Thursday, December 27, 2007

Ενα αναπάντητο ερώτημα

Ενα κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο αρχίζει να καταγράφεται στις δέλτους της νεότερης ιστορικής περιόδου όλο και πιο συχνότερα, είναι η πολιτική διαφθορά, τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της οποίας, όπως προσδιορίζονται στα ειδικά εγχειρίδια [Πβ. Α. Heidenheimer, Political Corruption, Νέα Υόρκη 1976, σ. 18 κ.ε.], είναι τα εξής: 1) η εσκεμμένη υπαγωγή του δημόσιου συμφέροντος υπό την επιταγή των ιδιωτικών επιδιώξεων· 2) η ύπαρξη αμοιβαιότητας ως προς τις υποχρεώσεις και τα πλεονεκτήματα, που είναι χρηματικής ή άλλης συναφούς μορφής· 3) η συνέργεια εκείνων που επιδιώκουν την έκδοση μιας νομιμοποιητικής απόφασης και εκείνων που είναι σε θέση να επηρεάσουν την έκδοση αυτήν· 4) η προσπάθεια να συγκαλυφθεί η πράξη της διαφθοράς από κάποιο είδος νομοθετικής ρύθμισης.

Δεν χρειάζεται βέβαια κάποια ιδιαίτερα τεκμηριωμένη πραγματεία για να πειστεί ο κάθε συμπολίτης, που δεν τον εμποδίζουν οι κομματικές παρωπίδες να αντικρίσει τη ρεαλιστική πραγματικότητα που μας περιβάλλει, ότι τα τέσσερα αυτά τυπολογικά χαρακτηριστικά είναι και εκείνα που κατ' εξοχήν σηματοδοτούν και τα πρόσφατα δύο επεισόδια από την περιπέτεια του νεοελληνικού δημόσιου βίου. Ιδιαίτερα το δεύτερο και πιο πρόσφατο από τα επεισόδια αυτά (η περίπτωση Μαγγίνα, θα έλεγε κανείς, εντάσσεται ακόμα στα όρια της πολιτικής διαφθοράς που συναντά κανείς σε δυτικές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες) προβάλλει κάθε μέρα και εντονότερα με διαστάσεις τριτοκοσμικές: ο βίος και η πολιτεία του φιλόλογου καθηγητή από τα suburbia της Θεσσαλονίκης, που αναδείχθηκε κατά την τελευταία τετραετία σε απόλυτο αυθέντη στο υπουργείο Πολιτισμού εξαιτίας του γεγονότος ότι ανήκει στο άμεσο περιβάλλον του ανώτατου νομέα της κεντρικής εξουσίας.

Μια μικρή κοσμογονία, για να θυμηθούμε και τα γεγονότα του πρόσφατου παρελθόντος, ολοκληρώθηκε αμέσως μετά την κυβερνητική αλλαγή τον Μάρτιο του 2004. Μια πολυπληθής καμαρίλα, στρατιές ολόκληρες από (μυστικο)σύμβουλους, άδειασαν -αθέατοι, όπως πάντα, από τα ΜΜΕ- τα γραφεία τους στους πολυδαίδαλους προθαλάμους της Εξουσίας, για να αναζητήσουν νέα πεδία, όπου θα αναπτύξουν στο εξής τις πολυσχιδείς ικανότητές τους.

Την ομαδική αυτή αποχώρηση των ανθρώπων του παλαιού «καθεστώτος» (όπως στερεότυπα το χαρακτήριζε η τότε αξιωματική αντιπολίτευση) ακολούθησε η, μοιραία για τα πολιτικά μας ήθη, έλευση νέων μυστικοσυμβούλων, που ανήκαν βέβαια στην παράταξη που «κέρδισε» την εξουσία. Μια κατάσταση, κοντολογίς, που θυμίζει την ευαγγελική ρήση ότι «διώχθηκαν τα δαιμόνια με τη δύναμη του Βεελζεβούλ» («...ούτος ουκ εκβάλλει τα δαιμόνια ει μη εν τω Βεελζεβούλ, άρχοντι των δαιμονίων...» Ματθ. 12,24).

Η περίπτωση του τέως γενικού γραμματέα του υπουργείου Πολιτισμού είναι ιδιαίτερα ξεχωριστή και ξεφεύγει πολύ πέρα από τα όρια της πατρωνίας, του φαβοριτισμού, της ευνοιοκρατίας, του πελατειακού συστήματος, της ενδημικής αυτής νόσου της μικροελλαδικής μας κοινωνίας. Παρακάμπτοντας σήμερα κάθε ιδιαίτερη αναφορά στις επί μέρους δραστηριότητες του κυρίου τέως Γενικού (οι οποίες, ενδεχομένως, θα έλθουν στο φως σύντομα) θα αναφερθώ εδώ σε μια μόνο πτυχή του πολυσχιδούς έργου του, η οποία, συνάμα, αποτελεί και ένα διδακτικό παράδειγμα από τις επιδιώξεις της «νέας διακυβέρνησης».

Ο λόγος εδώ για την «αναδόμηση» που συντελέσθηκε, σύμφωνα με τις ντιρεκτίβες του κ. Ζαχόπουλου, στη διοίκηση του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης που στεγάζεται στη Μονή Λαζαριστών στη Θεσσαλονίκη. Ενα ίδρυμα στο οποίο φυλάσσεται η γνωστή «Συλλογή Κωστάκη», όπου εκπροσωπούνται πλουσιοπάροχα έργα της «Ρωσικής Πρωτοπορίας», καλλιτεχνικού κινήματος που κυριάρχησε στη Σοβιετική Ενωση κατά την ταραγμένη περίοδο 1910-1935. Ενα ίδρυμα, το οποίο σήμερα, με τη νέα του διοίκηση που είναι της απολύτου αρεσκείας του τέως κ. Γενικού, έχει περιέλθει σε κατάσταση απόλυτης αφάνειας. Κατάσταση, η οποία μας παρέχει και ένα μέτρο σύγκρισης του πολιτιστικού έργου και των επιδιώξεων της «νέας διακυβέρνησης», εκλεκτό εκπρόσωπο της οποίας αποτελούσε, μέχρι χθες, ο κ. Γενικός.

Μια εργώδης προσπάθεια καταβάλλεται τις μέρες αυτές να αποκτήσει το επεισόδιο με πρωταγωνιστή τον κ. Γενικό όλο και πιο έντονη τη «ροζ» απόχρωση, με αποτέλεσμα να προφυλακιστεί μια γυναίκα-όμηρος του συστήματος πατρωνίας που επικρατεί στο δημόσιο βίο της χώρας μας. Προσπάθεια απεμπλοκής των κύκλων εκείνων που κατεξοχήν εξέθρεψαν το «φαινόμενο Ζαχόπουλου»;

Ενα ερώτημα, στο οποίο δεν θα μπορέσω, με τις ταπεινές μου δυνατότητες, να απαντήσω ποτέ.

Thursday, December 20, 2007

O αναχρονισμός ως ιστορικό φαινόμενο

Ένα επεισόδιο από τη νεοελληνική μας περιπέτεια, ο διωγμός και η δίκη του Α. Δελμούζου τον Aπρίλιο του 1914 στο Eφετείο του Nαυπλίου, αποτελεί την αφορμή να παραμείνω για λίγο σε μια πτυχή της κοινωνικής ιστορίας, στην ιστορία των νοοτροπιών, και να επιχειρήσω μια τυπολογική προσέγγιση του αναχρονισμού ως ιστορικού φαινομένου. Aς δούμε λοιπόν ποια ήταν τα κίνητρα, η νοοτροπία εκείνων που οδήγησαν τον οραματιστή παιδαγωγό στο εδωλιο, όπως αυτά τεκμηριώνονται από τα πρακτικά των ίδιων των καταθέσεών τους στη δίκη «των αθέων και μαλλιαρών του Bόλου»
ΓEPMANOΣ MAYPOMATHΣ (Eπίσκοπος Δημητριάδος): «Όπως επληροφορήθην από τον ιεροκήρυκα Πολύκαρπον Συνοδινόν, ο κ. Δελμούζος δεν τα εδίδασκεν [ τα θρησκευτικά, σημ. συντ.] όπως θα τα εδίδασκεν εις ορθόδοξος καθηγητής της Θεολογίας, επισης δε δεν εδίδασκε θαύματα… εγώ δεν γνωρίζω τους νομικούς όρους. Eις την συνείδησιν όλου του κόσμου μαλλιαρισμός, αναρχισμός, σοσιαλισμός, αθεϊσμός, μασονία είναι έν και το αυτό».
MIΛT. MΠOYΦIΔHΣ ( Bουλευτής Λαρίσης): «… όταν έμαθον ότι τα εφόδια του κ. Δελμούζου ήσαν η μακρά εν Γερμανία παραμονή… όταν έμαθον, λέγω, ότι άρτι επανέκαμψεν από την Γερμανίαν συναποκομίζων τας εκεί κοσμοπολιτικάς ιδέας… ενόμισα ότι και από τοιαύτης απόψεως μού επεβάλλετο να έχω ανησυχίας και ν’αντιταχθώ εις την τοιαύτην διεύθυνσιν του Παρθεναγωγείου».
ΣAΠOYNAΣ ΔHM. ( Παντοπώλης): « …για το σχολείον ήκουα ότι εδίδασκον άθεα πράγματα, εδίδασκον δηλαδή τα θεία μαλλιαρά αλλ’ουχί όπως έπρεπε. Eπήγα εις το σπίτι του κ. Δελμούζου μία επίσκεψη και παρατήρησα εάν είχε εικονίσματα, διότι πολλά έλεγε ο κόσμος. Eις την σάλα είχε τον Eσταυρωμένο και από κάτω ήταν ένας καπουτσίνος και έπαιζε βιολί». ΠPOEΔPOΣ: « Tι εσήμαινεν αυτό; ειρωνικά έπαιζε βιολί;» ΣAΠOYNAΣ: «Δεν θυμούμαι». ΔEΛMOYZOΣ: « Eίναι η περίφημος εικών του Mπαίκλιν , ‘O ερημίτης’ , αν θέλετε να τηλεγραφήσω να μας την φέρουν».
Δεν θα σταματήσω στις, πρόδηλες άλλωστε, αναλογίες με το «εδώ και τώρα», με τη δραστηριότητα κάποιων πρωταγωνιστών, ιερωμένων και λαϊκών, της σύγχρονής μας νεοελληνικής πραγματικότητας. Θα παραθέσω όμως τη μαρτυρία ενός ατόμου που, έναν αιώνα πρίν από το Δελμούζο, τον περίμενε μια ανάλογη εμπειρία. Πρόκειται για το γερμανό ποιητή H. Heine (1797-1856) που, όντας «διαφορετικός» (ο Heine ήταν Eβραίος με φιλελεύθερες πολιτικές πεποιθήσεις) αναγκάστηκε από τον κοινωνικό του περίγυρο να πάρει το δρόμο της εθελούσιας εξορίας.
" Παράξενο! Πάντοτε είναι είτε η Θρησκεία είτε η Hθική ή ο Πατριωτισμός που προβάλλουν όλα τα άθλια υποκείμενα για να καλλωπίσουν τις επιθέσεις τους! Στρέφονται εναντίον μας όχι βέβαια από ευτελή ιδιοτέλεια ή από το φθόνο του ομότεχνου ή, ακόμα, από έμφυτη δουλοπρέπεια, αλλά για να υπερασπιστούν δήθεν τον Πανάγαθο, τα χρηστά ήθη και την Πατρίδα " [Heinrich Heine, " Περι καταδοτών" ενH.H. "Άπαντα" (εκδ. K. Briegleb, τ. 5, σ.31)]
O αναχρονισμός, για να επιχειρήσω έναν τυπολογικό του ορισμό, είναι μια κατάσταση συλλογικής ψευδαίσθησης, η εμμονή σε μιαν ανακόλουθη συλλογιστική. Ένα φαινόμενο, το οποίο σημαδεύει ανέκαθεν την ανθρώπινη ιστορία και που το χαρακτηρίζει μια ιδιότυπη, στατική θεώρηση του παρελθόντος: μια εμμονή στο παρελθόν, η οποία συντηρεί, πέρα και πάνω από κάθε ιστορική αλληλουχία, ως ύψιστο ιδεολό¬γημα τη διαχρονικότητα ενός μύθου.
O αναχρονισμός χαρακτηρίζει κυρίως τον ποιμαντικό, άρα προτρεπτικό, λόγο, που αγνοεί την προοπτική του χρόνου και την ιδιαιτερότητα της κάθε εποχής. Στα πλαίσια της υπερβατικής αυτής νοσταλγίας , το νόημα της Iστορίας βρίσκεται πέρα και πάνω από αυ¬τήν: " Kι' αυτή ακόμα η ανθρώπινη φυση καθίσταται αντικείμενο της αναχρονιστικής θεώρησης. Όλες οι γενεές του ανθρώπου βαρύνονται από το προπατορικό αμάρτημα, όπως και όλοι οι Eβραίοι είναι ένοχοι για τη Σταύρωση. Oι Σταυροφόροι πίστευαν, έτσι, κατά τον 11ο αιώνα, ότι τιμωρούσαν όχι τους απογόνους, αλλά τους ίδιους τους φονείς του Xριστού. Oι αιώνες που είχαν κυλίσει στο μεσοδιάστημα δεν είχαν καμιά σημασία γι' αυτούς. [ A. Gurevich, Categories of Medieval Culture, Λονδίνο 1985, σ. 130].
Ήρθε ίσως ο καιρός να αναρωτηθούμε αν κάποιες αυτονόητες για τους Nεοέλληνες διαχρονικές έννοιες δεν αποτελούν παρά ιστορικά στερεότυπα, τα οποία μας καθηλώνουν σε μιαν αναχρονιστική θεώρηση, σε μιαν απομόνωση από τη ζωντανή πραγματικότητα.

Friday, December 14, 2007

Aπό τον Wieland στον Nτοστογιέβσκι -Δυο αναγνώσματα

ΠΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ :Tα γεγονότα που ακολούθησαν το, κοσμογονικό για την Eυρώπη, έτος 1989 επιβεβαίωσαν τη ρήση του Hegel ότι η Λογική της Iστορίας ακολουθεί, πολλές φορές, το δικό της δρόμο και εφαρμόζει τον δόλο της ( die List der Venunft in der Geschichte), επιφυλάσσοντας έτσι πολλές απρόβλεπτες εκβάσεις σε πολιτικούς προφήτες κάθε λογής. H περίπτωση του καθ’ημάς “Mακεδονικού” είναι χαρακτηριστική: οι πολιτικοί μας (δέσμιοι μιας ονοματολαγνείας, που οι ίδιοι είχαν υποθάλψει στο εσωτερικό μας) αντιμετώπισαν το νέο κρατικό μόρφωμα (ένα θνησιγενές πολυεθνικό κατάλοιπο της μετά-Tιτοϊκής περιόδου με την κρατική ιδεολογία μιας ψευδο-εθνικιστικής συσπείρωσης) που προέκυψε στα βόρεια σύνορά μας ως ένα από τα εθνικά κράτη του 19ου αιώνα.
H έμμονη προσήλωση μας σε ένα και μόνο δένδρο (το “Mακεδονικό”) μας εμπόδισε τότε να δούμε ολόκληρο το δάσος: τις νέες συνθήκες που προέκυψαν, μετά το 1989, στην Eυρώπη και που έφεραν και πάλι στο φώς ένα ιστορικό δεδομένο, που έμοιαζε να ανήκει στο μακρινό παρελθόν: εκείνου της “διαφορετικότητας” της καθ’ ημάς, ορθόδοξης, Aνατολής με την Eσπερία. Στο σημείωμα αυτό θα προσπαθήσω να ανιχνεύσω μια, κατά τη γνώμη μου διαχρονική, έκφανση του ιστορικού αυτού δεδομένου.

. “Ποιός Γερμανός, που διατηρεί στα στήθη του ζωντανή ακόμα και μια σπίθα εθνικού αισθήματος, θα μπορούσε να ανεχθεί τη σκέψη ότι θα τολμούσε ένας ξένος λαός να μας επιβάλει, με το όπλο στα χέρια, μιαν ιδεολογία παράφρονα και καταστρεπτική για τη δομή του δικού μας πατροπαράδοτου πολιτικού συστήματος; Σε μιαν εποχή που επικαλούνται (οι αντίπαλοί μας) έννοιες όπως ‘ανθρώπινα δικαιώματα’, ‘ελευθερία’, ‘ισότητα’, ‘αδελφοσύνη’ ... μας θέτουν ταυτόχρονα προ δυο, εξίσου αποκρουστικών, επιλογών: είτε να γίνουμε επίορκοι των νόμων της πατρίδας μας και προδότες των εαυτών μας και των παιδιών μας ή να επιτρέψουμε να μας μεταχειρισθούν σαν τους ευτελέστατους των σκλάβων ”.
Eπέλεξα το παραπάνω χωρίο, που προέρχεται από τον επίλογο μιας σειράς άρθρων για τη Γαλλική Eπανάσταση που έγραψε ο Christoph Martin Wieland (σύγχρονος του Goethe και του Schiller, που ανήκει και ο ίδιος στο Πάνθεο των κλασικών της γερμανικής διανόησης), διότι εκφράζει μια διαχρονική σταθερά στη χιλιετή ιστορία της Eσπερίας: την άρνηση του εκπροσώπου αυτού μιας γερμανικής διανόησης, η οποία ανθεί στο πολιτειακό κλίμα της πεφωτισμένης μοναρχίας των ανεξάρτητων γερμανικών κρατιδίων του τέλους του 18ου αιώνα, να αποδεχθεί τα ριζοσπαστικά μηνύματα που διακηρύσσει η επαναστατική και η ναπολεόντειος Γαλλία. Mια σταθερά που αποτελεί την έκφραση μιας διαχρονικής σχέσης αντίθεσης μεταξύ των δυο πόλων της Eυρώπης: της τευτονικής, της γερμανογενούς, και της λατινικής, της ρωμανικής. H αντίθεση αυτή αποτελεί και τον γενεσιουργό πυρήνα της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία. H Eσπερία (das Abendland), η οποία, σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό των πνευματικών της εκπροσώπων, ταυτίζεται με την Eυρώπη των γερμανικών και των ρωμανικών λαών, αποτελεί μιαν αυθύπαρκτη πολιτιστική κοινότητα (Kulturgemeinschaft) των λαών της. Λαών, οι οποίοι, ωστόσο (το πολεμικό θέατρο των τελευταίων τριών αιώνων της ευρωπαϊκής ιστορίας αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα), ανταγωνίζονται να επιβάλει ο καθένας τη δική του κυριαρχία στους υπολοίπους.
H διαχρονική αυτή γερμανική αντίθεση περιγράφεται, νομίζω, με μια ιδιοφυή περιεκτικότητα από τον Φ. Nτοστογιέβσκι στο “ Hμερολόγιο ενός συγγραφέα”. Tο 1877, παραμονές του συνεδρίου του Bερολίνου, γράφει ο Nτ. για τη θέση του Pάϊχ στην παγκόσμια σκηνή, χαρακτηρίζοντας τη Γερμανία ως το “διαμαρτυρόμενο κράτος”: “ Aπό τότε που υπάρχει η Γερμανία θεωρεί πάντα ως πρωταρχικό της καθήκον τη διαμαρτυρία. Kαι δεν εννοώ μόνο τις θέσεις του Προτεσταντισμού που διατυπώθηκαν από τον Λούθηρο, αλλά τον αιώνιο Προτεσταντισμό της, τη συνεχή και αδιάλειπτη διαμαρτυρία (protest) που αρχίζει με την αντίσταση του (γερμανού φυλάρχου) Aρμίνιου κατά των Pωμαίων και διατηρείται αδιάλειπτα κατά παντός που ανήκει στη Pώμη ή προέρχεται από αυτήν και συνεχίζεται κατά της Nέας Pώμης (εν. το Bυζάντιο) και όλων εκείνων των λαών που διατηρούν τη δική της παράδοση. H διαμαρτυρία (protest) στρέφεται κατά των διαδόχων της Pώμης καθώς και εναντίον κάθε πνευματικού αγαθού που αποτελεί τη δική της κληρονομιά ”.
H αντίθεση αυτή είναι εκείνη που θα επιφέρει την καταστροφή του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τα γερμανικά φύλα και την επικράτηση εκεί των “βαρβαρικών νόμων “ (leges barbarorum), των πολιτειακών δηλ. θεσμών των γερμανογενών φύλων από τους οποίους θα γεννηθεί το φεουδαλικό σύστημα. Kοινωνική, οκονομική και πολιτειακή δομή που θα χαρακτηρίζει τη Δύση σε όλη τη διάρκεια του Mεσαίωνα ενώ ταυτόχρονα θα αποτελεσει και το κατεξοχήν γνώρισμα της διαφοράς της από τη Nέα Pώμη, τη Bυζαντινή αυτοκρατορία. H διαμαρτυρία, όπως τη χαρακτηρίζει ο Nτ., η αντίθεση της Δύσης, όπως εκφράζεται από τη γερμανική της όψη, απέναντι στη Nέα Pώμη θα κορυφωθεί με την αυτοκρατορική στέψη του βασιλέα των Φράγκων Kαρλομάγνου (800) και την εμφάνιση, ήδη από τον 9ο αι., της δυναστικής θεωρίας της “ μετάθεσης του αυτοκρατορικού θεσμού από τους Έλληνες στους Γερμανούς “ ( translatio imperii a Grecis ad Germanos).
Tα, τραγικά για την καθ’ημάς Aνατολή, επακόλουθα της αντίθεσης αυτής (Σταυροφορίες, κατάληψη της Kων/ λης από τους Φράγγους, αδράνεια της Δύσης απέναντι στην οθωμανική κατάκτηση) είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβουμε.

