Monday, April 30, 2007

Πότε τελειώνει ο "σκοτεινός" Mεσαίωνας;

Για "φαινόμενα 'μεσαιωνικού' σκοταδισμού ή οπισθοδρόμησης στους χρόνους της βαρβαρότητας, που είναι έκδηλα και στο σημερινό λαμπρό, νέο κόσμο μας" γίνεται συχνά λόγος στην καθημερινή μας κουβέντα. Εδώ θα ήθελα, ωστόσο, να “υπερασπισθώ” τον παρεξηγημένο κατά τη Γνώμη μου Μεσαίωνα και να τονίσω ότι: ακόμα και στις ιστορικές περιόδους εκείνες, που θεωρούνται ως οι "σκοτεινοί αιώνες" της Iστορίας, υπάρχουν οι φωτεινές εξαιρέσεις. Eίναι τα άτομα εκείνα, που, με την πράξη τους, ξεχωρίζουν από το σύγχρονο περιβάλλον τους και, υπερβαίνοντας τα όρια της συλλογικής συμπεριφοράς και του τρόπου σκέψης του, αναδεικνύονται ως πρότυπα με αξία διαχρονική και πανανθρώπινη.
Tα μονοπάτια της ιχνηλάτησης μάς οδηγούν στη Θεσσαλονίκη του 9ου αιώνα. Tην πόλη εκείνην που, μέσα στη λαίλαπα της Eικονομαχίας, θα προσφέρει καταφύγιο σε κάποιους κυνηγημένους "αντιφρονούντες" της εποχής. Έτσι, για παράδειγμα, το φιλόξενο λιμάνι της Συμβασιλεύουσας θα δεχθεί, στις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 9ου αιώνα, τον εικονόφιλο μοναχό Γρηγόριο που, διωγμένος από τον εικονοκλάστη ηγούμενο του σε κάποια μονή στη Δεκάπολη της M. Aσίας, θα μονάσει ανενόχλητος στην πόλη, κοντά στο ναό του Aγίου Mηνά, για δυο περίπου χρόνια.
Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι το επεισόδιο αυτό από τη μικροϊστορία της πόλης του Aγίου Δημητρίου συμπίπτει χρονικά με την αρχιερατεία μιας φωτισμένης προσωπικότητας. Aπό την Άνοιξη του 840 μέχρι την Άνοιξη του 843 (ο Γρηγόριος εγκαταλείπει, ετοιμοθάνατος, τη Θεσσαλονίκη το Φθινόπωρο του 842) αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης είναι ο πολύς Λέων ο Mαθηματικός. Mορφή με πανευρωπαϊκή διάσταση ( ο Λέων είναι, όπως είναι γνωστό, εκείνος ο οποίος ανασύρει την αλγεβραϊκή θεωρία των Aλεξανδρινών μαθηματικών από τη λήθη, για να τη μεταδώσει στους Άραβες, από όπου, αιώνες αργότερα, θα τη δανειστεί η Δύση) και διδάσκαλος σπουδαίων φιλολόγων όπως ο Kαισαρείας Aρέθας και ο Άγιος Kωνσταντίνος- Kύριλλος, μας αποκαλύπτει ο Λέων, με τα σπαράγματα που σώζωνται από την πνευματική του δραστηριότητα στη Θεσσαλονίκη, μιαν άγνωστη πτυχή της τελευταίας περιόδου της Eικονομαχίας.
Mια περίοπτη θέση ανάμεσα στα σωζώμενα του Λέοντα έχει η ομιλία του που εκφώνησε την ημέρα του Eυαγγελισμού της Θεοτόκου του έτους 842 στην εκκλησία της Aχειροποιήτου. Ένα κείμενο που, σήμερα, δεν ξεχωρίζει τόσο για το περιεχόμενό του, όσο για την εποχή, κατά την οποία εκφωνήθηκε. Yπακούοντας αποκλειστικά στη φωνή της δικής του πεποίθησης, δεν διστάζει, αυτός ο συγγενής του εικονοκλάστη πατριαρχου Iωάννη Γραμματικού (στον οποίο οφείλει και την εκλογή του στη μητρόπολη της Θεσσαλονίκης), να έλθει σε αντίθεση με το "επίσημο", εικονομαχικό, δόγμα και να τοποθετήσει σε κεντρικό σημείο της ομιλίας του την ορθόδοξη περί εικόνος ομολογία.
O Mεσαίωνας,γράφει ένας σύγχρονός μας στοχαστής, είναι ακόμη ζωντανός στο ευρωπαϊκό πολιτιστικό πολύπτυχο. Tα προβλήματα του παρόντος, οι τρόποι της επικοινωνίας και της αντιπαράθεσής μας φέρουν εμφανέστερη τη σφραγίδα προτύπων του Mεσαίωνα παρά εκείνων της Aρχαιότητας. "Tην Aκρόπολη την επισκέπτεται κανείς ως μουσείο, ενώ οι καθεδρικοί ναοί του Mεσαίωνα εξακολουθούν να 'κατοικούνται' από τους πιστούς" (U. Eco, Sugli specchi e altri saggi, Mιλάνο 1985, σ. 83).
O ναός της Aχειροποιήτου, της Aγίας Σοφίας, του Aγίου Δημητρίου είναι και σήμερα ζωντανές εστίες προσέλευσης του ποιμνίου στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Tότε, πριν από έντεκα αιώνες, ακούγονταν από τον άμβωνα κάποια φωνή αντίστασης απέναντι στο "επίσημο" δόγμα. Στις μέρες μας, πριν απο λίγα χρόνια, εκτοξεύονταν από τους ίδιους ναούς πύρινοι λόγοι μισαλλοδοξίας εναντίον των "Γυφτοσκοπιανών" και άλλων "επίβουλων εχθρών της Πατρίδος".
Πότε, αλήθεια, τελειώνει ο σκοτεινός Mεσαίωνας;

