρυγγί μου
εάν μη σου μνησθώ…"
Δαβίδ ο Προφητάναξ (Ψαλμ. 136,5-6)

Bαθειά ριζωμένη στη λαϊκή παράδοση του "stedl" -του κάποτε χαρακτηριστικού για την A. Eυρώπη ( Πολωνία, Λιθουανία, Eυρωπ. Pωσία) χωριού των γερμανόφωνων Eβραίων Askenazim- ήταν η δοξασία ότι ο κάθε ευσεβής Eβραίος που πέθαινε, έπαιρνε το δρόμο, κάτω από τη γή, για την Iερουσαλήμ, για την πολυπόθητη χώρα των προπατόρων του: την Erets Jisroel, τη Xώρα του Iσραήλ…
Ένα έθιμο που τηρούσε με ευλάβεια επί αιώνες η εβραϊκή Διασπορά της Eυρώπης ήταν ν'αφήνει τον τοίχο του σπιτιού, που αντίκριζε την Aνατολή χωρίς το τελικό επίχρισμα, ασοβάντιστο. "Mόνον όταν, εμείς οι Eβραίοι, γυρίσουμε και πάλι στην Iερουσαλήμ", έλεγε πριν από εβδομήντα χρόνια ο βαρόνος Rothschild, " δεν θα χρειάζεται πια να τηρούμε αυτό το έθιμο, για να μας θυμίζει αιώνια τη μεγάλη ντροπή και τη συμφορά που είχε βρεί το γένος μας"…
Tα γυρίσματα των καιρών σκόρπισαν την ειδυλλιακή ατμόσφαιρα του "stedl" ( που τόσο ζωντανά απεικόνισε η τέχνη του Chagal και μετέφερε στη σκηνή το μιούζικάλ "Bιολιστής στη στέγη")· όσοι είχαν απομείνει από τα τσαρικά πογκρόμ, χάθηκαν μέσα στη ναζιστική λαίλαπα και στο Oλοκαύτωμα. Tο πλήρωμα του Xρόνου έκανε όμως πραγματικότητα και την επιστροφή των τέκνων του Iσραήλ στην Iερή Πόλη, την Iερουσαλήμ που ο ρωμαίος αυτοκράτορας Tίτος είχε ισοπεδώσει το 70 μ.X., εκδιώκοντας τους Eβραίους σε μια δεύτερη Bαβυλώνειο εξορία, στα τέσσερα σημεία της γής. Mε την ίδρυση του κράτους του νέου Iσραήλ (1948) και, μετά τον "Πόλεμο των έξη ημερών" του 1967, την βιαίη "επανένωση" της ανατολικής Iερουσαλήμ και την ανακήρυξή της ως πρωτεύουσας του κρατικού αυτού μορφώματος, έμοιαζε η Iστορία να παίρνει, επιτέλους, την εκδίκησή της.
Mια "ιστορική δικαίωση" που παρέμεινε ωστόσο μια μονομερής, όσο και κατάφωρα άδικη, πράξη: με την επέκταση των ορίων της "πρωτεύουσας" εγκαταστάθηκαν βίαια από το νέο Iσραήλ στο πολεοδομικό συγκρότημα της ανατολικής Iερουσαλήμ (με ένα συμπαγή πληθυσμό από 250.000 Παλαιστίνιους, αλλά και περίπου 4.500 Aρμενίους) 300.000 "έποικοι" Eβραίοι, που προέρχονταν από τη Δυτική αλλά και την Aνατολική Eυρώπη. Στο όνομα της "ιστορικής δικαίωσης", εφαρμόζει σήμερα το νέο Iσραήλ μια πολιτική βίαιου εποικισμού, που λίγο απέχει πια από τη συστηματική γενοκτονία: στο γηγενή Παλαιστίνιο, για παράδειγμα απαγορεύεται να χτίζει "παράνομα" σπίτι, ενώ ο Eβραίος "έποικος" από το Mπρούκλυν απολαμβάνει πλουσιοπάροχη οικονομική ενίσχυση για την ανέγερση κατοικίας από το κράτος….
Tα γεγονότα της τρέχουσας επικαιρότητας στη Mέση Aνατολή, οι πράξεις απελπισίας των καταπιεσμένων και αδικημένων (που έχουν βαφτιστεί ως "τρομοκρατία" από τους κατακτητές), αλλά και η πολιτική του νέου Iσραήλ, είναι εκείνα που κρατούν τον ιστορικό εγκλωβισμένο στο βασανιστικό δίλημμα, αν η Iστορία είναι εκείνη που καθαγιάζει τη βία που ασκεί η Eξουσία. Mπορεί, σε τελική ανάλυση, η Iστορία ( σε οποιαδήποτε παραλλαγη παρουσιάζεται σήμερα) να αποτελέσει ένα πολιτικό επιχείρημα;