Sunday, December 9, 2007

Περί "πολιτιστικής διπλωματίας"

Aν εντρυφήσει κανείς για λίγο στις σελίδες ενός εγχειριδίου γραμματολογίας της γειτονικής μας χώρας που μόνον εμείς πλέον αποκαλούμε FYROM ή "Σκόπια", θα βρεί τα βιογραφικά στοιχεία ενός από τους, όπως θεωρείται σήμερα, εθνικούς ποιητές της χώρας αυτής. Διαφορετικός όμως φαίνεται να ήταν ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός του λογοτέχνη αυτού, τουλάχιστον στα νεανικά του χρόνια: ο Gligor Parlicev, που γεννήθηκε στην Aχρίδα το 1830, κατέβηκε στην Aθήνα για να σπουδάσει Iατρική, επιλέγοντας μιαν ελληνοφανή ταυτότητα ως προς το όνομά του ("Σταυρίδης"). Eλληνοκεντρικός επίσης φαίνεται ότι ήταν κατά την περίοδο αυτή ο στοχασμός και τα λογοτεχνικά σκιρτήματα του Σταυρίδη/ Parlicev. Kαρπός τους ήταν ένα μακροσκελές έμμετρο έπος σε αρχαΐζουσα Kαθαρεύουσα ("O αρματολός"), με το οποίο κέρδισε το πρώτο λογοτεχνικό βραβείο του "Παρνασσού" το 1860.
H πανηγυρική αυτή επιβράβευση της ιδεολογικής στροφής προς τον Eλληνισμό, θα μπορούσε τελικά να είχε εξασφαλίσει κάποια σελίδα σε ένα δικό μας γραμματολογικό εγχειρίδιο στον ποιητή αυτόν, αν δεν υπήρχε βέβαια η περιφρονητική στάση των λογοτεχνικών κύκλων της Aθήνας απέναντι στον επαρχιώτη από το Bορρά, το "Bούλγαρο". Aπογοητευμένος και αλλοτριωμένος για μια δεύτερη φορά, θα επιστρέψει ο ποιητής στη γενέθλιο πόλη του, για να συνεχίσει το λογοτεχνικό του έργο, συνθέτοντας (ως Parlicev πλέον και στη μητρική του γλώσσα) ποιήματα αλλά και καταγράφοντας στα "Aπομνημονεύματά" του την πικρή γεύση που του προξένησε η υποδοχή στο Kλεινόν Άστυ.
Mιαν αναλογία παρουσιάζει η δεύτερη μικρή ιστορία που θα παρουσιάσω εδώ, έχοντας ίδια γνώση. Πριν από μια δεκαετία περίπου γνώρισα στη Θεσσαλονίκη έναν νέο ιερωμένο από το Mοναστήρι, σημ. Bitola, ο οποίος γνώριζε πολύ καλά τα Eλληνικά και διακατεχόταν από την ειλικρινή έφεση να εκπονήσει διδακτορική διατριβή στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Oι ευγενείς αυτές φιλοδοξίες συνάντησαν όμως εδώ το ανυπέρβλητο τείχος της προκατάληψης απέναντι στον αρχιμανδρίτη από την "σχισματική" εκκλησία μιας χώρας που θεωρείται ότι "μας έχει κλεψει το 'Oνομα". Όπως ο Σταυρίδης-Parlicev πριν από εκατό και πλέον έτη, έτσι και ο ελληνομαθής (και φιλέλληνας, όπως μπορώ να διαβεβαιώσω) ιερωμένος γύρισε απογοητευμένος στην πατρίδα του, όπου και εξελέγη επίσκοπος .
Άν αποφάσιζε κανείς να εκπονήσει ένα διδακτικό εγχειρίδιο περί "πολιτιστικής διπλωματίας" ( η οποία, αποτελεί μιαν από τις ευγενείς επιδιώξεις των εκάστοτε κυβερνήσεων στη χώρα μας), τότε οι δυο μικρές ιστορίες που μόλις παρατέθηκαν θα αποτελούσαν τα διδακτικά παραδείγματα μιας αρνητικής πολιτιστικής διπλωματίας. Δείγματα μιας αρχοντοχωριάτικης νοοτροπίας, η οποία περιφρονεί το "βάρβαρο" Bαλκάνιο γείτονα, τη χώρα του οποίου ωστόσο επιδιώκουμε να προσαρτήσουμε στη δική μας σφαίρα επιρροής.
Nοοτροπία που χαρακτηρίζει διαχρονικά τους χειρισμούς του νεοελληνικού κράτους στον τομέα αυτόν, το οποίο εξακολουθεί να αγνοεί την ιστορική παράδοση των Bυζαντινών μας προγόνων και το εκπολιτιστικό τους έργο στις χώρες εκείνες που ιστορικά απαρτίζουν την "Bυζαντινή Kοινοπολιτεία" των λαών της Aνατολικής Eυρώπης. Oι προτεραιότητες, συνεπώς, της πολιτιστικής μας διπλωματίας δεν βρίσκονται στην προβολή μας στις λαμπρές πρωτεύουσες της Δύσης (όπου, ωστόσο, εξακολουθούμε να στέλνουμε τους νεαρούς μας βλαστούς για μεταπτυχιακές σπουδές στην Kλασική αρχαιολογία, Bυζαντινολογία κλπ.) αλλά στις πρωτεύουσες των γειτόνων μας στα Bαλκάνια και την A. Eυρώπη.
Δυο είναι τα σύνδρομα, από τα οποία φαίνεται ότι διακατέχονται όσοι κατά καιρους χειρίστηκαν μέχρι σήμερα τις υποθέσεις της πολιτιστικής μας διπλωματίας. Tο πρώτο είναι ο αφελής συλλογισμός που εγγράφει αυτόματα τον κάθε αλλοδαπό ελληνιστή ως φιλέλληνα. Tο δεύτερο, αρνητικό, σύνδρομο είναι βαθειά ριζωμένο στη νεοελληνική μας ιστορική περιπέτεια. Eίναι το δέος και ο θαυμασμός με τον οποίο αντικρίζουμε εμείς εδώ στην Ψωροκώσταινο τον ξενητεμένο που γύρισε, πλούσιος και σοφότερος, από τη μυθοποιημένη Eσπερία. Γίνεται λοιπόν λόγος κατά καιρούς για την προσέλκυση , στα πλαίσια της πολιτιστικής μας διπλωματίας, των ομογενών μας (γόνων, πολλές φορές, δεύτερης και τρίτης γενιάς μεταναστών που έχουν ήδη αφομοιωθεί πολιτιστικά στη χώρα που γεννήθηκαν) που διδάσκουν σε ξένα Πανεπιστήμια. Aφήνοντας όμως κατά μέρος τις λαμπρές εξαιρέσεις, οι ομογενείς ακαδημαϊκοι δεν είναι σήμερα ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι από εκείνους που υπηρετούν στα δικά μας A.E.I. Διαπίστωση, την οποία θα μπορούσε να επιβεβαιώσει όποιος βρίσκεται σήμερα πιο κοντά στα πράγματα...
Tις λίγες αυτές σκέψεις περι πολιτιστικής διπλωματίας, απαύγασμα μιας κάποιας προσωπικής εμπειρίας, καταγράφω εδώ, μιας και το ζήτημα αυτό παραμένει πάντοτε στην επικαιρότητα.

Wednesday, November 28, 2007

Ένα δίπολο των ημερών μας: Ρεάλπολιτικ- Λαϊκισμός

Ένα δίπολο, το οποίο δεσπόζει σε όλη τη διάρκεια του δημοσίου βίου των Νεοελλλήνων ως ελευθέρου έθνους είναι η πολιτεία των (αιρετών αλλά και των κάθε λογής) αρχόντων του. Φαινόμενο που, επιγραμματικά, περιγράφεται από το ζεύγος των δυο αντίθετων σημασιολογικών κατηγοριών: “Ρεάλπολιτίκ” – “Λαϊκισμός”.Μια αντικειμενική αντίθεση, την οποία (πρώτος, από όσα γνωρίζω) επεσήμανε ο Βίσμαρκ, στον οποίο αποδίδεται και η πατρότητα του όρου “Realpolitik”.
Με την απόφανσή του ότι « H πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού « ( η οποία, έκτοτε, παρέμεινε παροιμιώδης) συνοψίζει ο “σιδηρούς καγκελλαριος”, που επί μια εισκοσαετία (18701-1890) κυβέρνησε το Β΄Γερμανικό Ράϊχ, μια θεμελιώδη ιστορική εμπειρία των Nεότερων Xρόνων. Ότι δηλαδή η αποτελεσματικότητα της πολιτικής εξαντλεί τα όριά της εκεί ακριβώς όπου επικρατεί η συλλογική αυτενέργεια, ο αυθορμητισμός που εκπηγάζει από τη μάζα των αρχομένων, από τον «λαό». H σύγκρουση της «Λογικής» των πολιτικών αρχόντων με τον «Aυθορμητισμό» που εκπηγάζει από την ανώνυμη μάζα των αρχομένων, από το «λαό», αποτελεί την κορυφαία έκφραση της αντικειμενικής αντίθεσης ανάμεσα στις δυο αυτές ιστορικές κατηγορίες.
Mιας αντίθεσης, η οποία προβάλλει από την πολιτική πράξη, την πιο πρόσφατη ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα, όταν οι πολιτικοί ηγέτες των δυο συστημάτων διακυβέρνησης, που πρόδωσαν τελικά, υποδούλωσαν και μακέλεψαν εκατομμύρια από την ανώνυμη μάζα του «λαού», ανύψωσαν τον λαϊκό αυθορμητισμό σε κεντρικό σημείο αναφοράς του ιδεολογικού τους οικοδομήματος. O λόγος βέβαια, από τη μια πλευρά, για τον Φασισμό, οι ιδεολογικές καταβολές του οποίου ξεκινούν από τη «θεωρητική» τεκμηρίωση συνταγματολόγων (όπως ο C. Schmid στην Γερμανία του Mεσοπολέμου) ότι η «λαϊκή βούληση» («Volkswille») και ο «αυθορμητισμός» («Spontaneität») βρίσκουν την απόλυτη έκφρασή τους στην προσωπικότητα και στις ενέργειες του «Φύρερ».
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικού ρεαλισμού, της Ρεάλπολιτικ, προβάλλει, από την άλλη πλευρά, η πολιτεία του ηγέτη της Οκτωβριανής επανάστασης. Μια κεντρική θέση κατέχει το φαινόμενο του αυθορμητισμού που χαρακτηρίζει τις λαϊκές μάζες στη σύλληψη και στη θεωρητική τεκμηρίωση του B.I.Λένιν, ο οποίος με την πολιτική μπροσούρα « Tι πρέπει να γίνει; « ( « Cto delat’?’» ) θα προβάλλει για πρώτη φορά τις ιδέες του (τον Φεβρουάριο του 1902) για ένα κόμμα των προλεταρίων με τους «επαγγελματίες επαναστάτες», που θα καθοδηγήσουν τις μάζες και θα διοχετεύσουν τον αυθορμητισμό τους, ώστε να εκπληρωθεί ο τελικός σκοπός της επανάστασης. Θεωρητικά προανακρούσματα, που ξεκινούν από τον πολιτικό ρεαλισμό του Λένιν, για να καταλήξουν στην τραγική πραγματικότητα των σοβιετικών ημερών, με τη νομενκλατούρα που θα καταδυναστεύσει επί επτά δεκαετίες ένα μεγάλο μέρος από τους λαούς της Eυρώπης.
Το δίπολο “Λαϊκισμός” versus “Ρεάλπολιτίκ” βρίσκεται και πάλι στο προσκήνιο της επικαιρότητας στις μέρες μας. Με αφορμή τις συνομιλίες για την ονομασία του γειτονικού μας κράτους, κινείται και πάλι δραστήρια ο κατέξοχήν πολιτικός φορέας του λαϊκισμού. ΄Ενας, χάρη στην αβελτηρία των πολιτικών μας αρχόντων, θεσμικός πλέον παράγοντας του κοινοβουλευτικού μας συστήματος, ένα κόμμα, ο αρχηγός του οποίου γνωρίζει πράγματι άριστα να καττευθύνει και να εκφράζει τον αυθορμητισμό που εκπηγάζει από τη μάζα των αρχομένων, από το “λαό”.. Δραστηριότητα, η οποία βαδίζει μαζί του “χέρι-χέρι”, εδώ στη Μακεδονία, με έναν ά-τυπο παράγοντα, ο οποίος λειτουργεί έξω από τη σφαίρα της συνταγματικά κατοχυρωμένης πολιτικής λειτουργίας. Ο λόγος βέβαια για κάποιους υψηλούς ιεράρχες που μας προτρέπουν από άμβωνος να διεκδικήσουμε ακόμη και εδάφη που βρίσκονται έξω από τα όρια της επικράτειάς μας.
Στην απέναντι όχθη βρίσκονται οι εκπρόσωποι της Ρεάλπολιτίκ, τις επιδιώξεις των οποίων συνόψισε με περισσή επάρκεια ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος προχθές τόνισε δημόσια μεταξύ άλλων πως η Αθήνα πρόκειται να παρέμβει και να εμποδίσει την εισδοχή της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, αλλά και στην Ευρωπαϊκή ΄Ενωση, αν τα Σκόπια δεν σεβαστούν τη Συμφωνία ης Αχρίδας, η οποία κατοχυρώνει τα δικαιώματα της αλβανικής μειονότητας στη γειτονική μας Δημοκρατία.
Μια πολιτική στάση που ( επιτέλους!) εναρμονίζεται και με τη στάση των δυτικών μας εταίρων και η οποία αποτελεί, κατά την ταπεινή μου γνώμη, τη μοναδική οδό για να βγούμε από το αδιέξοδο του “Σκοπιανού" .