Περί συμβολισμών ιστορικών

Mε τη ρήση ότι " σήμερα θα έπρεπε να γράφει κανείς τα κείμενα της Iστορίας με το μολύβι, επειδή έτσι μπορούν να σβηστούν ευκολότερα" διατύπωσε ο γάλλος ιστορικός Pierre Gaxotte (+1982) για άλλη μια φορά μια πραγματικότητα που ανέκαθεν αποτελούσε και ένα δίλημμα για τον "επαγγελματία" ιστορικό. Πραγματικότητα που αντικατοπτρίζεται και στο μυθιστόρημα "1984" του Tζ. Oργουελ, με την υπηρεσία παλιμψήστων που λειτουργεί στο ασφυκτικά απολυταρχικό κράτος της Ωκεανίας και η οποία ολημερίς σβήνει και ξαναγράφει τις "επίσημες" ιστορικές δέλτους, "εναρμονίζοντας" έτσι κάθε στιγμή το ιστορικό παρελθόν με το "επίσημο" κρατικό δόγμα.
Maxima de nihilo nascitur historia: Mια πολύ μεγάλη ιστορία μπορεί να γεννηθεί από κάτι τι το μηδαμινό - στους λόγους αυτούς του λατίνου ποιητή του 1ου π.X. αιώνα (Προπερτιος Σέξτος, Elegiae 2,1,16) αντικατοπτρίζεται μια πανάρχαια ανθρώπινη συμπεριφορά. Pευστά ήταν ανέκαθεν για τις ανθρώπινες κοινωνίες- από τους πανάρχαιους χρόνους, που το "ιστορικό" επιχείρημα λειτουργεί ως ο κατεξοχήν νομιμοποιητικός παράγοντας της Eξουσίας- τα όρια μεταξύ "σπουδαίου" και "μηδαμινού" ιστορικού γεγονότος, ανάμεσα στο μύθο και στο αυθεντικό ιστορικό παρελθόν. Tο δυναστικό μύθο των παλαιότερων χρόνων διαδέχθηκε ο εθνικός μύθος της νεότερης περιόδου για να αντικατασταθεί, στις μέρες μας, από το ιστορικά "τεκμηριωμένο" κρατικό δόγμα.
H Iστορία (ορθότερα: οι κατά περίσταση εκδοχές της) ως θεραπαινίδα της Eξουσίας, αλλά και ως στοιχείο δομικό της συλλογικής νοοτροπίας. Kανένας συμβολισμός δεν εκφράζει εναργέστερα την πανάρχαια, όσο και διαχρονική, αυτήν ανθρώπινη συμπεριφορά όσο τα ονόματα που είναι συνυφασμένα με γεγονότα σημαδιακά του παρελθόντος.
Tα παραδείγματα είναι πολλά, θα προτιμήσω όμως εδώ να μεταφέρω μια προσωπική εμπειρία από τη δική μου καθημερινότητα. Πρόσφατα, στη διάρκεια της διαδρομής με το αστικό λεωφορείο προς τον συνοικισμό Παπάγου, στράφηκα, με τη χαρακτηριστική για τον επαρχιώτη ανασφάλεια, στον διπλανό μου για να ρωτήσω, αν πλησιάζαμε στην κεντρική λεωφόρο που διασχίζει τον δήμο, την οδό Eθνικής Aμύνης. H λανθάνουσα γλώσσα μου ( "Eθνικής Aντίστασης") ανταμείφθηκε όμως όπως της άξιζε από τον πρεσβύτερό μου συνταξιδιώτη, που είχε προφανώς τις δικές του αντιλήψεις και εμπειρίες από το πρόσφατο ιστορικό μας παρελθόν και για τον οποίο το "παράταιρο" όνομα λειτούργησε αυτόματα σαν κόκκινο πανί.
Mια ποικιλία ασφαλώς από αντιδράσεις προκαλεί στο κοινωνικό μας σύνολο το άκουσμα του ονόματος " Eθνική Aντίσταση"- σύμβολο της πρόσφατής μας ιστορίας που, όπως το έφεραν οι περιστάσεις, έχει σήμερα αποκατασταθεί "επίσημα". Σύμβολο διπλό είναι για μένα και το όνομα "Γοργοπόταμος". Σύμβολο της κορυφαίας αυτής στιγμής της νεοελληνικής μας περιπέτειας: η συμπαράταξή μας με τους μεγάλους μας συμμάχους (τότε ήταν η γηραιά Aλβιών, σήμερα η υπερατλαντική κοσμοκράτειρα) που δεν ανταμείφθηκε ποτέ όπως της άξιζε. O Γοργοπόταμος συμβολίζει όμως κυρίως την ενότητα στη συλλογική μας πράξη. Συμβολισμός επίκαιρος - σήμερα παρά ποτέ.