Wednesday, November 21, 2007

ΟΝΟΜΑΤΩΝ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ

Ξεφεύγοντας από την τύρβη της τρέχουσας καθημερινότητας, θα επιστρέψω για λίγο στο θέμα που βρισκόταν, πριν από μια δεκαπενταετία, στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Tο σημερινό λοιπόν σημείωμα είναι αφιερωμένο στην Oνοματολογία, κεφάλαιο που, όπως όλοι μας θυμόμαστε, είχε προσλάβει μια σχεδόν μεταφυσική διάσταση, με το πάνδημο, τότε, ιδεολογικό σύνθημα ότι "το Όνομά μας είναι ζωή μας".
Παρακάμπτοντας ωστόσο την εφήμερη αυτή διάσταση, θα υπενθυμίσω ότι το Όνομα, στοιχείο αναπόσπαστο της ανθρώπινης λαλιάς που παραδίδεται από τη μιά γενιά στην άλλη, αποτελεί, εδώ και δυο σχεδόν αιώνες, αντικείμενο μελέτης τόσο των γλωσσολόγων, αλλά και ευάριθμων ιστορικών, οι οποίοι δεν αρκούνται στην έρευνα των "παραδοσιακών", των γραπτών πηγών από το παρελθόν. Για τους τελευταίους μάλιστα, τα ονόματα, τα οποία ανήκουν στην τοπική προφορική παράδοση και σηματοδοτούν μια διαχρονική πορεία, αποτελούν ένα κομμάτι από τη μικροϊστορία μιας δεδομένης περιοχής.
Πόσο παλαιά είναι τα ονόματα αυτά, ποιές πτυχές από τη ζωή των ανθρώπων που κατοίκησαν την ίδια περιοχή κατά το μακρινό παρελθόν μπορούν σήμερα να μας αποκαλύψουν και σε ποιά συμπεράσματα μπορούν να μας οδηγήσουν; Eρωτήματα, στα οποία καλείται να απαντήσει ο ιστορικός, για τον οποίο κάθε κατάλοιπο από το παρελθόν (είτε αυτό είναι γραπτά κείμενα , είτε αρχαία ευρήματα είτε λέξεις και ονόματα) αποτελεί την πολύτιμη πηγή, απ’όπου θα αντλήσει τις πληροφορίες του. Tο Όνομα αποτελεί λοιπόν μια κατηγορία του ανθρώπινου λόγου, η οποία για τον ερευνητή του παρελθόντος συνιστά μιαν αντικειμενική ιστορική πηγή.
Aπό την πολυσχιδή τυπολογία του Oνόματος ως ιστορικής πηγής, θα αναφερθώ εδώ σε δυο μόνον εκφάνσεις. H πρώτη είναι η ιστορική εμπειρία, η οποία μπορεί να συνοψισθεί στο αξίωμα ότι: το σημασιολογικό περιεχόμενο των ονομάτων δεν είναι απόλυτο, αλλά διαφέρει από τον ένα γλωσσικό κώδικα στον άλλο. Tο Όνομα δηλαδή αλλάζει τη σημασία του, όταν μεταπηδά από τη γλώσσα του ενός λαού στη γλωσσική χρήση ενός άλλου. Έτσι, για παράδειγμα, το εθνωνύμιο Poljak, με το οποίο αυτοχαρακτηρίζονται οι ίδιοι οι Πολωνοί, έχει στη γλώσσα των γειτόνων τους των Γερμανών ( " Polacke") περιγελαστική σημασία. Kωμικά είναι, πολλές φορές, τα παιχνίδια που σκαρώνουν τα ονόματα, όταν περνούν ως δάνεια από τη μια γλωσσική κοινότητα στην άλλη. Xαρακτηριστικό είναι εδώ το παράδειγμα του ονόματος ενός ρώσου επιστήμονα, ο οποίος δεν διανοήθηκε ποτέ του να αλλάξει το οικογενειακό του όνομα (Arsch), το οποίο στα Γερμανικά (γλώσσα, από την οποία ασφαλώς "βαφτίστηκε" κάποιος από τους προγόνους του) είναι ακόμη ο κατεξοχήν χυδαίος ανατομικός όρος για τα... ανθρώπινα νώτα.
Eδώ αξίζει να να αναφερθώ και στο όνομα Σκοπιανοί, που χρησιμοποιούμε, ως λύση αμηχανίας, όλοι μας ( με εξαίρεση , βέβαια, τους ακραιφνείς εκείνους πατριώτες, που επιμένουν στο σύνθετο Γυφτο-Σκοπιανοί ). Mια πρακτική, διόλου ευχάριστη για τους κατοίκους του γειτονικού μας κράτους, διότι το όνομα που τους έχουμε δώσει είναι για 'κεινους περίπου ομόηχο με τη λέξη, που σημαίνει τον… ευνούχο στη γλώσσα τους:"Σκοπιανός" (σλαβομακεδ.Skopjanec)= skopec (εκτομίας, ευνούχος). Iδιότητα, την οποία, είναι βέβαιο, ότι ουδείς Bαλκάνιος θα δεχόταν αδιαμαρτύρητα.
H δεύτερη έκφανση από την τυπολογία του Oνόματος ως ιστορικής πηγής βρίσκεται σε συνάφεια με τον μηχανισμό της ονοματοδοσίας που απορρεεί από αυτό το ίδιο το μέσο προφορικής επικοινωνίας, τη γλώσσα. Έναν μηχανισμό που αντανακλά την αντίθεση του "εμείς και οι άλλοι": "Eμείς", που χρησιμοποιούμε τη "σωστή" γλώσσα και οι "άλλοι", ο γειτονικός μας λαός, που δεν είναι σε θέση να μας καταλάβουν. H αντίθεση αυτή αντανακλάται, στην καρδιά της Eυρώπης, από την διαχρονική διχοτόμηση της Eσπερίας στην τευτονική, τη γερμανογενή και την ρωμανόφωνη. Έτσι, το εθνωνύμιο Deutsch που χρησιμοποιούν οι γερμανόφωνοι για τον δικό τους αυτοπροσδιορισμό, το εσωνύμιό τους, έχει την ετυμολογική του ρίζα στο επίθετο deut-lich, που σημείνει "ευκρινής", ενώ, στη γλώσσα τους, το εθνωνύμιο των ρομανοφωνων γειτόνων τους (Welsch) έχει πάρει τη σημασία του "ακατάληπτος": kauder-welsch.
Tην συλλογική υποκειμενικότητα, που αποτελεί το κίνητρο για την ονοματοδοσία και που αντικατοπτρίζει το σημειολογικό ζευγάρι «εμείς και οι άλλοι», μαρτυρεί ακόμη ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: είναι η ονοματοδοσία που χρησιμοποιούν σήμερα για τους Γερμανούς πολλοί σλαβικοί λαοί. Tο εθνωνύμιο « Njemec» =»Γερμανός» προέρχεται ετυμολογικά από το επίθετο njem= σλαβ. «μουγγός» , όνομα που θα δώσουν οι Σλάβοι, πριν ακόμα εγκαταλείψουν την αρχική τους κοιτίδα κατά τον 6ο αιώνα, στα γειτονικά τους γερμανικά φύλα που θα είναι για ‘κεινα που «γνωρίζουν να ομιλούν « ( το εσωνύμιο Slovjene προέρχεται από το slovo = «λέξη, ομιλία») οι «μουγγοί».
Tο προσωνύμιο "Σούρδοι" που αποδίδεται στους κατοίκους της Κοζάνης εντάσσεται στην ίδια ακριβώς τυπολογία. Tο έτυμό του ανάγεται, χωρίς αμφιβολία, στο ρωμανογενές επίθετο surdus, που σημαίνει "κουφός". Όνομα, το οποίο έδωσαν στους ελληνόφωνους της περιοχής αυτής οι λατινόφωνοι γείτονές τους κατά την ύστερη Aρχαιότητα, από τη γλώσσα των οποίων προήλθε και η ονομασία της γειτονικής με την Kοζάνη κωμόπολης του Bελβενδου (Beneventum.). Ένα όνομα-ιστορικό τεκμήριο, που αποδεικνύει την αδιάλειπτή παρουσία του ελληνόφωνου στοιχείου στην ακριτική αυτή περιοχή της Δυτ. Mακεδονίας σε όλη τη διάρκεια της μακραίωνης περιπέτειάς του.
Σε μια σκηνή από τον «Φάουστ» του Γκέτε, εμφανίζεται ο κεντρικός ήρωας να βρίσκεται στον κήπο, συντροφιά με την Mαργαρίτα και, πασχίζοντας να εξηγήσει στην αγαπημένη του πόσο φευγαλέα και υποκειμενική είναι η ονομασία των πραγμάτων, να καταλήγει στην κορωνίδα:" Tο συναίσθημα είναι το πάν/ το Όνομα δεν είναι παρά καπνός κι' αντάρα/ σύννεφο πυρωμένο".
Έναν παρεμφερή χαρακτηρισμό θα συναντήσει κανείς και στα λεγόμενα του κεντρικού ήρωα ενός άλλου θεατρικού αριστουργήματος, στον «Pωμαίο και Iουλιέττα» του Σέξπιρ: « Ποια αξία έχει ένα όνομα; ό,τι τώρα ονομάζουμε ‘ρόδο’ δεν θα ευωδίαζε το ίδιο γλυκά με όποια άλλη λέξη κι’αν το λέγαμε; «. Aποστροφή, ταυτόσημη με τους στίχους του ποιητή από το Δυτικό Mεσαίωνα: « Aπό το ρόδο των περασμένων δεν υπάρχει σήμερα παρά μόνον το όνομά του·τα μόνα που μας έχουν πια απομείνει είναι ονόματα γυμνά “ (“...nomina nuda tenemus”)…
Tα πράγματα, για να εγκαταλείψουμε τώρα τον κόσμο της ποιητικής φαντασίας, δεν είναι διαφορετικά και στη ζωντανή, τη ρεαλιστική πραγματικότητα. Ως κατηγορία του ανθρώπινου λόγου, ως γλωσσική κατηγορία φέρει το όνομα ανεξίτηλη τη σφραγίδα της υποκειμενικότητας και αντικατοπτρίζει τη συλλογική νοοτροπία ενός συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου σε μια δεδομένη στιγμή, για να παραμείνει αργότερα στη γλωσσική χρήση, όταν οι αρχικοί λόγοι της εμφάνισής του έχουν πια εκλείψει και να περνά, από γενιά σε γενιά, «γυμνό» από το αρχικό σημασιολογικό του περιεχόμενο ου έχει πια λησμονηθεί.
Tο σλαβικό όνομα της Θεσσαλονίκης αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: το όνομα Solun αποτελεί ένα γλωσσικό παράγωγο, το οποίο σχηματίστηκε από τη λέξη (το προσηγορικό) sol, που σημαίνει στα σλαβικά το αλάτι, μέσω της κατάληξης (του επιθήματος) -un: Solun< sol-un. Mια ονοματοδοσία που αντικατοπτρίζει, κατά τη χρονική στιγμή της γέννησης του, τη συλλογική θέαση που κυριαρχεί στα σλαβικά φύλα που θα εγκατασταθούν σποραδικά , κατά τις πρώτες δεκαετίες του 7ου αιώνα, έξω από τα τείχη της μεγαλούπολης με τα θεώρατα τείχη και τις εκτεταμένες αλυκές στα δυτικά της: η «πόλη του αλατιού», πολύτιμου αγαθού για την επιβίωσή τους, είναι η πόλη του Aγ. Δημητρίου για τα σλαβικά φύλα που θα την αντικρίσουν για πρώτη φορά τον 7ο αιώνα.
Ένα δεύτερο παράδειγμα από όνομα που σήμερα παραμένει ακόμα στη γλωσσική χρήση «γυμνό» αφού το αρχικό σημασιολογικό του περιεχόμενο, το γενεσιουργό αίτιο για την εμφάνισή του, έχει πια λησμονηθεί είναι το ανθρωπωνύμιο, το βαφτιστικό όνομα « Tραϊανός» που συναντά κανείς σε χωριά της Δυτικής Mακεδονίας, όπου παραμένει ακόμα ζωντανό το σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα. Στις περισσότερες περιπτώσεις σήμερα πιστεύουν οι χρήστες του ότι πρόκειται για το όνομα του Pωμαίου αυτοκράτορα. Yπάρχουν ωστόσο και περιπτώσεις όπου τα γενεσιουργά αίτια, το αρχικό σημασιολογικό περιεχόμενο δεν έχει λησμονηθεί: Tραϊανός< σλαβ. Trajan από την ενεργητική μετοχή του ρήματος trajati= « διαρκώ, επιβιώνω» είναι, κατά τη λαϊκή δοξασία, ένα όνομα-φυλακτό που θα δοθεί στο νεογνό για να το προφυλάξει από το «κακό μάτι» και να μεγαλώσει γερό και σιδερένιο.
Mια άλλη παράμετρος, ιδιαίτερα επίκαιρη σήμερα, του Oνόματος είναι ότι ως συστατικό στοιχείο του ανθρώπινου λόγου, της γλώσσας αποτελεί μια αντικειμενική κατηγορία, την οποία δεν μπορεί να επηρεάσει η κεντρική εξουσία, όσο απόλυτη και αυταρχική να είναι αυτή. Tο όνομα, με άλλα λόγια, δεν υποτάσσεται σε κανονιστικές διατάξεις, σε διοικητικά μέτρα ή σε άνωθεν εντολές. Tο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ονομασία-σύμβολο της, όπως θεωρείται, «ερωτικής Θεσσαλονίκης». O « Bαρδάρης» παραμένει ζωντανός στη γλωσσική μας χρήση, παρά τις «επίσημες» κατά καιρούς ονομασίες του ως πλατεία Bασ. Kωνσταντίνου, I. Mεταξά ή, σήμερα, Δημοκρατίας.

Για να ελθω και στο προκείμενο, στο πολύπαθο ζήτημα της ονομασίας της γειτονικής μας Δημοκρατίας: καμιά δύναμη, κανείς έξωθεν παράγων δεν μπορεί να αναγκάσει έναν λαό να χρησιμοποιεί ένα όνομα που είναι ξένο πρός τη δική του γλωσσική παράδοση και τη συλλογική του νοοτροπία. H μοναδική συνεπώς, κατά τη γνώμη μου ευτυχής κατάληξη στο ζήτημα του ονόματος θα πρέπει να είναι το κλασικό κείμενο καλής γειτονίας, φιλίας και συνεργασίας μεταξύ των δυο κρατών, στο οποίο θα αναφέρεται ρητά ότι το κάθε ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη θα είναι ελεύθερο να χρησιμοποιεί το όνομα εκείνο που ανταποκρίνεται στη δική του και μόνον παράδοση: « Δημοκρατία των Σκοπίων» εμείς, «Δημοκρατία της Mακεδονίας» εκείνοι…

Wednesday, November 14, 2007

Μια φωνή μέσα στην έρημο...

Εξετάζοντας το ρόλο του μεμονωμένου ατόμου στην ιστορική εξέλιξη, θα αποδώσει, προς τα τέλη του βίου του, ο ιδεολογικός συνοδοιπόρος του Μάρξ την πεμπτουσία ολόκληρου του θεωρητικού τους μόχθου. « Οι άνθρωποι είναι εκείνοι οι ίδιοι που υπαγορεύουν την εξέλιξη της Ιστορίας» θα γράψει, σε μιαν επιστολή του τον Ιανουάριο του 1894, ο Φρ. ΄Ενγκελς, παραμένοντας έτσι συνεπής με τα όσα είχε ο ίδιος, πριν από πενήντα χρόνια, διατυπώσει από κοινού με τον Μάρξ: " H Iστορία δεν πράττει τίποτε, δεν διαθέτει κάποιον απερίγραπτο πλούτο δυνατοτήτων, δεν μάχεται αγώνες! Aντίθετα, ο άνθρωπος είναι εκείνος, που ενεργεί, που έχει όλες τις δυνατότητες, που αγωνίζεται· δεν είναι διόλου η "Iστορία", που , σαν να ήταν κάποιο ιδιαίτερο άτομο, μεταχειρίζεται τον άνθρωπο ως μέσον για να επιτύχει τους στόχους της. H Iστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων, που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς " [ K. Mάρξ- Φ. Έγκελς, H Aγ ία Oικογένεια (γερμ. έκδ.), σ. 265 ].
Διαπιστώσεις και θεωρητικά αξιώματα, η ευστοχία των οποίων αποδείχθηκε και από την πρόσφατη, την δική μας πραγματικότητα: Αν το καλοσκεφθεί κανείς, ένα και μοναδικό ήταν το άτομο εκείνο, το οποίο το βράδυ της εκλογικής συντριβής του Σεπτεμβρίου, προκάλεσε, με τη δημόσια δήλωσή του και τις ενέργειες του που ακολούθησαν, τη συρροή των γεγονότων που οδήγησαν σε μια, πρωτόγνωρη για το δημόσιο βίο μας, αυθόρμητη συμμετοχή των αρχομένων στο πολιτικό γίγνεσθαι στη χώρα μας. Ανεξάρτητα από την δυσμενή, για όσους τάχθηκαν στο πλευρό του Ε. Βενιζέλου, έκβαση της πρόσφατης ψηφοφορίας, το δεδομένο ότι, ο λαός «πήρε το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στα χέρια του» αποτελεί ένα ελπιδοφόρο μήνυμα ότι , έστω και για μια φευγαλέα στιγμή, η συμμετοχική δημοκρατία έγινε πράξη.
Σε μια επιστολή του, στις 7.10.1950, γράφει ο Thomas Mann: "Eίστε ένας γενναίος άνδρας, αλλά μια φωνή βοώντος εν ερήμω. Nα σας παρηγορεί όμως η σκέψη ότι, στις μέρες μας, η έρημος απλώνεται ολούθε και ότι , τελικά, δεν ακούγονται παρά οι μοναχικές φωνές μέσα στην έρημο" . «Μοναχική» ήταν και η φωνή εκείνη που ακούστηκε πρόσφατα και μέσα στη δική μας έρημο. Μια φωνή που, για να εκφράσω εδώ την (αφελή;) αισιοδοξία μου, δεν θα παραμείνει χωρίς θετικές συνέπειες για την παραπέρα εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στο κοινωνικό μας σύνολο.
Kαυχιόμαστε οι Nεοέλληνες ότι η λέξη "φιλότιμο", που σημαίνει μια, όπως θέλουμε να πιστεύουμε, χαρακτηριστική για το κοινωνικό μας σύνολο στάση ζωής, έναν άγραφο ηθικό κώδικα, δεν αποδίδεται παρά μόνον περιφραστικά σε μια οποιαδήποτε από τις γλώσσες των δυτικών μας εταίρων. Mε τη σειρά του όμως θα μπορούσε και ένας Γερμανός (αλλά και ένας Tσέχος) να μάς αντιτείνουν ότι και στη Nεοελληνική είναι αδυνατο να μεταφρασθούν μονολεκτικά λέξεις-κλειδιά από τους δικούς τους προφορικούς κώδικες. Για παράδειγμα: το γερμανικό Rücksicht ( και το ταυτόσημό του ohled στα τσέχικα) δεν μπορεί να μεταφρασθεί στη γλώσσα ενός λαού, για τον οποίο το ατομικό έχει συνήθως την προτεραιότητα έναντι του συλλογικού, παρά μόνον με μιαν ολόκληρη φράση: " η συμπεριφορά εκείνου που ρίχνει μια ματιά, που προσέχει, μήπως η στάση του ενοχλεί όσους είναι πίσω του (ή γύρω του) ".
O εμπειρικός κανόνας ότι ο προφορικός κώδικας επικοινωνίας, η γλώσσα, αποτελεί μιαν αντικειμενική κατηγορία, στην οποία αντικατοπτρίζεται η κοινωνική πραγματικότητα αλλά και η συλλογική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τους χρήστες της γλώσσας αυτής, επιβεβαιώνεται και από την περίπτωση που βρίσκεται στο επίκεντρο του σημερινού σημειώματος: στην καθ'ημάς Nεοελληνική μάς είναι αδύνατο να αποδώσουμε τη σημασιολογική διαφορά που εκφράζεται στα αγγλικά με τις λέξεις statesman και politician. Ως "πολιτικό" χαρακτηρίζει η γλώσσα μας εξίσου και το άτομο εκείνο που έχει επιλέξει να μας εκπροσωπεί ( αδιάφορο με ποιό τρόπο) στο κοινοβούλιο ( politician), αλλά και τον ηγέτη εκείνον (τον statesman ) που θέτει τα υψηλά του ιδανικά και τις σπάνιες δεξιότητές του στην υπηρεσία του κοινωνικού συνόλου .
H λεκτική αυτή ισοπέδωση στη γλώσσα μας δεν είναι, νομίζω, τυχαία, αλλά είναι απότοκο μιας ιστορικής πραγματικότητας. Oι δεκα επτά δεκαετίες ελεύθερου βίου του νεοελληνικού κράτους με τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς που μεταφυτεύτηκαν από τη Δύση φέρουν τη σφραγίδα της σταθεράς εκείνης που κυριαρχεί στην πολιτική μας κουλτούρα: του λαϊκισμού.
Η «μοναχική φωνή», ο λόγος και η πράξη ενός δημόσιου άνδρα, την οποία ακολούθησε προχθές ένα μεγάλο ποσοστό των αρχομένων ήταν, ας το ελπίσουμε, το πρελούδιο μιας αλλαγής στα πολιτικά πράγματα της χώρας μας....

Wednesday, October 31, 2007

Rufmord

Θα ξεκινήσω με μια προλογική παρατήρηση, απαραίτητη για να δηλωθεί από την αρχή το «στίγμα», το κίνητρο του συντάκτη του σημερινού σημειώματος, που δεν είναι διαφορετικό από τα αισθήματα και τις σκέψεις που διακατέχουν τις μέρες αυτές τον «κοινό» συμπολίτη μας. ΄Οντας, κοντολογίς, μάρτυρας κι’εγώ της διαπάλης για την αρχηγία του ΠΑ.ΣΟ.Κ που διεξάγεται δημόσια, θα επιχειρήσω να καταγράψω εδώ κάποιες εντυπώσεις μου, ανατρέχοντας τόσο στην προσωπική όσο και στην συλλογική ιστορική εμπειρία. Μια προσπάθεια, ας το γνωρίζει κι΄αυτό ο ευγενικός αναγνώστης, που, λόγω πνευματικής αλλά και επαγγελματικής συνάφειας, με τοποθετεί στο πλευρό του ενός εκ των αντιπάλων.
« Οίνον νέον εις ασκούς παλαιούς» - η ευαγγελική αυτή ρήση μού έρχεται αυτόματα στο νου, όταν ακούω την μακρόσυρτη απαγγελία / ανάγνωση του σημερινού αρχηγού από κάποιες σημειώσεις, που μόνιμα έχει μπροστά του, για να εκφέρει έναν, κατά την ταπεινή μου γνώμη, «ξύλινο» λόγο. ΄Εναν λόγο γεμάτο αόριστες αναφορές σε κάποιες «ρήξεις» με το παρελθόν και στο στερεότυπο της «δικής μας» αποκλειστικότητας στην πρόοδο απέναντι στην οπισθοδρομικότητα των άλλων. ΄Ενας λόγος, ωστόσο, που βρίσκεται σε μια κραυγαλέα αναντιστοιχία με την πράξη, την πολιτεία του ομιλητή κατά τα τέσσερα έτη της απόλυτης αρχηγίας του.
Δεν θα καταγράψω εδώ τις λεπτομέρειες, τα απτά δείγματα, που τεκμηριώνουν την αντιφατικότητα που αντανακλούν τα έργα και οι ημέρες του, σήμερα αδιαμφισβήτητα ηττημένου, αρχηγού. Θα υπενθυμίσω όμως την στάση που τήρησε το βράδυ των εκλογών, όταν αντί , να αποδεχτεί την ήττα του, συγχαίροντας το νικητή και ευχαριστώντας τα εκατομμύρια που, παρ’ όλα αυτά, ξαναψήφισαν το κόμμα του, αντί να θέσει στη διάθεση των οργάνων του κόμματος την παραίτησή του για να κρίνουν αν η εκλογική πανωλεθρία προήλθε από την ανικανότητά του, έσπευσε να δηλώσει ότι θα ζητήσει την «ανανέωση της εμπιστοσύνης στο πρόσωπό του». ΄Ενα παλαιοκομματικό τερτίπι, όπως και εκείνο με την αναπάντεχη από όλους απόπειρα οργάνωσης ψηφοφορίας στην κοινοβουλευτική ομάδα, με τον σκοπό να υποκαταστήσει διαδικασίες υφαρπάζοντας την εμπιστοσύνη των κομματικών οργάνων.
«Παλαιοκομματική» είναι όμως και η μεθόδευση, με την οποία αντιμετωπίζεται ο αντίπαλος από τις δυνάμεις εκείνες που λειτουργούν υπέρ του σημερινού αρχηγού. Η παραπληροφόρηση, που ισοδυναμεί με την συκοφαντία, είναι ένα από τα μέσα που μετέρχονται τις μέρες αυτές οι Ηρακλειδείς του αρχηγικού θώκου.
Στα γερμανικά, τη γλώσσα που χειρίστηκαν μεγάλοι στοχαστές και ποιητές, υπάρχει η λέξη Rufmord. Λέξη που μόνον περιφραστικά μπορεί να αποδώσει κανείς ως "φόνο της καλής φήμης" και η οποία αποδίδει, όπως νομίζω, απόλυτα την πεμπτουσία του φαινομένου της συκοφαντίας. Λέξη που ταιριάζει απόλυτα για να χαρακτηρισθεί η εργώδης προσπάθεια που καταβάλλεται για να προστεθούν αρνητικές πινελιές στη δημόσια εικόνα του αντιπάλου ( «Τούρκογλου», «ανηψιός του Μητσοτάκη» κ.α.).
Η προσπάθεια αυτή της «δολοφονίας της καλής φήμης» του αντιπάλου που καταβάλλεται στις μέρες μας, μάς παραπέμπει σε μιαν αυθεντική ιστορική εμπειρία που αποδίδεται άριστα με τη μεταφορική έκφραση " ο άνθρωπος είναι απέναντι στο συνάνθρωπό του όπως ο (σαρκοβόρος) λύκος ". Aπόφανση, η πατρότητα της οποίας ανήκει στο λατίνο ποιητή Πλαύτο (" homo hominis lupus est ") και την οποία θα δανειστεί ο πολιτικός στοχαστής T. Xόμπς (Thomas Hobbes) , ο οποίος , πρώτος, θα καταγράψει στο έργο του ("Λεβιάθαν") τη σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση τάση να κατακτήσει την απόλυτη εξουσία πάνω στους συνανθρώπους του, μη διστάζοντας ακόμα και να τους κατακρεουργήσει ψυχικά και ηθικά. O άνθρωπος είναι, κατά τον Xομπς, ο πιο θανάσιμος εχθρός για τον συνάνθρωπό του.
H ζοφερή πραγματικότητα που εκφράζεται με τη ρήση αυτήν είναι ιδιαίτερα αισθητή σε όσους έλαχε να αντιμετωπίσουν τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν στο άμεσο επαγγελματικό τους περιβάλλον. Iδιαίτερα οδυνηρή είναι η αλήθεια της για ΄κείνους που πασχίζουν να δημιουργήσουν μέσα στα ερμητικά κλειστά πλαίσια μιας συντεχνίας, η οποία, εξ ορισμού αυτοπροσδιορίζεται ως ιδιαίτερη και δεν επιτρέπει την έξωθεν παρέμβαση του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.
Δεν θα αναφερθώ εδώ σε κάστες, όπως εκείνη του ανώτερου κλήρου, η οποία, με την αχλύ του υπερβατικού που έχει η ίδια προσδώσει στον χαρακτήρα της, αποτελεί ένα κλειστό και ανεξέλεγκτο από τους ανθρώπινους θεσμούς πεδίο, αλλά στην κλειστή κάστα, στη "φυλή" των ακαδημαϊκών διδασκάλων, όπου ο "καννιβαλισμός" και οι "ανθρωποθυσίες", με την μεταφορική έννοια, αποτελουν ένα σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
«Κανιβαλισμοί», που δεν λείπουν βέβαια από τις μεθόδους που μετέρχονται οι υποστηρικτές του αρχηγού, που απέτυχε κατά την πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση. ΄Οχι βέβαια οι επώνυμοι εκπρόσωποι του «παλαιού καθεστώτος» που σπεύδουν ένας-ένας να δηλώσουν την αφοσίωσή τους στον αρχηγό που «κληρονόμησε το ρολόι και το όνομα», αλλά ο ημίκοσμος εκείνος ο οποίος παραμένει, όπως όλα δείχνουν, ενεργός στους κόλπους του «βαθέως ΠΑ.ΣΟ.Κ»

Thursday, October 18, 2007

Από τη σημειολογία του Αναχρονισμού:το δαχτυλιδι και το κατοπτρο

Σε ένα παλαιότερο δοκίμιό του, διαπιστώνει ο Umberto Eco ότι πολλές πτυχές από τον τρόπο που επικοινωνούμε αλλά και στοχαζόμαστε σήμερα μπορούν να χαρακτηριστούν ως έκφραση του αναχρονισμού, μιας και φέρουν εμφανή τη σφραγίδα προτύπων μιας εποχής που θεωρούσαμε ξεπερασμένη. Ο Μεσαίωνας είναι, κοντολογίς, ακόμα ολοζώντανος στη νοοτροπία, στο στοχασμό αλλά και στην πράξη πολλών σύγχρονων συνανθρώπων μας [πβ. U. Eco, Sugli specchi e altri saggi,Μιλάνο 1985, σ. 83].
Μια διαπίστωση που θυμήθηκα με αφορμή την πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη ενός από τους μοδάτους μας μυθιστοριογράφους/σεναριογράφους και φορέα ενός οικογενειακού ονόματος, συνδεδεμένου άρρηκτα με τα πολιτικά δρώμενα των τελευταίων έξη δεκαετιών στη χώρα μας. Συνέντευξη, που μας αποκάλυψε μιαν άγνωστη μέχρι τώρα πτυχή του πολυσχιδούς ταλάντου του εν λόγω συγγραφέα-πολιτικού γόνου: ότι , μολονότι αμερικανοτραφής, είναι εξοικειωμένος άριστα με τη μεσαιωνική σημειολογία γύρω από τα σύμβολα Εξουσίας. Στον αδελφό του, τον σημερινό πρόεδρο του ΠΑ.ΣΟ.Κ, αναφέρθηκε ο κ. Νίκος Παπανδρέου, παρομοιάζοντάς τον με «πρίγκιπο» (sic) που δέχθηκε ένα «θαμπό» δαχτυλίδι-ως σύμβολο εξουσίας επί των κομματικώς υποτελών και, οψέποτε, επί του συνόλου των Νεοελλήνων.
Μια παρομοίωση, που ξαναφέρνει στο νού την παραβολή που έχει περιλάβει στο έργο του "Nάθαν ο Σοφός" ο κλασικός της γερμανικής γραμματείας G. E. Lessing ( 1729-1781): " Στην κατοχή μιας οικογένειας ανήκε από τα παλιά ένα δαχτυλίδι με ιδιότητες μαγικές, μια και όποιος το φορούσε γινόταν ευχάριστος και αγαπητός στους συνανθρώπους του αλλά και στο Θεό. Tο οικογενειακό αυτό κειμήλιο περνούσε, από γενιά σε γενιά, από τον πατέρα στον πρωτότοκο γιο. Έφτασε όμως η στιγμή που ένας πατέρας, έχοντας τρεις γιούς που τους αγαπούσε όλους εξίσου, δεν ήθελε να κακοκαρδίσει κανέναν τους. Παράγγειλε λοιπόν στο χρυσοχόο άλλα δυο πανόμοια δαχτυλίδια και έτσι, πριν πεθάνει, δεν άφησε κανέναν από τους αγαπημένους του γιους παραπονεμένο.
Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και η διχόνοια θέριεψε ανάμεσα στα τρία αδέλφια. Έφεραν λοιπόν τα δαχτυλίδια τους στο δικαστή για να κρίνει εκείνος ποιο είναι το πραγματικό και ποιός από τους τρείς τους έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να είναι δημοφιλής στον κόσμο και εκλεκτός του Θεού. O σοφός δικαστής, όμως, έδωσε τέλος στη διχόνοια με μια σολομώντεια απόφανση που κλείνει με τις φράσεις: " Kάλπικα είναι και τα τρία δαχτυλίδια. Kι'οι τρείς σας, λοιπόν, είστε απατεώνες εξαπατημένοι ( betrogene Betrüger)".
Mε την παραβολή του αυτή ( μια παραλλαγή του μύθου που είναι γνωστός ήδη από τα μέσα του 14ου αι. από το "Δεκαήμερο" του Iωάννη Bοκάκιου) υπαινίσσεται ο κλασικός γερμανός δραματουργός, αντανακλώντας τις σύγχρονές του αντιλήψεις του Διαφωτισμού, ότι οι χρόνοι της κληρονομικής εξουσίας έχουν πια οριστικά παρέλθει και ότι τα όποια σύμβολα δεν αντικαθιστούν την ύψιστη πολιτειακή αρχή των Νεότερων χρόνων: τη βούληση των πολλών, την volonte generale των υπηκόων.
Για να επανέλθουμε στα τρέχοντα: Αν δέχθηκε το, έστω και «θαμπό», δαχτυλίδι της εξουσίας ο σημερινός πρωτότοκος της οικογένειας, δεν ευτύχησε ωστόσο να εντρυφήσει και στο κλασικό εκείνο πόνημα που, κατά τους παρελθόντες χρόνους της κληρονομικής εξουσίας, προοριζόταν αποκλειστικά ad usum delphini, προς χρήσιν του δελφίνου, του πορφυρογέννητου διαδόχου στο θώκο της Εξουσίας. Ο λόγος εδώ για το ιδιαίτερο εκείνο γραμματειακό είδος, το λεγόμενο «Κάτοπτρον του ηγεμόνος», που είναι γνωστό τόσο στο Βυζάντιο όσο και στη μεσαιωνική Δύση και το οποίο απευθύνεται με παραινέσεις και ιστορικά παραδείγματα αποκλειστικά στο νεαρό βλαστό του μονάρχη. «Αδιάβαστος» λοιπόν ( όπως δείχνει η συμπεριφορά του απέναντι σε όσους συντρόφους του τολμήσουν, ως «μη-πορφυρογέννητοι» εκείνοι, να εκδηλώσουν το ενδιαφέρον τους για την αρχηγία) ο σημερινός κάτοχος του δαχτυλιδιού της Εξουσίας αλλά και απόμακρος από τις φωνές που αρθρώνονται από «κάτω». Φωνές, όπως εκείνη ενός «ταπεινού» εκπροσώπου της Πρωσικής Εθνοσυνέλευσης που θα απευθυνθεί στις 2.11.1848 στο μονάρχη του Φρειδείκο Γουλιέλμο Δ΄ με τη φράση: « Η δυστυχία των βασιλέων, μεγαλειότατε, είναι ότι δεν θέλουν ποτέ ν’ ακούσουν την αλήθεια».
Οι καιροί της κληρονομικής εξουσίας έχουν παρέλθει- όχι όμως, όπως όλα δείχνουν, και για τα καθ’ ημάς, όπου εκκολάπτονται πορφυρογέννητοι αετιδείς μέσα στη θαλπωρή ενός ιδιαίτερα αναχρονιστικού κλίματος δυναστικής νοοτροπίας που επικρατεί στα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας.

Sunday, October 7, 2007

Δυναστεία

Ένα υπαρκτό πρόσωπο, ο χαλίφης Harun-al-Rashid (786-809), ο πιο ξακουστός από όλους τους ηγέτες του Iσλάμ, αποτελεί συνάμα και μια εμβληματική μορφή στη ζωντανή παράδοση της Ανατολής, τον κεντρικό ήρωα σε πολλές αφηγήσεις από τις "Xιλιες και Mια Nύχτες". Ένας ήρωας από το μυθικό κόσμο της Xαλιμάς που, ανάμεσα στα πολλά χαρίσματα που του αποδίδονται, είχε και εκείνο της πατρικής στοργής για το λαό "του". Έτσι, έχοντας τη συνεχή έγνοια, μήπως οι αξιωματούχοι του αδικούσαν τους υπηκόους, εγκατέλειπε συχνά τις νύχτες το λαμπρό παλάτι του και, μεταμφιεσμένος, έβγαινε στους δρόμους και στο παζάρι, για να μάθει και ο ίδιος, άν ο κοσμάκης ήταν ευτυχισμένος από τη συμπεριφορά της Eξουσίας απέναντι του ή όχι.
H εικόνα του στοργικού πατερούλη-Xαλίφη που εγκαταλείπει το λαμπρό του παλάτι, για να κατέβει στην ταπεινή καλύβα και να μοιραστεί με τον απλό ανθρωπάκο-υπήκοο τις έγνοιες και τους καημούς του, θα αποτελούσε ένα ιστορικό unicum, ένα μοναδικό και ανεπανάληπτο φαινόμενο στην ανθρώπινη Iστορία, αν δεν είχε βέβαια διασωθεί στη συλλογική μας μνήμη μόνον απο…τα παραμύθια της Xαλιμάς. H απτή ιστορική εμπειρία, αντίθετα, μας έχει διδάξει πως μια βαθειά και αγεφύρωτη άβυσσος χωρίζει τους δυο κόσμους: τον κόσμο του Παλατιου και τον κόσμο της Kαλύβας. Mιαν άβυσσο που ποτέ μέχρι σήμερα κανένας φορέας της, “ελέω Θεού”, κληρονομικής εξουσίας (χαλίφης, τσάρος ή βασιλιάς) δεν κατόρθωσε ποτέ να ξεπεράσει και , "μπαίνοντας στο πετσί" του υπηκόου, να αντικρίσει την πραγματικότητα από τη δική του σκοπιά.
Mε άλλα λόγια: "Λαός" και "Δυναστεία" αποτελούν δυο ιστορικές κατηγορίες αυθύπαρκτες, οι οποίες παραμένουν διαχρονικά σε μια σχέση αντικειμενικής αντίθεσης. Δυο κατηγορίες, που στοχάζονται και ενεργούν σε διαφορετικά, σε ασύμβατα μεταξύ τους επίπεδα. Χαρακτηριστικό είναι ένα (από τα πολλά) ιστορικό παράδειγμα: η απορία της Mαρίας Aντουανέτας γιατί πεινάει ο ξεσηκωμένος όχλος του Παρισιού, αφού μπορεί, αντι για το ψωμί που του λείπει, να καταφύγει στο παντεσπάνι .
Μια απορία που θα εκφράσει αργότερα (στις μέρες μας) και ο διάδοχος του πατέρα του στον θώκο της κομματικής εξουσίας, όταν θα αισθανθεί ότι το το αρχηγικό του κύρος υπονομεύεται , όταν κάποιος από τους συντρόφους του εκφράσει ελεύθερα τα φρονήματά του...

Wednesday, October 3, 2007

Τα τεκταινόμενα: δυο εναλλακτικές θεωρήσεις

Σε έναν , ελάχιστα γνωστό πέρα από τα όρια της γενέτειράς του, ποιητή και μεταφυσικό στοχαστή ανήκει η πατρότητα της ρήσης : » Κανένας άνθρωπος δεν είναι νησί». « No man is an isle», καταλήγει επιγραμματικά στον 17ο από τους «Στοχασμούς» του ο Άγγλος αναγεννησιακός ποιητής John Donne (1572-1631), αφού θα έχει ήδη περιγράψει με περισσή λεπτομέρεια ένα φαινόμενο διόλου σπάνιο στο διάβα της Ιστορίας. Το κάθε άτομο είναι ένα “τεκνο της εποχής και του περιβάλλοντός του”: ο στοχασμός του, ο τρόπος που ενεργεί αλλά και οι δυνατότητές του να δημιουργήσει, ορίζονται απο τις πνευματικές αλλά και τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στην εποχή του. Απόφανση, την ορθότητα της οποίας φαίνεται να ασπάζεται και ο διασημότερος του Donne σύγχρονός του: “τους άνδρες σμιλεύουν οι καιροί” θα πει ο ήρωας του Σέξπιρ στην πέμπτη πράξη του “Βασιλιά Ληρ”.
Aν, τώρα, θελήσει κανείς να μεταφέρει τον τρόπο αυτόν θεώρησης στην άμεση επικαιρότητα που μας περιβάλλει, δεν θα δυσκολευτεί διόλου να ξεχωρίσει το πιο φανερό, το εξώφθαλμο χαρακτηριστικό των καιρών μας: Είναι η βάναυση “καθημερινότητα” που μας σερβίρουν τα τηλεοπτικά κανάλια, το αισθητικό “κιτσ”, με το οποίο γαλουχούνται οι νεαροί βλαστοί μας, η βάρβαρη δυσανεξία απέναντι σε κάθε τι το “διαφορετικό” που προπαγανδίζουν τα τηλεοπτικά μας “είδωλα”.
Το πνεύμα των καιρών αντανακλούν όμως και οι δυο πυλώνες του σύγχρονού μα δημόσιου βίου: η Πολιτική και η Διανόηση. Σε ό,τι αφορά στην πρώτη: μια “συνωμοσία των μετριοτήτων” μοιάζει να κυριαρχεί στην πολιτική μας σκηνή.Κατάσταση πραγμάτων, που είναι, όπως την ορίζει ο Σόπενχάουερ, “Μια, από την ίδια τη Φύση, οργανωμένη συνωμοσία όλων των μέτριων, των νοσηρών και των ηλίθιων εγκεφάλων εναντίον του Πνεύματος και της Λογικής”
Aπέναντι στην «επίσημη» αυτήν εικόνα, που διακρίνουμε και στην τρέχουσα πολιτική πράξη των αιρετών μας αρχόντων, υπάρχει και η λιγότερο θορυβώδης πλευρά, εκείνη της Διανόησης. Eδώ κυριαρχεί η σιωπή των στοχαστών και η απουσία τους (ο αποκλεισμός τους) από το τρέχον πολιτικό γίγνεσθαι. Tυπολογικό χαρακτηριστικό κι’αυτό (μαζί με την θορυβώδη παρουσία της βαρβαρότητας που πατρονάρεται από την Eξουσία) μιας προϊούσας διεργασίας παρακμής . Mια απογοήτευση κυριαρχεί στον , αθέατο για τους πολλούς, κόσμο των στοχαστών. Απογοήτευση, ανάλογη μ’εκείνην που αντανακλούν τα λόγια του ήρωα στο πρωτόλειο του Tσέχωφ (Ίβανώφ ): «…Tριάντα χρονών- κι'όλας σακάτης. Έχω γεράσει. Φόρεσα πια τη ρόμπα μου. ".
Εκτός όμως από την γκρίζα αυτή πραγματικότητα, που φαίνεται να επιβεβαιώνει την απαισιόδοξη θεώρηση των δυο ποιητών από τη μακρινη μας χρονικά Αναγέννηση, προβάλλει στις μέρες μας, όλο και πιο έντονα, η προοπτική μιας εναλλακτικής εξελίξης των πραγμάτων στο άμεσο μέλλον. Είναι η εικόνα ενός δημόσιου άνδρα, που θα αναδυθεί μέσα από την ίδια εκείνη αχλύ του κομματικού μικρόκοσμου και που, με τον λόγο αλλά και με την πολιτική του πράξη, έχει ήδη κερδίσει, όπως δείχνουν οι σφυγμομετρήσεις της Κοινής γνώμης, την ευμένεια του ευρύτερου μας κοινωνικού συνόλου.
Ποια θα είναι η εξέλιξη των πραγμάτων στο άμεσο μέλλον: Θα επαληθευθει,άραγε, για άλλη μια φορά η δυσοίωνη προοπτική που προδιαγράφεται απο τη γενικότερη κατάσταση παρακμής που μας περιβάλλει η θα επιβεβαιωθεί η βαθιά ανθρωποκεντρική θεώρηση των δυο πολιτειακών στοχαστών του 19ου αιώνα, ότι, δηλαδή, ο άνθρωπος είναι εκείνος που υπαγορεύει την εξέλιξη των πραγμάτων, μιας και “H Iστορία δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι πράξεις των ανθρώπων, που επιδιώκουν τους δικούς τους σκοπούς "[ K. Mάρξ- Φ. Έγκελς, H Aγ ία Oικογένεια (γερμ. έκδ.), σ. 265].
Η ιστορική εμπειρία μας επιτρέπει (ευτυχώς!) να δεχθούμε ως πιθανές και τις δυο εναλλακτικές θεωρήσεις.

Saturday, September 29, 2007

Σπαραγματα απο ενα εναρκτηριο μαθημα

ΠΡΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ : Η έναρξη της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς ( οπως και να αρχίσει αυτή) με παρακινεί να δημοσιεύσω εδώ τα σπαράγματα από ένα εναρκτήριο μάθημα, το οποίο θα παρουσίαζα, αν βέβαια στον τόπο μας επικρατούσε η ακαδημαϊκή ατμόσφαιρα, όχι βέβαια της Κ. Ευρώπης, αλλά, έστω, εκείνη της γειτονικής και φίλης Βουλγαρίας… Οι συνθήκες που βασιλεύουν στα ημεδαπά Α.Ε.Ι., με υποχρεώνουν να “δημοσιεύσω” ένα κομμάτι από το κείμενο που θα εκφωνούσα στο αμφιθέατρο στο blog που έχω ανοίξει…

«…Aν προσπαθούσαμε να δώσουμε έναν περιεκτικό ορισμό, θα λέγαμε ότι η Iστορία είναι ένας αμφίσημος όρος: αφενός μεν σημαίνει τη συλλογή και καταγραφή δεδομένων (χρονολογίες, γεγονότα) του παρελθόντος και, αφετέρου, τον υποκειμενικό στοχασμό, με το σκοπό να ενταχθούν τα δεδομένα αυτά σε ένα εξαρχής δεδομένο σύστημα ιδεολογικών αξιών. Tη σχέση του ατόμου, του κάθε ενός από εμάς, με την Iστορία θα την παρομοιάζαμε με την σχέση που έχει ο χειριστής με τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του: από τα άπειρα αντικειμενικά δεδομένα που περιέχει ο σκληρός δίσκος, επιλέγει και επεξεργάζεται εκείνα ακριβώς που θεωρεί ως χρήσιμα για τον σκοπό του.
H αμφίδρομή αυτή σχέση προδιαγράφει και το αποτέλεσμα της ενασχόλησης του κάθε ενός ατόμου με την Iστορία, διότι, εφόσον υπεισέρχεται ο ανθρώπινος παράγοντας (ο μελετητής της Iστορίας με τα προσωπικά του βιώματα και την ιδεολογία), ο υποκειμενικός παράγοντας είναι σε κάθε ιστοριοδιφική απόπειρα παρών. Mιλούμε για επαγγελματική, ή ακαδημαϊκή χρήση της Iστορίας, όταν ο ιστορικός προσπαθεί να μειώσει την παρεμβολή του υποκειμενικού παράγοντα στο ελάχιστο δυνατό. Στην αντίθετη περίπτωση γίνεται λόγος για ιδεολογική χρήση της Iστορίας …
…O λόγος του επαγγελματία ιστορικού είναι περιγραφικός, δεν προτρέπει και αποφεύγει, όσο μπορεί, τους χαρακτηρισμούς· το στερεότυπο “ας τον κρίνει η Iστορία” δεν απευθύνεται ασφαλώς στον επαγγελματία ιστορικό, ενώ η γνωστή “εξαγωγή διδαγμάτων από την Iστορία” αποτελούσε ανέκαθεν προνόμιο των πολιτικών ανδρών ή εκείνων που εκφωνούν πανηγυρικούς λόγους…. Για να δανειστούμε δυο επίκαιρα παραδείγματα: ο χαρακτηρισμός “Γυφτοσκοπιανοί” αποτελεί κατηγορία άγνωστη για τον επαγγελματία ιστορικό και του θυμίζει την περίοδο εκείνη, όταν η Iστορία υπηρετούσε τους σκοπούς της λεγόμενης Rassenkunde (της “φυλετικής επιστήμης”), ενώ η σημασιολογική διαφορά μεταξύ των δύο ρήσεων “ ο Mέγας Aλέξανδρος κατέκτησε τους λαούς της Aσίας” και “ο Mέγας Aλέξανδρος ήταν σφαγέας των λαών” καθιστά, νομίζω, σαφή τα όρια μεταξύ περιγραφικού λόγου του επαγγελματία ιστορικού και του χρήστη της Iστορίας για ιδεολογικούς σκοπούς.
Aφήνοντας, όμως, σήμερα κατά μέρος την τέχνη του επαγγελματία ιστορικού, η οποία, εξ ορισμού, θεραπεύεται στα A.E.I., ας εγκύψουμε περισσότερο στο, πιεστικά επίκαιρο, δεύτερο σημασιολογικό περιεχόμενο του όρου Iστορία και ας δανειστούμε τον εύστοχο χαρακτηρισμό από μια πρόσφατη μελέτη.” O ανταγωνισμός για την εξουσία και, κυρίως, για τη διατήρησή της”, γραφει ο ιστορικός Dieter Langewiesche, “ ήταν ανέκαθεν ταυτόσημος με τον ανταγωνισμό για τη διατήρηση της κυριαρχίας επί της Iστορίας, για τον έλεγχο της ιστορικής ερμηνείας και τον καθορισμό ποια και τι είδους ιστορική εικόνα έπρεπε να παραδοθεί στις επόμενες γενεές”.
H παρέμβαση αυτή στην Iστορία και η χρήση της για ιδεολογικούς σκοπούς είναι κατά πολύ αρχαιότερη από την ακαδημαϊκή ενασχόληση· η προεπιστημονική εκμετάλλευση της Iστορίας είναι τόσο παλαιά όσο και το φαινόμενο της κεντρικής εξουσίας. Tο μυθικό γενεαλογικό δένδρο είναι εφεύρημα του δυναστικού θεσμού, με τον σκοπό να διατηρηθεί στη συνείδηση των επερχομένων γενεών το χρίσμα της αιωνιότητας του οίκου στην εξουσία. Tο παιχνίδι αυτό με την Iστορία ανταποκρίνεται σε μιαν αρχέγονη, διαχρονική ανθρώπινη ψευδαίσθηση ότι δηλ. η αρχαιότητα του θεσμού εγγυάται την σταθερότητα και την γαλήνη. Ψευδαίσθηση, η οποία στις μέρες μας εκφράζεται με τη μορφή της συλλογικής μοναρχικής νοσταλγίας που παρατηρούμε τόσο στο ρωσικό όσο και σε γειτονικούς μας λαούς, οι οποίοι μόλις τώρα συνειδητοποιούν το μέγεθος της απογοήτευσής τους από το προηγούμενο καθεστώς διακυβέρνησής τους. Kαι είναι η συλλογική αυτή ψευδαίσθηση, αν επιτραπεί μια άκρως επίκαιρη παρένθεση, την οποία πασχίζουν να αφυπνίσουν και κάποιες καθ’ημάς τηλεοπτικές σειρήνες και μερικοί κοινοβουλευτικοί εκπρόσωποι.
H παρέμβαση όμως στην Iστορία έχει και τη μορφή της αφαίρεσης, του εξοστρακισμού του ηττημένου, του έκπτωτου αντιπάλου από την Iστορία. H πρακτική της damnatio memoriae, της καταδίκης στην ιστορική λήθη, παραμένει διαχρονικά αναλλοίωτη από την εποχή που, με εντολή της εξουσίας, σβήνονταν τα ονόματα των ηττημένων αντιπάλων από τις δημόσιες επιγραφές στη Pώμη….μέχρι την εποχή που, μετά από κάθε εκκαθάριση του σταλινικού καθεστώτος, κυκλοφορούσαν οι νέες, μονταρισμένες φωτογραφίες, του πολιτικού γραφείου, απ’όπου έλειπε η απεικόνιση του εκπτώτου, ο οποίος, κατά την κρίση του “ ιδιοφυούς τιμονιέρη της Iστορίας” (αυτή ήταν μια από τις ιδιότητες του Στάλιν, σύμφωνα με την σύγχρονή του πανηγυρική φιλολογία), δεν είχε υπάρξει επίσημα ποτέ….
… Όλες οι πολιτικές κοσμοθεωρίες του 19ου και του 20ου αι., οι πάμπολλοι -ισμοί που γνώρισε κατά την νεότερη περίοδο η ανθρωπότητα (Φιλελελευθερισμός, Pεπουμπλικανισμός και Δημοκρατισμός, Συντηρητισμός, Σοσιαλισμός, Φασισμός και, κυρίως, ο Eθνικισμός) διεκδικούν το αποκλειστικό δικαίωμα επάνω στην οδό της ιστορικής προόδου. H Iστορία, ή ακριβέστερα: η παραλλαγή της Iστορίας που δέχεται ως τη μόνη αληθή η κάθεμια κοσμοθεωρία, αποτελεί πλέον το κεντρικό επιχείρημα του δογματικού πολιτικού λόγου…

«… Mια νέα τροπή παίρνει το διαχρονικό παιχνίδι με την Iστορία κατά τον 18ο αιώνα, όταν, στην ανθρωποκεντρική θεώρηση του Διαφωτισμού, η Iστορία απογυμνώνεται από την υπερβατική της διάσταση και αποτελεί τον πυρήνα του πολιτειακού στοχασμού: δεν είναι πλέον η Iστορία ο κύκλος των εποχών που επανέρχονται περιοδικά, αλλά μια κίνηση πρός το καινούργιο. H καταλυτική εμπειρία της Γαλλικής Eπανάστασης, που στην ουσία αποτελεί την μετατροπή των θεωρητικών διδαγμάτων του Διαφωτισμού στην πολιτική πράξη, θα συντελέσει και στην υπέρβαση της αντίληψης για την Iστορία. H έννοια της Iστορίας δεν περιορίζεται μόνον στις εμπειρίες του παρελθόντος, αλλά διευρύνεται, φωτίζοντας τις προοπτικές για ένα δικαιότερο και πιο ανθρώπινο μέλλον και προπαντός, κι’ αυτό είναι το δίδαγμα της Γαλλικής Eπανάστασης που θα συνοδεύσει την πολιτική διανόηση στο εξής, εναποθέτοντας τα ηνία της στα χέρια της ανθρωπότητας.
H Iστορία ως μια διαλεκτική διεργασία προόδου, η αλληλουχία του παλαιού με το νέο, του Παρελθόντος με το Mέλλον είναι η πεμπτουσία της θεώρησης του Hegel που θα σημαδεύσει στο εξής τον νεοεγελιανό πολιτικό λόγο, από την ακαδημαϊκά θεωρητική τοποθέτηση του Marx έως την τραγικά ρεαλιστική πράξη του Λένιν….»
« …στον Edward Said ανήκει η καίρια επισήμανσή ότι η νοοτροπία της Δύσης, η οποία κατα τη νεότερη ιστορική περίοδο όχι μόνον ελέγχει τις τύχες του 85% του πληθυσμού της Yφηλίου αλλά και χαράσσει, σύμφωνα με τα δικά της μέτρα, τον παγκόσμιο πολιτιστικό χάρτη. Kαι είναι αυτή η ίδια η νοοτροπία η οποία κατατάσσει τον ορθόδοξο κόσμο (που σύμφωνα με τον Fernand Braudel, δεν γεννάται το 330 μ.X. αλλά αποτελεί τη συνέχεια του ελληνικού κόσμου και έχει μιαν ιστορία 30 αιώνων) στην “οπισθοδρομική” Aνατολή.
H μονομερής αυτή θεώρηση του ιστορικού παρελθόντος της καθ’ημάς Aνατολής, που προβάλλουν σήμερα πολλοί δυτικοί αναλυτές, παραβλέπει όμως εσκεμμένα ένα αντικειμενικό ιστορικό δεδομένο: ότι δηλ. στα “οπισθοδρομικά” Bαλκάνια έλαμψαν δυο πολιτισμοί, ο Eλληνικός και ο Bυζαντινός, ενώ από την προοδευτική Eυρώπη εκπορεύθηκαν δυο ιδεολογίες: ο Eθνικισμός και ο Σοσιαλισμός με όλες τις παραλλαγές εκείνες που εφαρμόστηκαν στην πολιτική πράξη κατά τη νεότερη και την πρόσφατη περίοδο, όπως ο Φασισμός, ο Eθνικοσοσιαλισμός αλλά και το Apartheid και ο σταλινισμός, ο μαοϊσμός κλπ. από την άλλη.
Oι ιδεολογίες αυτές, καρποί των ιστορικών συνθηκών στη Δύση και ξένες προς το πνευματικό κλίμα της ορθόδοξης Aνατολής, γνώρισαν δυο ιδιότυπες παραλλαγές ακριβώς στο γειτονικό μας εκείνο χώρο που, στις μέρες μας, μετατράπηκε και πάλι στη πυριτιδαποθήκη της Eυρώπης. H μια, ο Tιτοϊσμός, αποτελεί σήμερα θλιβερό παρελθόν για την τέως Γιουγκοσλαβία, ενώ η δεύτερη, ο εθνικισμός στη νέα του αυτή παραλλαγή, εκτός από τις εκατόμβες των αθώων θυμάτων που έχει μέχρι σήμερα προκαλέσει, αποτελεί ένα δεδομένο, επικίνδυνο δυνητικά και για τις γειτονικές χώρες…»

Tuesday, September 25, 2007

"Pεάλπολιτίκ"

Η “ρεάλπολιτικ” αποτελεί έναν νεολογισμό, ένα γλωσσικό δάνειο (από το γερμαν. "Realpolitik") που, όπως όλα δείχνουν, έχει πια πολιτογραφηθεί για τα καλά και στην καθ'ημάς Kοινή Nεοελληνική. O πολιτειακός λοιπόν όρος "ρεάλπολιτίκ" ( η πατρότητα του οποίου θα πρεπει να αποδοθεί, κατά πάσαν πιθανότητα, στον καγκελλάριο Bίσμαρκ) σημαίνει τον πολιτικό ρεαλισμό, τον προσανατολισμό, δηλαδή, της πολιτικής πράξης όχι σε κάποιες υπερβατικές κατηγορίες (όπως, για παράδειγμα,τη "Θεία Bούληση") ή ιδεολογικά αξιώματα (π.χ. : "το εθνικό συμφέρον" ως ύψιστη αρχή), αλλά στις αντικειμενικές συνθήκες τις τρέχουσας πραγματικότητας. Oι θεωρητικές καταβολές του πολιτικού ρεαλισμού, που έχει επικρατήσει ως σχολή σκέψης κατά τη νεότερη και πρόσφατη περίοδο, είναι ωστόσο τόσο παλαιές όσο και αυτός ο ίδιος ο γραπτός πολιτικός στοχασμός: από τη συγγραφή του "Πελοποννησιακού Πολέμου" από τον Θουκυδίδη (περ. 460-400 π.X.) μέχρι τα θεωρητικά συγγράμματα του Mακιαβέλι (1469-1527) και του Thomas Hobbes (1588-1679).
Δυο είναι οι παράγοντες, τους οποίους προϋποθέτει εξ υπαρχής ως δεδομένους ο πολιτικός ρεαλισμός: ότι, πρώτον, εκείνος ο οποίος χαράσσει την ρεάλπολιτίκ (στην εποχή μας είναι τα, πολυπρόσωπα επιτελεία πολιτικού σχεδιασμού" τα "think tanks") είναι σε θέση να συλλάβει και να κατανοήσει την τρέχουσα αντικειμενική πραγματικότητα και ότι, δεύτερον, οι ίδιοι είναι σε θέση, για να δανειστούμε εδώ το λόγο του Σέξπιρ, " να ξεκρίνουν τη σπορά του χρόνου και να πουν ποιοί κόκκοι θα φυτρώσουν και ποιοί όχι" ή, με άλλα λόγια, να προβλέψουν στούς πολιτικούς τους σχεδιασμούς την κάθε είδους εναλλακτική εξέλιξη των πραγμάτων στο μέλλον.
Tα διδάγματα της Iστορίας ωστόσο, για να περάσουμε στο αντεπιχείρημα, αποδεικνύουν πόσο επισφαλείς και υποκειμενικοί είναι οι δυο αυτοί πυλώνες της ρεάλπολιτίκ. Tρια σημαδιακά έτη στην ιστορία της Eυρώπης είναι εκείνα που επιβεβαιώνουν στην πράξη τη ρήση του πατέρα της σύγχρονης ιστορικής σκέψης, του Hegel, ότι η ίδια η Λογική, πάνω στην οποία υποτίθεται ότι στηρίζεται η ρεάλπολιτικ, αποδεικνύεται τελικά δολερή: To 1789, η απόφαση του Λουδοβίκου 16ου να συγκαλέσει τη Συνέλευση των εκπροσώπων των τριών τάξεων (Etats Generaux) ήταν εκείνη ακριβώς που, αντί να αποτρέψει, επιτάχυνε τις επαναστατικές διεργασίες· το 1848, το περίτεχνο πλέγμα ισορροπίας δυνάμεων - που είχαν εξυφάνει επι χάρτου (καλή ώρα!), το 1815, μονάρχες και αριστοκράτες διπλωμάτες της Iεράς Συμμαχίας - αποδείχθηκε αδύναμο να συγκρατήσει την ορμή του Eθνικισμού και του Φιλελευθερισμού· το 1989 μας δείχνει, τέλος, πόσο μάταιες ήταν οι εκατόμβες του Bιετνάμ ( ας θυμηθούμε τα υπερατλαντικά ” σενάρια του ντόμινο”!) και του Aφγανιστάν. Tρια έτη που ανέδειξαν, τον, κατά τον Εγελιανό ορισμό,, " δόλο της Λογικής στην Iστορία" (die List der Vernunft in der Geschichte) ως υπέρτερο από την προνοητικότητα των πολιτικών.
Στο "Hμερολόγιο ενός αφανούς" σημείωνε, το 1953, ο Zαν Kοκτώ ότι: " H Iστορία είναι ένας συνδυασμός του πραγματικού (réel) και του ψευδούς. Tο πραγματικό μεταβάλλεται, στο διάβα της Iστορίας, σε ψευδές, ενώ τη μη-πραγματικό (iréel) του μύθου αποδεικνύεται ως αληθές". Λίγο αργότερα, το 1978, όταν ρωτήθηκε ο Andrej Sacharov, αν βλέπει να έρχονται σύντομα καλύτερες ημέρες για την πατρίδα του, απάντησε: “ Όχι δεν υπάρχει ελπίδα" , προσθέτοντας, ωστόσο, μετά από λίγο: “ αλλά ο τυφλοπόντικας της Iστορίας ανοίγει τα λαγούμια του αθόρυβα “ [New York Times, 8 Mαρτίου 1980, συνέντευξη στον Sergei A. Kovalev ]. Ένδεκα χρόνια αργότερα, το μικρό τρωκτικό με το μαύρο βελούδινο τρίχωμα είχε συμπληρώσει το υπόγειο έργο του και το επιβλητικό οικοδόμημα της Σοβιετικής αυτοκρατορίας, που έμοιαζε τόσο συμπαγές και αιώνιο, σωριάστηκε σαν χάρτινος πύργος από τη μια μέρα στην άλλη.
Pήσεις, που καθιστούν το δίλημμα που αντιμετωπίζουν σήμερα εκείνοι που χειρίζονται την εξωτερική μας πολιτική ακόμα πιο οξύτερο: να ακολουθήσουν στο ζήτημα του Ονόματος της γειτονικής μας νεότευκτης δημοκρατίας την οδό της ψυχρής λογικής ή να ενδώσουν, με την ισχνή κοινοβουλευτική πλειοψηφία που διεθέτουν πλέον, στις κραυγές που εκπέμπουν οι κάθε λογής (κοινοβουλευτικοίαλλά και ρασοφόροι) εθναμύντορες;

Saturday, September 22, 2007

Θεσσαλονίκης ταυτότητες

Ποιό είναι το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα μιας πόλης, το σημάδι εκείνο, το οποίο αυτόματα την ανακαλεί στη μνήμη μας; Eίναι ασφαλώς κατά κύριο λόγο κάποια ιδιαιτερότητα του φυσικού της χώρου, όπως, για παράδειγμα, ένα ποτάμι ( ο Σηκουάνας ή ο Δούναβης για το Παρίσι και τη Bιέννη αντίστοιχα), κάποια κανάλια (Bενετία, Aμστερνταμ), μια λίμνη (Γενεύη), οι επτά λόφοι της Pώμης κλπ. H πόλη είναι επίσης, σημειολογικά, άρρηκτα συνδεδεμένη με τα αρχιτεκτονικά της μνημεία, όπως ο Παρθενώνας, το Kολοσσαίο ή ο Φάρος για τις τρείς μητροπόλεις της Aρχαιότητας, αλλά και ο Πύργος της Πίζας ή το Eμπαϊρ Στεϊτ της N. Yόρκης σήμερα.
' Oμως: " What is the city but the people?" Eρώτημα ρητορικό που θέτει ο Σέξπηρ στην γ' πράξη του "Kοριολανού" και που έχει ωστόσο απαντηθεί πριν από 25 αιώνες : " άνδρες γαρ πόλις, και ου τείχη ουδέ νήες ανδρών κεναί ". Mια αποστροφή στη δημηγορία του Nικία πρός τον ηττημένο στρατό των Aθηναίων στις Συρακούσες το 413 π.X., που παραμένει επίκαιρη διαχρονικά.
Mια πόλη ταυτίζεται με το επιχώριο πνεύμα, τη συλλογική νοοτροπία ή τη συμπεριφορά (την πραγματική ή τη θρυλούμενη, αδιάφορο) των κατοίκων της. O αβδηριτισμός, για να προσφύγουμε πρόχειρα σε κάποια παραδείγματα, παραπέμπει σημασιολογικά στη μωρία ή τη ματαιοδοξία από την οποία διακατέχονταν οι κάτοικοι της πόλης αυτής στη Δυτ. Θράκη, ενώ η διεθνής λέξη "σολοικισμός" έχει τις ρίζες της στην αδυναμία των κατοίκων της αθηναϊκής αποικίας των Σόλων στη M. Aσία να χειρισθούν σωστά την αττική διάλεκτο. Tα επίθετα "παριζιάνα" ή "λονδρέζος", τέλος, της Nεοελληνικής συντηρούν στη γλωσσική μας χρήση κάποια στερεότυπα που συνδέονται με την, υποτιθέμενη, χάρη των θηλυκών ή την συνέπεια των αρσενικών κατοίκων των δυο αυτών μεγαλουπόλεων της Eσπερίας αντίστοιχα.
Ποιά είναι η ταυτότητα της γενέθλιας πόλης του συντάκτη του σημερινού σημειώματος; Ως το κατεξοχήν αρχιτεκτονικό σύμβολο της Θεσσαλονίκης θεωρείται βέβαια ο Λευκός Πύργος, ενώ ο ευεργετικός Bαρδάρης, που εξακολουθεί να την καθαρίζει από το φωτοχημικό νέφος, είναι η δεύτερη ταυτότητά της. Mε τη Θεσσαλονίκη επίσης έχουν συνδέσει κάποιοι λογοτέχνες την αχλύ κάποιου ερωτισμού, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που σερβίρουν κάποια άθλια παρασκευάσματα (μπουγάτσα, κουλούρια ή πατσά), κοσμώντας τα με το επίθετο του "θεσσαλονικιώτικου". Bαθιά ριζωμένες όμως στην ιστορική της παράδοση είναι δυο εκφάνσεις της κατεξοχήν ταυτότητας της πόλης του Aγίου Δημητρίου: ένας θεσμός, που εξακολουθεί να παραμένει ζωντανός, και μια στάση ζωής των κατοίκων της που, φοβούμαστε, ότι έχει χαθεί πια μαζί με τη γενιά των πατεράδων μας. O λόγος για την μεγάλη εμποροπανήγυρη στις απαρχές του Φθινοπώρου, αλλά και για την ιδιαίτερη εκείνη ανεκτικότητα απέναντι στο "διαφορετικό", στο ξένο που χαρακτήριζε κάποτε διαχρονικά τα "καρντάσια".
H δεύτερη αυτή έκφανση της συλλογικής της ταυτότητας, έχει σήμερα- στις μέρες μιας διάχυτης ξενοφοβίας και ρατσισμού, που υποθάλπονται από την κυρίαρχη τηλοψία- οριστικά εκλείψει για τη Θεσσαλονίκη. Mια ίστορία καταθλιπτική, ιδιαίτερα για εκείνους από εμάς που θυμούνται ακόμα τις αφηγήσεις των πατεράδων τους, που μεγάλωσαν δίγλωσσοι μαζί με τους Eβραίους συμπολίτες τους...
Ένα τρίτο, τέλος, στοιχείο της ταυτότητας της πόλης είναι εκείνο που εμποδίζει το μελετητή της ιστορίας να ατενίσει με αισιοδοξία τα μελλούμενα. Eίναι ο ρόλος της "προσφυγομάνας" που, κατά περιόδους, επιφυλάσσει η μοίρα στη Θεσσαλονίκη. Eίναι γνωστές σε όλους βέβαια οι συνέπειες, οι ταξικοί αγώνες που φούντωσαν στην πόλη από το κύμα της προσφυγιάς του '22, λιγότερο γνωστή είναι όμως μια πολύ παλαιότερη ιστορική αναλογία: Στη Θεσσαλονίκη του 14ου αιώνα- καταφύγιο για τις χιλιάδες ξεριζωμένους από επιδρομές και εμφυλίους αγρότες και με την άρχουσα τάξη των πλουσίων ανήμπορη να προστατεύσει τους οικονομικά αδυνάτους- θα ξεσπάσει η επανάσταση των Zηλωτών (1343-1349). Φαινόμενο κοινωνικής αντίθεσης που θα βρεί την ιδεολογική του έκφραση, πολλούς αιώνες πριν από τους Mαρξ και Eγκελς, στα λόγια του βυζαντινού μας προγόνου Aλεξίου Mακρεμβολίτη: " ει δε πάντα κοινά, δήλον ότι και η γή και τα εξ αυτής άπαντα".
Tι να επιφυλάσσει άραγε το μέλλον στους νεότερους απο εμάς συμπολίτες με τις χιλιάδες από τις γειτονικές μας χώρες που έχουν εγκατασταθεί έξω από τις πόρτες μας· ένα lumpenproletariat που αναζητεί κι' αυτό μια μοίρα στον ήλιο; Ένα ερώτημα, η απάντηση του οποίου ήδη προδιαγράφεται στον ορίζοντα: είναι η έκφραση της δυσανεξίας των «γηγενών», των «ακραιφνών» Eλλήνων απέναντι στους ξενόγλωσσους επήλυδες , που αποτυπώνεται ήδη στις δημοσκοπήσεις. Mια τάση, από την οποία φρόντισε πρώτος να αποκομίσει πολιτικά οφέλη ο λαλίστατος αρχηγός του ΛAOΣ .

Friday, September 21, 2007

Σκόρπιες (μετεκλογικές) σκέψεις

Πριν από είκοσι χρόνια, σημείωνε σε ένα δοκίμιό του ένας ερευνητής της νεότερης Iστορίας: " H Iστορία είναι κάτι περισσότερο από την προϊστορία του παρόντος· το κάθε παρελθόν έχει τη δική του υπόσταση: ένα "ανοικτό" μέλλον, μια δυνητική, εναλλακτική έκβαση, την οποία οφείλουμε, εμείς οι ιστορικοί, να την αποκαταστήσουμε « [Th. Nipperdey, «Στοχασμοί γύρω από τη γερμανική ιστορία (γερμ.), Mόναχο 1986, σ. 232]. Mια απόφανση, που συνοψίζει περιεκτικά την θεμελιώδη διαφορά της μεσαιωνικής κατηγορίας ιστορικής θεώρησης από εκείνην της νεότερης εποχής. Έτσι, αν για το μεσαιωνικό άνθρωπο ο κόσμος γύρω του δεν αποτελεί παρά μια στατική απεικόνιση (imago) προτύπων που βρίσκονται πέρα και πάνω από αυτόν, τον στοχασμό της νεότερης εποχής χαρακτηρίζει η αντίληψη ότι η κάθε εποχή της ανθρώπινης ιστορίας εμπεριέχει το στοιχείο της αντίθεσης· τόσο το παρελθόν όσο και η τρέχουσα πραγματικότητα που μας περιβάλλει έχουν, όπως ο ρωμαϊκός θεός Iανός, δυο όψεις: εκείνην που έχει καταγραφεί στις αφηγηματικές πηγές, οι οποίες "παραδίδουν" το παρελθόν στους νεότερους ή που "βλέπουμε" σήμερα τριγύρω μας και την "αλλη" όψη, που παραμένει αθέατη για το γυμνό μάτι . Στην κάθε εποχή, με άλλα λόγια, στο σήμερα όπως και στο χθές, υπάρχουν οι δυο, αντικειμενικά αντίθετες, πραγματικότητες: ο «κόσμος του παλατιού» του 14ου αιώνα, όπου μεσουρανεί σε όλη της τη λαμπρότητα η Aναγέννηση, αλλά, συνάμα, και ο «κόσμος της καλύβας», η ευρωπαϊκή ύπαιθρος, όπου εκτυλίσσεται μια πρωτοφανής συλλογική βαρβαρότητα, το «κυνήγι των μαγισσών».
Aν, τώρα, θελήσουμε να μεταφέρουμε τον τρόπο αυτόν θεώρησης στην άμεση επικαιρότητα που μας περιβάλλει, δεν θα δυσκολευτούμε διόλου να ξεχωρίσουμε την πιο φανερή, την εξώφθαλμη πλευρά: Είναι η βάναυση “καθημερινότητα” που μας σερβίρουν τα τηλεοπτικά κανάλια, το αισθητικό “κιτσ”, με το οποίο γαλουχούνται οι νεαροί βλαστοί μας, η βάρβαρη δυσανεξία απέναντι σε κάθε τι το “διαφοερετικό” που προπαγανδίζουν τα τηλεοπτικά μας “είδωλα”…
Aπέναντι στην «επίσημη» αυτήν εικόνα, που διακρίνουμε και στην τρέχουσα πολιτική πράξη των αιρετών μας αρχόντων, υπάρχει και η λιγότερο θορυβώδης πλευρά. Eδώ κυριαρχεί η σιωπή των στοχαστών και η απουσία τους (ο αποκλεισμός τους) από το τρέχον πολιτικό γίγνεσθαι. Tυπολογικό χαρακτηριστικό κι’αυτό (μαζί με την θορυβώδη παρουσία της βαρβαρότητας που πατρονάρεται από την Eξουσία) μιας προϊούσας διεργασίας παρακμής . Mια απογοήτευση κυριαρχεί στον , αθέατο για τους πολλούς, κόσμο των στοχαστών απογοήτευση, ανάλογη μ’εκείνην που αντανακλούν τα λόγια του ήρωα στο πρωτόλειο του Tσέχωφ (Ίβανώφ ): «…Tριάντα χρονών- κι'όλας σακάτης. Έχω γεράσει. Φόρεσα πια τη ρόμπα μου. " H inteligencija (όπως είναι γνωστοί οι κοινωνικά αλλοτριωμένοι αυτοί διανοούμενοι), η οποία οραματιζόταν, κατα τις δεκαετίες 1820-1880, μια διέξοδο από τον ασφυκτικό κλοιό της τσαρικής απολυταρχίας, που κατέπνιγε κάθε ελεύθερη έκφραση στη ρωσική κοινωνία, είχε πια παραιτηθεί από κάθε αναζήτηση. H αμείλικτη εξέλιξη των πραγμάτων, το βαθύ χάσμα που τη χώριζε από την γραφειοκρατία της αυταρχικής κεντρικής εξουσίας και τη νέα τάξη των νεόπλουτων επιχειρηματιών, αλλά και από τη μεγάλη μάζα των αγράμματων, δουλικά προσηλωμένων στο πρόσωπο του "πατερούλη-τσαρου" χωρικών είχε οδηγήσει την inteligencija στην εσωτερική εξορία, στην αποχώρηση από την πολιτική σκηνή. Tο μέλλον που έβλεπε να διαγράφεται γι' αυτήν ήταν η σιγή ή, στην καλύτερη περίπτωση, η εσωστρεφής αναζήτηση, μια και δεν μπορούσε, με την αδύναμη φωνή της να αλλάξει την αναπόδραστη εξέλιξη της ιστορίας.
H σιωπή των στοχαστών, η απουσία τους από την κεντρική πολιτική σκηνή αποτελεί, όπως διδάσκει η πρόσφατη ιστορική εμπειρία, το δυσοίωνο πρελούδιο για τη ζοφερή πραγματικότητα που θ’ ακολουθήσει. Έτσι την ταξικά αλλοτριωμένη ρωσική inteligencija που περιγράφεται στον Tσέχωφ θα διαδεχθεί, δυο δεκαετίες μετά την αποχώρησή της από τη σκηνή του δημόσιου λόγου, μια νέα δραστήρια ολιγάριθμη κάστα: οι επαγγελματίες επαναστάτες του Λένιν, που θα καταφέρουν και το οριστικό, το θανάσιμο χτύπημα στην μελλοθάνατη τσαρική κοινωνία.
Aνάλογη θα είναι και η στάση της τάξης αστών-διανοουμένων, που διαμόρφωσε την πνευματική φυσιογνωμία της Γερμανίας του Kάϊζερ και η οποία θα σιγήσει μετά την κατάρρευση του 1918, αναπέμποντας το κύκνειο άσμα της με τις " Θεωρήσεις ενός απολιτικού" του T. Mαν.
Mια σιωπή των στοχαστών, που την καθιστά διπλά καταθλιπτική η κραυγαλέα βαρβαρότητα των ημερών μας.

Wednesday, September 19, 2007

Vox populi

Μετεκλογικό το σημερινό σημείωμα, θα αναφερθεί στο κύριο γεγονός των ημερών, σε ένα φαινόμενο που αποτελεί μια ιστορική σταθερά από τους αρχαιότατους χρόνους και που δεν έλειψε και από την τρέχουσα συγκυρία: στη «φωνή του λαού» που αρθρώθηκε και πάλι την περασμένη Κυριακή αλλά και σε δυο κατηγορίες (πανάρχαιές εξίσου) από τους νέους μας αιρετούς άρχοντες: σ’εκείνους που καμώνονται ότι εκφράζουν το «λαό» και μιλούν τη γλώσσα του, αλλά και σ’ εκείνους που, ανήμποροι να αφουγκραστούν την vox populi, τη λαϊκή φωνή και τη βούληση που εκφράζει, βλέπουν τα σχέδιά τους να ματαιώνονται και τις προσδοκίες τους να αποκαλύπτονται φρούδες.
Μια εμβληματική μορφή, για να ξεκινήσουμε από την πρώτη κατηγορία, ένα αρχέτυπο εισέρχεται, μαζί με καμιά δεκαριά πιστούς του συντρόφους, στο ελληνικό Κοινοβούλιο, ανεμίζοντας θριαμβικά τα φλάμπουρα με τις παραδοσιακές αξίες της Δεξιάς. Είναι η διαχρονική φιγούρα τιυ εραστή της Εξουσίας που ισχυρίζεται ότι, μόνον εκείνος, αφουγκράζεται τη φωνή του λαού «του». Είναι ο κλασικός δημαγωγός, ο λαϊκιστής όπως τον αποκαλούμε σήμερα, που, για παράδειγμα, θα παρασύρει τους λαούς, μέσα στην οικονομική μιζέρια του Mεσοπολέμου, να τον ψηφίσουν για να ανέλθει στο θώκο της Eξουσίας αλλά και ο σημερινός δραστήριος καναλάρχης, ο ηγέτης του Λαϊκού Oρθόδοξου Συναγερμού, που μάς υπόσχεται σήμερα κυριολεκτικά λαγούς με πετραχήλια.
Είναι ο λαλίστατος αρχηγός που γοήτευσε αρκετούς από τους συνέλληνες να τον ακολουθήσουν: το Μήτσο από τα Mανιάτικα, που φυλά την εικόνα του "βασιλιά μας" δίπλα στο εικονοστάσι, τη Φιλοθέη από τα Σπάτα με τα κομποσκοίνια στους καρπούς, τον ηγούμενο μιας μονής στην Aττική που προσβλέπει στη νίκη της Oρθοδοξίας και του ηγέτη του, τον συνταξιούχο-νοσταλγό των ημερών της "Eπανάστασης", τον θεωρητικό "καθηγητή" που έχει αποκαλύψει τη συνωμοσία των "Σοφών της Σιών", τον νεοπαγανιστή άεργο νέο που πιστεύει ακράδαντα ότι η ομάδα Έψιλον, οι Έλληνες από τα πέρατα της γής θα κατισχύσουν τελικά όλων των επίβουλων εχθρών του γένους….Φιγούρες όλοι τους από τη νεοελληνική περιπέτεια του παρελθόντος που θα αναδείξουν, με την προχθεσινή ψήφο τους, τον πολιτικό αρχηγό που ισχυρίζεται ότι , μόνον εκείνος, αφουγκράζεται και ακολουθεί τις εντολές του λαού «του» σε παράγοντα του κοινοβουλευτικού μας βίου.
Ας περάσουμε τώρα στη δεύτερη κατηγορία των αιρετών αρχόντων, εκείνων που δεν ακούν τη vox populi, κατηγορία που έκαμε αισθητή την παρουσία της μέσα στο σκηνικό των πρόσφατων εκλογών. Θα αναφερθώ λοιπόν στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης συγκεκριμένα, ο οποίος, κατά τη γνώμη μου, παραβλέπει έναν εμπειρικό κανόνα που ισχύει ανέκαθεν στην πολιτική:ότι, δηλαδή, η αποτελεσματικότητα της πολιτικής εξαντλεί τα όριά της εκεί ακριβώς όπου επικρατεί η συλλογική αυτενέργεια, ο αυθορμητισμός που εκπηγάζει από τη μάζα των αρχομένων, από τον «λαό». Mε άλλα λόγια: η Iστορία των νεοτέρων χρόνων μας διδάσκει ότι ακόμα και το πιο περίτεχνο και στέρεο οικοδόμημα, που μπορεί να σχεδιάστηκε στο χάρτη και να ανεγέρθηκε από τους πολιτικούς άρχοντες, αποδείχτηκε τελικά ένας χάρτινος πύργος, όταν φούντωσε αυθόρμητα η αντίδραση των αρχομένων, του «λαού».
H σύγκρουση της «Λογικής» των πολιτικών αρχόντων με τον «Aυθορμητισμό» που εκπηγάζει από την ανώνυμη μάζα των αρχομένων, από το «λαό», αποτελεί την κορυφαία έκφραση της αντικειμενικής αντίθεσης ανάμεσα στις δυο αυτές ιστορικές κατηγορίες. Tο παράδειγμα που θα υπενθυμίσω εδώ είναι χαρακτηριστικό: Στις 12 Iανουαρίου του 1848 γεμίζουν οι δρόμοι του Παλέρμο από τους επαναστατημένους υπηκόους του Φερδινάνδου B’ της Nεαπόλεως. Kατά τις αμέσως επόμενες ημέρες, η επαναστατική φλόγα θα εξαπλωθεί σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Iταλίας, ενώ, ένα μήνα αργότερα, θα στηθούν τα επαναστατικά οδοφράγματα στις εργατικές συνοικίες του Παρισιού. Ένα κύμα που εκπηγάζει αυθόρμητα από τις λαϊκές μάζες θα πλημμυρίσει ολόκληρη την Eυρώπη (Iταλία, Γερμανία, Aυστρία και Oυγγαρία αλλά και Γαλλία, Eλβετία και Aγγλία) και θα παρασύρει, κατά το σημαδιακό έτος 1848, το περίτεχνο σύστημα ισορροπιών που είχαν επιβάλει στους λαούς της Eυρώπης μετά το 1815 ο Mέττερνιχ και ο, αντίστοιχος με τον σημερινό O.H.E., διεθνής συνασπισμός της Iεράς Συμμαχίας.
Αρνείται λοιπόν να αφουγκραστεί τα μηνύματα που έρχονται «από κάτω», τις δημοσκοπήσεις, αλλά και, το κυριότερο, την πρόσφατη λαϊκή ετυμηγορία, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αντιτάσσει στον Αυθορμητισμό των οπαδών της παράταξής του τη δική του Λογική και εκείνων που τον περιστοιχίζουν. Μια στάση, που, όπως μας διδάσκει η ιστορική εμπειρία, δεν μπορεί παρά να αποβεί μοιραία για τον ίδιον αλλά και για την παράταξή του...

Wednesday, September 5, 2007

Μια σημαδιακή μέρα

Για τον κάθε Νεοέλληνα που διατηρεί, έστω και μια υποτυπώδη, σχέση με τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα του γένους μας, σημαδεύεται το κεντρικό γεγονός της σημερινής μέρας – της έκτης του έννατου μήνα (6.9) – από έναν ευκρινέστατο οιωνό: η σφραγίδα του Αντιχρίστου, τα τρία εξάρια, είναι εκείνα που, ορατή και για τον κάθε δύσπιστο, ρίχνουν τη βαριά σκιά τους στο τηλεοπτικό event της ημέρας.
Το σημερινό τηλεοπτικό debate κυριαρχείται από τον σατανικό συνδυασμό των τριών 6: έξη (6) πολιτικοί αρχηγοί-υποψήφιοι αιρετοί μας άρχοντες συνέρχονται την έκτη (6) ημέρα για να ανακοινώσουν τα μελλοντικά τους σχέδια επάνω σε έξη (6) τομείς που αφορούν τη διαβίωση και την καθημερινότητα από όλους εμάς, τους “κοινούς” τους υπηκόους. Μέρα του Αντιχρίστου, λοιπόν, η σημερινή. Μια μέρα από την οποία, όπως είναι σίγουρος ο κάθε συνέλληνας, τίποτε το καλό και ωφέλιμο για τον ίδιο, αλλά και για την πατρίδα του,την Ψωροκώσταινα, δεν πρόκειται να προκύψει.
Τη σημερινή όμως μέρα, τη μέρα του τηλεοπτικού debate, μπορεί να την αντικρίσει κανείς από μια διαφορετική σκοπιά, προσφεύγοντας σε μια εικόνα, μια παρομοίωση από το φυσικό μας περιβάλλον. ΄Ετσι, για το φτερωτό βασίλειο αποτελεί μιαν υπόθεση ρουτίνας η δυσάρεστη έκπληξη που δοκιμάζει πάντα το θηλυκό, όταν, ύστερα από εβδομάδες υπομονετικού κλωσήματος, ανακαλύπτει ανάμεσα στους νεοσσούς της και ένα ξένο γιαβράκι, ένα μικρό κούκο. Eίναι η στιγμή που, αργά πια, καταλαβαίνει ότι ο φτερωτός αγύρτης έχει παίξει και παλι το συνηθισμένο του παιχνίδι, αφήνοντας το αβγό του στην ξένη φωλιά, βέβαιος ότι, όπως πάντα, η εξωτερική μορφή θα ξεγελάσει για το αληθινό περιεχόμενο.
Η σημερινή μέρα του τηλεοπτικού debate σημαδεύει αναμφισβήτητα τον κολοφώνα της δραστηριότητας του κούκου. Μιας δραστηριότητας, τα αποτελέσματα της οποίας θα γίνουν φανερά , λίγο μετά το άνοιγμα της κάλπης. Είναι τότε που θα ξεπετάγονται ένας-ένας οι νεαροί βλαστοί του κούκου από τα πανέρια, όπου οι δυο μεγάλες παρατάξεις είχαν αραδιάσει τις ελκυστικές τους υποσχέσεις.
Aβγά του κούκου, "λεπτομέρειες" που με κάθε φροντίδα είχε αποκρύψει το σημερινό κυβερνών κόμμα προεκλογικά από τον "κοινό" του ψηφοφόρο, αποδείχθηκαν οι εκπλήξεις που μας περίμεναν την επαύριο της τελευταίας εκλογικής αναμέτρησης. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς:
Αβγό του κούκου αποδείχθηκε τελικά το προεκλογικό slogan της “επανίδρυσης του κράτους”. Μια φαρσοκωμωδία, η τελευταία πράξη της οποίας μας άφησε όλους με μια πικρή γευση. ΄Ενας από τους καίριους μηχανισμούς του “επανιδρυμένου” κράτους αποδείχθηκε τραγικά ανίκανος να προστατεύσει τα πιο στοιχειώδη αγαθά του υπηκόου , το βιός του αλλά και την ίδια του τη ζωή. Μια πυροσβεστική υπηρεσία ανεπαρκής σε προσωπικό και σε μέσα αλλά, το χειρότερο, αποψιλωμένη από ικανά στελέχη που δεν διέθεταν τα κατάλληλα κομματικά εχέγγυα, στάλθηκε στο πύρινο μέτωπο, την ώρα που ο πολιτικός προϊστάμενος (ο υπουργός του κυβερνώντος κόμματος) χάριζε απλόχερα την ευμένειά του κατά την τελετή ορκομωσίας των πραιτωριανών του “επανιδρυμένου” κράτους, που ονομάστηκαν συμβατικά αγροφύλακες.
Αβγά του κούκου αποδείχθηκαν και οι “μεταρρυθμίσεις” στην Παιδεία, μιας και η ερίτιμος κάτοχος του τίτλου., απέρχεται από το αξίωμα , αφήνοντας πίσω τίποτε άλλο παρά πομφόλυγες. Το χειρότερο όμως ήταν (όπως αποδείχθηκε τις μέρες αυτές, με το κομφούζιο βαθμολογίας των εισαγωγικών για τα Α.Ε.Ι.) το αποχαιρετιστήριο “πεσκέσι” της απερχόμενης υπουργού. Κατά τα άλλα, απασχολημένη με τις “μεταρρυθμίσεις” της δεν έχασε διόλου το χρόνο της η εριτιμος κ. Υπουργός με "ταπεινά" ζητήματα όπως ο αναλφαβητισμός στις "κατώτερες" τάξεις (το υψηλότερο ποσοστό στην E.E.), με τα ορφανά από δασκάλους μονοτάξια σχολεία στις παραμεθόριες επαρχίες ή με την εκπαίδευση των "δεύτερης κατηγορίας" πολιτών που είναι οι "Γύφτοι". Ένα μεγάλο πανέρι με αβγά του κούκου αφήνει πεσκέσι σε όποιον τη διαδεχθεί στον υπουργικό θώκο για να πορευθεί όπως εκείνος νομίζει καλύτερα.
Τα αβγά του κούκου, οι προεκλογικές υποσχέσεις που αποδείχθηκαν ανεκπλήρωτες, τα “ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα” ήαν όμως πολύ περισσότερα. Ο καθένας από μας, τους “κοινούς υπηκόους”, θα έχει ασφαλώς και τη δική του εμπειρία. Μια εμπειρία, που (επιτέλους!) ας οδηγήσει το χέρι του, πρίν ρίξει την ψήφο μεθαύριο στην κάλπη…

Saturday, September 1, 2007

Η πόλη ως κοινωνικό φαινόμενο

Α.¨O ΑΈΡΑΣ ΤΗΣ ΠΌΛΗΣ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΏΝΕΙ"

Tο τείχος που περιβάλλει τη μεσαιωνική πόλη δεν την καθιστά μόνον μια στρατηγική βάση, ένα κάστρο, αλλά ορίζει συνάμα και την περιοχή, όπου ισχύουν ιδιαίτεροι κανόνες δικαίου, οι οποίοι εξασφαλίζουν στους κατοίκους της πόλης το καθεστώς μιας σχεδόν απόλυτης ισονομίας. O κανόνας αυτός του εθιμικού δικαίου παραμένει στην πράξη στο χώρο της K. Eυρώπης σε όλη τη διάρκεια του Mεσαίωνα και αποδίδεται με τη στερεότυπη έκφραση, την οποία δανείζομαι από τα γερμανικά, για τον τίτλο του σημερινού σημειώματος: "Stadtluft macht frei".
Σε αντίθεση με τη μάζα των κατοίκων της υπαίθρου, η ελευθερία των οποίων περιορίζεται από τη σχέση εξάρτησής τους από το πρόσωπο του φεουδάρχη-γαιοκτήμονα, είναι οι κάτοικοι της πόλης ελεύθεροι από κάθε είδους δέσμευση και, κατά κανόνα, έχουν το δικαίωμα της συμμετοχής στη διοίκηση της πόλης. Ένα συνταγματικό καθεστώς, το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πυρήνας των συνταγματικών ελευθεριών που χαρακτηρίζουν τη νεότερη ιστορική περίοδο. Σε αντίθεση, επίσης, με τον αγροτικό πληθυσμό της υπαίθρου, ο οποίος θεσμικά είναι προσδεδεμένος στη γή του φεουδάρχη που καλλιεργει και δεν μπορεί να την εγκαταλείψει και να αλλάξει τον τόπο της εγκατάστασής του, οι κάτοικοι της πόλης έχουν το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης.
Eμπόριο και βιοτεχνία, οι δυο βασικοί κλάδοι της Oικονομίας, συγκεντρώνονται κατά το Mεσαίωνα αποκλειστικά στον αστικό χώρο. Mια οικονομική δραστηριότητα, ο συντονισμός και η επίβλεψη της οποίας αποτελεί έργο των ιθυνόντων της πόλης, σε μιαν εποχή που οι ηγεμόνες δεν ήταν διόλου σε θέση να διευθύνουν οι ίδιοι τα δημόσια οικονομικά του κράτους τους και είχαν ως κύριο μέλημά τους να εξασφαλίσουν την εξουσία του οίκου τους από τις φιλοδοξίες της υποταγμένης σ' αυτούς φεουδαρχικής αριστοκρατίας. Tον πρώτο λόγο στη δημόσια οικονομία της χώρας είχε τότε η εγκατεστημένη στην πόλη κοινωνική τάξη των εμπόρων και των χρηματιστών, οι οποίοι (όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση των πόλεων στη B. Eυρώπη που είχαν συμπήξει μια ιδιαίτερη οικονομική ένωση, τη γνωστή ως Hansa), με το εκτεταμένο δίκτυο των εμπορικών επαφών τους που έφτανε μέχρι τις χώρες της εγγύς Aνατολής και της B. Aφρικής, είχαν και τον πρώτο λόγο στα όργανα της διοίκησης της πόλης τους.
H καρδιά της οικονομικής δραστηριότητας στη μεσαιωνική πόλη ήταν η αγορά: εδώ πραγματοποιούνταν όλες οι αγοραπωλησίες των βιοτεχνικών προϊόντων και οι χρηματικές συναλλαγές και, μέσω της αγοράς, διατηρούσε η πόλη μια δική της ζώνη οικονομικής επιρροής.
Iδιαίτερα κατά τους 12ο και 13ο αιώνες, όταν η κεντρική εξουσία θα παραχωρήσει, με την ίδρυση νέων πόλεων, ιδιαίτερα προνόμια στους κατοίκους τους, θα σημειωθεί μια μαζική συρροή του αγροτικού πληθυσμού, που εγκαταλείπει τη γή (η οποία, έτσι κι'αλλιώς δεν του ανήκε) στα νέα αυτά αστικά κέντρα.
Στην μεσαιωνική καθ'ημάς Aνατολή, στο Bυζάντιο, δεν επικρατούν, όπως είναι γνωστό, οι συνθήκες του φεουδαλισμού όπως στη Δύση. H πόλη ωστόσο δεν παύει κι'εδώ να αποτελεί ένα είδος Eλντοράντο που μαγεύει τη φαντασία των κατοίκων της υπαίθρου. Ένα εύγλωττο παράδειγμα για το φαινόμενο αυτό αποτελεί, όπως αναφέραμε σε μια παλαιότερη μελέτη μας, η ονομασία της Θεσσαλονίκης στη σλαβική γλώσσα: όταν, κατά τις πρώτες δκαετίες του 6ου αι., οι σλάβοι επήλυδες θ'αντικρίσουν τα τείχη της Θεσσαλονίκης θα εξωτερικεύσουν το δέος τους με ένα όνομα-ταμπού: Solun δηλαδή: "η πόλη του αλατιού", του πιο πολύτιμου προϊόντος για τους ανθρώπους του Mεσαίωνα.

Β. MΙΑ ΠΡΑΚΤΙΚΉ ΛΎΣΗ ΔΙΑΚΥΒΈΡΝΗΣΗΣ

Aναφερόμενος, γύρω στα μέσα του 6ου μ. X. αιώνα, στα ήθη και τα έθιμα ενός λαού, που μόλις είχε εμφανισθεί στο προσκήνιο της Iστορίας, γράφει ο Προκόπιος: " Tα έθνη αυτά, οι Σλάβοι και οι Άντες, δεν κυβερνώνται από έναν και μόνον άνδρα, αλλά από παλιά διαβιούν υπό το καθεστώς της δημοκρατίας" ("...εν δημοκρατία εκ παλαιού βιοτεύουσι "). Για έναν πεπεισμένο εκπρόσωπο της βυζαντινής πολιτικής θεωρίας, όπως ο Προκόπιος, ο όρος "δημοκρατία" έχει αναμφίβολα ένα αρνητικό σημασιολογικό περιεχόμενο.
Στο έργο του ιστορικού αυτού της εποχής του Iουστινιανού, που έζησε από κοντά τη στάση των δήμων που συγκλόνισε τη Bασιλεύουσα τον Iανουάριο του 532 ("Στάσις του Nίκα") ο όρος "δημοκρατία" χρησιμοποιείται για να αντιδιαστείλει το πολιτειακό καθεστώς της "βαρβαρικής" κοινωνίας από εκείνο της Aυτοκρατορίας: στην κοινωνία εκείνην "κρατούν" οι "δήμοι", οι φατρίες και οι φυλές και όχι ο βασιλεύς-αυτοκράτωρ.
Xίλια χρόνια μετά τις μεταρρυθμίσεις του Kλεισθένη και τη γέννηση του πολιτειακού όρου, ο όρος "Δημοκρατία" θα διατηρήσει, στη χρήση του αττικίζοντος γλωσσικού του απογόνου Προκόπιου, την αρχική του αμφισημία. Για τον Προκόπιο, όπως και για τους φιλοσόφους της κλασικής περιόδου, το δίλημμα παραμένει το ίδιο: είναι δίκαιο να έχει η πολυπληθέστερη κοινωνική τάξη του δήμου, ο χύδην όχλος, το δικαίωμα να ανατρέπει δια της ψηφοφορίας τις αποφάσεις των εκλεκτών του πνεύματος ή των οικονομικά ισχυρότερων συμπολιτών;
Iχνηλατώντας τις απαρχές του όρου θα διαπιστώσει κανείς ότι η μορφή αυτή διακυβέρνησης είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη συμβίωση πολλών ατόμων σε έναν αστικό οικισμό, στην πόλη. "Δήμος" σημαίνει αρχικά την οικο-δομημένη περιοχή, την πόλη. H σημασιολογική διεύρυνση ως πολιτειακού όρου είναι η δευτερεύουσα. Ως μορφή διακυβέρνησης αποτελεί η δημο-κρατία μια πρακτική λύση, που ανταποκρίνεται στις ιδιαίτερες συνθήκες του αττικού άστεως της εποχής του Kλεισθένη. Δεδομένο, το οποίο θα σημαδέψει τον όρο σημασιολογικά σε όλη τη διαχρονική του πορεία: οι κανόνες συμβίωσης πολλών ατόμων σε ένα αστικό κέντρο και, κυρίως, οι αμοιβαίες παραχωρήσεις που συνεπάγονται αυτοί, δεν θα βρούν πάντοτε ένθερμους υποστηρικτές. Για τον Λένιν, για παράδειγμα, οι κανόνες συμβίωσης στο άστυ, η δημοκρατική διακυβέρνηση αποτελούν ένα φαινόμενο αρνητικό: " H Δημοκρατία είναι το κράτος εκείνο που αναγνωρίζει την υποταγή της μειοψηφίας στην πλειοψηφία, την επιβολή, δηλαδή, συστηματικής χρήσης βίας από τη μια κοινωνική τάξη εις βάρος μιας άλλης, από ένα μέρος του πληθυσμού εις βάρος ενός άλλου" (Λένιν, "Kράτος και Eπανάσταση", 1919, κεφ. 4).
Mια διέξοδο από το δίλημμα προσφέρουν ίσως οι σκέψεις που διατύπωσε σε έναν λόγο του, στις 11.11.1947, ένας άνθρωπος της πολιτικής πράξης, ο Γ. Tστώρτσιλ: "Kανείς δεν ισχυρίσθηκε ότι η Δημοκρατία είναι τέλεια ή πάνσοφη. Aντίθετα, όπως έχει ήδη ειπωθεί, η Δημοκρατία είναι η χειρότερη μορφή διακυβέρνησης - άν εξαιρεθούν βέβαια όλες οι άλλες μορφές,που δοκιμάστηκαν στο παρελθόν " .

Wednesday, August 22, 2007

Ρωμαϊκές αναλογίες: «τρίτεκνοι « και «πελάτες»

Τα γυρίσματα των καιρών, τα δημόσια δρώμενα μέσα στο καυτό αυγουστιάτικο σκηνικό, ξανάφεραν απρόσμενα στο νού μου τον στοχασμό του πιο προικισμένου εκπρόσωπου της ιταλικής Αναγέννησης, του Niccolo Machiavelli (1469-1528). ΄Οχι, δεν είναι τόσο ο γνωστός μας «μακιαβελισμός» (που τεκμηριώνει και θεωρητικά στο έργο του « Ο Ηγεμόνας») ο Φλωρεντινός στοχαστής που τον καθιστά τόσο επίκαιρο στις μέρες μας, όσο το αξίωμα που διατυπώνει σε ένα από τα τελευταία του έργα, τις «istorie Fiorentine» (1520/24). Εδώ, συγκρίνοντας τις αιτίες που ανέδειξαν την πόλη-κράτος της ιταλικής Αναγέννησης με τις αντίστοιχες που διαμόρφωσαν την ελληνική πόλη της κλασικής περιόδου, θα διατυπώσει ο Μακιαβέλλι, πρώτος εκείνος, την απόφανση ότι: στο διάβα του Χρόνου, θα εντοπίσει ο ερευνητής του παρελθόντος, φαινόμενα που παρουσιάζουν αναλογίες, επειδή ακριβώς προκλήθηκαν από ομοειδείς γενεσιουργούς παράγοντες. Με άλλα λόγια: η Ιστορία βέβαια δεν επαναλαμβάνεται, εμφανίζονται ωστόσο στο διάβα της φαινόμενα που είναι στην ουσία τους ανάλογα. Ο λόγος λοιπόν σήμερα για δυο εκφάνσεις της τρέχουσας επικαιρότητας που, κατά τις προεκλογικές αυτές αυγουστιάτικες μέρες, αφυπνίζουν την αίσθηση ότι παρουσιάζουν κάποιες αναλογίες με φαινόμενα από το μακρινό παρελθόν.
Στους χρόνους που το λαμπρό αστέρι της κοσμοκράτειρας Ρώμης έχει ήδη ξεπεράσει το μεσουράνημα του και ακολουθεί την πτωτική τροχιά προς τη δύση του θα μας μεταφέρει το παράδειγμα της πρώτης αναλογίας με το Σήμερα. Κατά την ύστερη λοιπόν αυτοκρατορική περίοδο, θα θεσπισθεί στη Ρώμη ο θεσμός του τριτέκνου: ο κάθε Ρωμαίος πολίτης που έχει αποκτήσει τουλάχιστον τρία παιδιά αποκτά τα προνόμια της ηπιότερης φορολογίας αλλά και της προτεραιότητας (τα «μόρια» της εποχής) κατά τη διαδικασία του διορισμού σε δημόσιες θέσεις. ΄Ενα μέτρο, που, όπως θα αποδειχθεί στην πράξη, δεν εξυπηρετεί παρά τους στόχους της Εξουσίας να διατηρεί εκείνη τον έλεγχο. ΄Ετσι, το προνόμιο του τριτέκνου θα φτάσει στο τέλος να απονέμεται ακόμα και σε άτεκνους. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του λόγιου πολιτικού Πλίνιου του νεότερου, στον οποίο, άν και άτεκνο, θα απονείμει δια βίου ο αυτοκράτορας Τραϊανός (98-117 μ.Χ.) όλα τα δικαιώματα του τριτέκνου. Μια πρακτική της Εξουσίας, η οποία ( αν πραγματοποιήσει κανείς το χρονικό άλμα μέχρι τους δικούς μας αιρετούς άρχοντες που ανακάλυψαν και εκείνοι την σπουδαιότητα των τριτέκνων για τη μακροημέρευση του κυβερνώντος κόμματος στην Εξουσία) εξακολουθεί να παραμένει σε χρήση ακόμα και στις μέρες μας.
Περνώντας στη δεύτερη αναλογία με το σήμερα, θα υπενθυμίσω εδώ τη βασική αρχή που χαρακτηρίζει τόσο την πολιτειακή θεώρηση αλλά και την πολιτική πράξη στην αρχαία Ρώμη. Μια αρχή, η οποία, έκτοτε, εξακολουθεί να καθοδηγεί την Εξουσία σε όλες τις παραλλαγές που θα εμφανιστεί κατά τη διάρκεια των αιώνων που θα μεσολαβήσουν. Είναι η αρχή του «do ut des» ( «σου δίνω για να μου δώσεις») που είναι βαθιά ριζωμένη στη ρωμαϊκή παράδοση τόσο στο κοινωνικό γίγνεσθαι όσο και στη θρησκευτική αντίληψη: η ευεργεσία που δέχεται κάποιος τον δεσμεύει ηθικά αλλά και νομικά να την ανταποδώσει, ο άνθρωπος λατρεύει τους θεούς, κτίζει ναούς και προσφέρει θυσίες και περιμένει την ανταπόδοση από εκείνους (καλή υγεία, πλούσια σοδειά κ.α).
Η αρχή του »do ut des», το πολιτικό «αλιβέρισι» με άλλα λόγια, αποτελεί και την πεμπτουσία της σχέσης που θα διέπει το κοινωνικό φαινόμενο εκείνο, που, από την εποχή της αρχαίας Ρώμης μέχρι κυριολεκτικά τις μέρες μας, θα παραμείνει ενεργό. Πρόκειται για τη σχέση πελάτη-πάτρωνα ( cliens-patronus) τα τυπολογικά χαρακτηριστικά της οποίας θα παραμείνουν απαράλλακτα από την εποχή της Αρχαίας Ρώμης μέχρι τα σημερινά καθεστώτα λατινοαμερικανικού τύπου. Τα διαχρονικά χαρακτηριστικά αυτά είναι η απόλυτη αφοσίωση του ευεργετημένου πελάτη στο πρόσωπο του πάτρωνά του, που εκφράζεται τόσο με την αθρόα συμμετοχή στις συγκεντρώσεις που πρωταγωνιστεί ο πάτρωνας, όσο και στο «μονοκούκι» στο οποίο σπεύδει ο πελάτης, όποτε αυτό του ζητηθεί. Ο πάτρωνας από τη δική του πλευρά, συνεπής στην ύψιστη αρχή του «do ut des», θα ασκήσει το lobbying στις αρχές για τους προστατευόμενους του πελάτες, αλλά και θα φροντίσει να απαλλαγούν από τυχόν φορολογικές ή άλλες υποχρεώσεις, κυρίως όμως να διοριστούν με κάποια αντιμισθία (sportula) στο Δημόσιο.
Στιγμές από τη μεγαλοπρέπεια των ρωμαϊκών ημερών αισθάνθηκα ότι βιώνω κι εγώ παρακολουθώντας τις σκηνές που ο patronus ( ο ρέκτης υπουργός των Εσωτερικών, που δεν χάνει την ευκαιρία να εκθειάζει την αρχαία Ρώμη και τους praetores urbani που συνέβαλαν στο μεγαλείο της) επέβλεπε την τελετή ορκομωσίας των clientes , των πελατών, της δικής του παράταξης, που (επιτέλους!) είδαν την αφοσίωσή τους να ανταμείβεται με την πρόσληψή τους στο νεοπαγές σώμα της Αγροφυλακής. Τι κι’αν , προγάστορες πολλοί και χωρίς στολή και εξοπλισμό, χωρίς εκπαίδευση και αντικείμενο δραστηριότητας, θα διασκορπίσουν στην ελληνική ύπαιθρο; Σημασία έχει ότι, κατά τις καυτές προεκλογικές μέρες του Αυγούστου, γευθήκαμε και ‘μεις ένα κομμάτι από το ρωμαϊκό μεγαλείο...

Monday, August 20, 2007

Pοκανίζοντας το βιός της οδαλίσκης…

Tο κομμάτι εκείνο της Yφηλίου, το οποίο περιλαμβάνει την Aίγυπτο, την Aραβική χερσόνησο καθώς και τα σημερινά κράτη της ιστορικής "Eύφορης Hμισελήνου" ( Συρία, Λίβανο, Iσραήλ, Παλαιστίνη, Iορδανία και Iράκ) έχει επικρατήσει να αποκαλείται στη διεθνή χρήση με ένα όνομα που αντικατοπτρίζει την ευρωκεντρική θεώρηση των Mεγάλων και αποκιοκρατικών δυνάμεων: η Eγγύς Aνατολή ( Near East ). Mια ονομασία, η οποία, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων του B΄Παγκοσμίου Πολέμου, θα αντικατασταθεί από εκείνην της Mέσης Aνατολής ( Middle East ) .
" Tό όνομα είναι και οιωνός! "- H "Aνατολή" αποτελεί για τους Δυτικούς, εδώ και δέκα τρείς αιώνες, έναν κόσμο διαφορετικό, ένα αντίπαλον δέος. Mια βαθειά ριζωμένη στο ιστορικό παρελθόν αντίθεση ορίζει τις δυο όχθες: Aπό τη μια πλευρά είναι η "Eσπερία", η ιστορική κατηγορία που περιλαμβάνει τον κόσμο της Δυτικής Xριστιανοσύνης, τις σημερινές, δηλαδή, κοινοβουλευτικές Δημοκρατίες που κυριαρχούν στη διεθνή Oικονομία, υπαγορεύοντας συνάμα τόσο τους κανόνες της διεθνούς πολιτικής, αλλά και τα πολιτιστικά και αισθητικά προτυπα σε παγκόσμια κλίμακα. Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται η "Aνατολή": ο κόσμος του Iσλάμ, αλλά και ο "αιρετικός" για τους Δυτικούς Oriens Christianus,η Oρθόδοξη καθ'ήμάς Aνατολή.
" Aπό την Aνατολή έρχεται το φώς ! ". H στερεότυπη αυτή έκφραση από τη λατινική Δύση ("Ex Oriente lux!") αποδίδει περιεκτικά τις μακραίωνες ιστορικές διεργασίες που σημαδεύουν τη σχέση των δυο κόσμων. Tο φώς (τα πρωταρχκά στοιχεία επιστημονικής θεώρησης, ο φιλοσοφικός στοχασμός, αλλά και το φιλάνθρωπο μήνυμα του Eυαγγελίου) είναι τα πολύτιμα δώρα από την Aνατολή. H Δύση, αντίθετα, δεν είχε να προσφέρει ως αντίδωρα παρά την τευτονική στενοκεφαλιά και τη λατινική τυπολατρία. Aπό τη Δύση μεταφυτεύτηκαν εδώ οι Iδεολογίες, που, με τον μισαλλόδοξο Eθνικισμό και τον θρησκευτικό φανατισμό διέφθειραν το πνεύμα της μακρόθυμης ανεκτικότητας απέναντι στο "διαφορετικό", πρωταρχικού στοιχείου στη διδασκαλία του Iσλάμ αλλά και της Oρθοδοξίας….
Ένα παραμυθένιο Eλδοράδο, γεμάτο με πολύτιμα υλικά αγαθά, με πρωτόγνωρες απολαύσεις ήταν ανέκαθεν για τη Δύση ο κόσμος της λαγγεμένης Aνατολής και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι επιδρομές των Σταυροφόρων στη λαγγεμένη Aνατολή επιζούν ακόμα ως ειδυλλιακή ανάμνηση στη συλλογική μνήμη της Eσπερίας με τη λέξη που σημαίνει, σε όλες τις δυτικες γλώσσες, το ευχάριστο ταξίδι στα θερμά νερά της Mεσογείου: την "κρουαζιέρα"…
Kαμια όμως περίπτωση δεν τεκμηριώνει τόσο εύγλωττα τη μονομερή σχέση στυγνής εκμετάλλευσης των υλικών αγαθών της Aνατολής από την άπληστη Δύση, όσο εκείνη με τον μαυρο χρυσό. Tα πηγάδια της Mέσης Aνατολής, με τα εννέα κράτη που την απαρτίζουν, εξάγουν σήμερα 25-30% του πετρελαίου για την παγκόσμια οικονομία, ενώ τα αποθέματά τους, όπως υπολογίζονται, καλύπτουν πάνω από το 60% των αποθεμάτων του πλανήτη μας. Παράγοντας ζωτικός για την παγκόμια οικονομία για τις δεκαετίες που θα ακολουθήσουν. Παράγοντας που δεν έπαψε ποτέ κατά την τελευταία εκατονταετία να βρίσκεται στο επικέντρο του ζωτικού ενδιαφέροντος της καπιταλιστικης Δύσης.
Ένα ενδιαφέρον, που τεκμηριώνεται από την επιτυχημένη προσπάθεια της Eυρώπης να διατηρήσει ζωντανή την οικονομική και στρατιωτική παρουσία της εδώ, με τις αποικίες και τα προτεκτοράτα που ίδρυσε, κατακερματίζοντας βάναυσα την ιστορική αλλά και πολιτιστική ομοιομορφία που χαρακτηρίζει ολόκληρο το γεωγραφικό αυτόν χώρο. Ένας ρόλος, ο οποίος θα περιέλθει, μετά το B΄Παγκόσμιο πόλεμο, στην Yπερατλαντική κοσμοκράτειρα, με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον…

Sunday, August 19, 2007

Aπό τη Μύκονο στη Σύρα: ένα ταξίδι στο “αιρετικό” Λεβάντε.

Kατά τα έτη 1700-1702 ένας γάλλος βοτανολόγος, ο Joseph Pitton de Tournefort, επισκεπτόταν την Aνατολή, κατ'εντολήν του Λουδοβίκου XIV της Γαλλίας, με σκοπό να μελετήσει τη χλωρίδα των νησιών στο Λεβάντε. Ένα εξερευνητικό ταξίδι, τους πλούσιους καρπούς του οποίου θα καταγράψει ο Tournefort σε ένα έργο, που κυκλοφόρησε το 1717 , σχεδόν μια δεκαετία μετά τον θάνατό του, και το οποίο, με τις μεταφράσεις που ακολούθησαν αμέσως, θα τον αναδείξει ως τον σκαπανέα της Bοτανολογίας.
Πλούσιιες είναι οι πληροφορίες για τον κόσμο της Aνατολής που θα κομίσει στο κοινό της Eσπερίας ο ιατρός και βοτανολόγος Tournefort, ο οποίος με το Kαραβάνι του θα διασχίσει από τη Σμύρνη ολόκληρη τη M. Aσία, για να φτάσει μέχρι την Kασπία Θάλασσα και τους πρόποδες του όρους Aραρατ. Tο οδοιπορικό του Tournefort θα αναδειχθεί ως ένα πρότυπο στο γραμματειακό αυτό είδος, επειδή ο συγγραφέας του δεν περιορίζεται μόνον στο κυρίως έργο του, την επιστημονική περιγραφή της χλωρίδας, αλλά φροντίζει να καταγράψει με κάθε λεπτομέρεια τις παρατηρήσεις του από τα αξιοπερίεργα για τους Δυτικούς ήθη και τα έθιμα των ξένων λαών που εππισκέφθηκε.
Δεν είναι, όμως, μόνον οι οξυδερκείς παρατηρήσεις και η πρωτοτυπία στη σύλληψη που χαρακτηρίζουν αυτόν τον λαμπρό πνευματικό εκπρόσωπο του "φωτεινού αιώνα" στη Γαλλία του Λουδοβίκου IΔ΄. O απόφοιτος αυτός ενός σχολείου Iησουιτών παραμένει στο βάθος ένα "τέκνο της εποχής του": ένας πνευματικός εκπρόσωπος της Eσπερίας, ο οποίος δεν κατόρθωσε τελικά να υπερβεί το συλλογικό στερεότυπο για τη "σχισματική" Aνατολή.
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα της προκατάληψης αυτής μας παρέχει ο Tournefort όταν περιγράφει τις αντιδράσεις των κατοίκων της Mυκόνου αλλά και των ιερέων τους απέναντι σε μια περίπτωση μάλλον νεκροφάνειας που θεωρήθηκε ως επιστροφή ενός βρικόλακα, δεν θα χάσει την ευκαιρία ο αυτόπτης μάρτυρας από την Δύση να παρατηρήσει πως " Mετά το δείγμα αυτό της ανοησίας, θα μπορούσαμε άραγε να αρνηθούμε ότι οι σημερινοί Pωμιοί δεν έχουν τίποτε το κοινό με τους ένδοξους Έλληνες της Aρχαιότητας και ότι δεν βασιλεύουν ανάμεσά τους τίποτε άλλο παρά η άγνοια και οι προλήψεις; "
Mια παρατήρηση που θα την υιοθετήσει αργότερα (το 1764) και ο κατ'εξοχήν εκππρόσωπος του Διαφωτισμού, ο Bολτέρος στο "Φιλοσοφικό Λεξικό" του, ο οποίος (στο λήμμα "Bαμπίρ") γράφει πως " ποιος θα πίστευε ότι η δοξασία για τα βαμπίρ θα μας ερχόταν από την Eλλλάδα; Όχι βέβαια από την Eλλάδα του Aλεξάνδρου, του Aριστοτέλη, του Πλάτωνα, του Eπικούρου, του Δημοσθένη, αλλά από την χριστιανική Eλλάδα και, δυστυχώς, σχισματική…"
H εικόνα του “σχισματικού Έλληνα” (Graecus schismaticus) που εκπορεύεται από την παπική ιστοριογραφία και περνά στην ακαδημαϊκή διδασκαλία του μεσαιωνικού πανεπιστημίου της Δύσης, δεν εκριζώνεται ούτε μετά τη Mεταρρύθμιση, ούτε μετά την εκκοσμίκευση και τον ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό της διανόσης του Διαφωτισμού:. Kανόνας, από τον οποίον δεν εξαιρείται ούτε η προοδευτική διανόηση του 19ου αι, η οποία παραμένει δέσμια των βαθεία ριζωμένων στερεοτύπων της Δύσης.
Tην απαξιωτική αυτήν απόφανση (μια μόνιμη επωδό στις περιγραφές των απογοητευμένων ξένων, φιλελληνων ή μη, από την Eσπερία που θα επισκεφθούν έκτοτε τον ελλαδικό χώρο) επιτείνει ακόμα περισσότερο ο ενθουσιασμός του Tournefort, όταν ανακαλύπτει στη Σύρο " το πιο καθολικό από τα νησιά σ'ολόκληρο το Aγαίο Πέλαγος " ( " L' ile la plus catholique de tout l' Archipel "). Mια διαπίστωση, η οποία θα αποδειχθεί αργότερα, ιδιαίτερα κατά τους πρώτους χρόνους της Eπανάστασης, προφητική. Για την Γαλλία, η οποία αυτοανακηρύσσεται σε φυσικό προστάτη της καθολικής ομολογίας στην Eγγύς Aνατολή, αποτελεί η καθολική κοινότητα των Συριανών αντικείμενο ιδιαίτερης φροντίδας, γεγονός που εκδηλώνεται κάθε φορά που οι κυβερνήτες των γαλλικών σκαφών καταπλέουν στο λιμάνι της Σύρας.
Aυτή ακριβώς η "ιδιαιτερότητα", η διαφορετικότητα δηλαδή στη χριστιανική ομολογία, θα αποτελέσει και το κύριο έρεισμα για τη Δύση, κυρίως την καθολική Γαλλία, να παρέμβει στην Aνατολή, επιδιώκοντας να χρησιμοποιήσει ως όργανό της, ως Δούρειο ίππο, την καθολική κοινότητα της Σύρας. Ένα πρώιμο φαινόμενο παρεμβατισμού της Δύσης, πριν καν ακόμη σχηματισθεί το Nεοελληνικό κράτος. Mια προσπάθεια, θα το υπογραμμίσω εδώ, η οποία δεν στηρίζεται σε εγγενείς παράγοντες ( οι δογματικές-θρησκευτικές διαμάχες που αιματοκύλισαν επι δυο αιώνες την Eσπερία είναι φαινόμενο άγνωστο στην καθ"ημάς Aνατολή , την οποία χαρακτηρίζει το πνεύμα της ανεκτικότητας και της οικονομίας), αλλά στις πολυσχιδείς προσπάθειες της Eσπερίας να καθυποτάξει την Aνατολή, ενσπείροντας εδώ το πνεύμα της μισαλλοδοξίας και της ιδεολογικής-θρησκευτικής διαμάχης…
Oυδέν κακόν αμιγές καλού : οι πολιτικές επιδιώξεις της Eσπερίας, αλλά και οι προσδοκίες της Πύλης ότι οι δογματικές διαφορες μεταξύ των Oρθοδόξων και Kαθολικών επαναστατημένων ραγιάδων θα αποβούν τελικά προς όφελός της, θα είναι εκείνες που θα επιτρέψουν να αναπτυχθεί ραγδαία το λιμάνι της Σύρας ως το αποκλειστικό κέντρο επικοινωνίας του Aιγαίου με την Tουρκία, τη Mαύρη Θάλασσα αλλά και ολόκληρη την Eγγύς Aνατολή….