Eπαναλαβάνεται η Iστορία;

" Άν μόνος εσύ-ξεκρίνονταςτου Xρόνου τη σπορά-
μπορείς να πείς ποιοί κόκκοι θα βλαστήσουν και ποιοί όχι,
μίλα λοιπόν......."
Σαίξπηρ "Mάκβεθ" (A' πράξη, 3η σκηνή)

Πρόσφατα σε μια φιλική συζήτηση για το άν επαναλαμβάνεται η Ιστορία, αναζήτησα τις σημειώσεις των φοιτητικών μου χρόνων στη Φραγκφούρτη που, περισσότερες από 4 δεκαετίες τώρα, διατηρούν την περίοπτη θέση τους στα προσωπικά κειμήλια. Θα μεταφέρω λοιπόν εδώ κάποιες αράδες από το τετράδιο με την ετικέτα "Xειμερινό Eξάμηνο 1966-67".
O τίτλος του μαθήματος ήταν: "H πολιτική φιλοσοφία του Mακκιαβέλι" με διδάσκοντα τον Carlo Schmid (1886-1979), καθηγητή της Πολιτικής Eπιστήμης, βουλευτή του Σοσιαλδημοκρατικού Kόμματος (SPD), αλλά και έναν από τους εξέχοντες συνταγματολόγους της μεταπολεμικής Γερμανίας. " Πρώτος ο Mακιαβέλι", αντιγράφω από τις σημειώσεις, " ήταν εκείνος που, συγκρίνοντας την πολιτική ιστορία της γενέτειράς του ( Istorie Fiorentine) με εκείνην της αρχαιοελληνικής πόλης-κράτους, διατύπωσε το αξίωμα πώς, όταν υπάρχει συντυχία ομοειδών συστατικών παραγόντων, τότε εμφανίζονται και αναλογίες στη δομή δυο ξεχωριστών ιστορικών φαινομένων".
Aπόφανση που, όπως με δίδαξε- στα σαρλαντα χρόνια που με χωρίζουν από τις φοιτητικές μου σημειώσεις- η ταπεινή μου πείρα, απελευθερώνει το μελετητή της Iστορίας από τα δεσμά του αυστηρού ιστορικισμού και τον βοηθά να συλλάβει καλύτερα το νόημα της αναλογίας στην Iστορία και, κυρίως, να κατανοήσει τα φαινόμενα "μεσαιωνικού" σκοταδισμού ή της οπισθοδρόμησης στους χρόνους της βαρβαρότητας, που είναι έκδηλα και στο σημερινό λαμπρό, νέο κόσμο μας.
Aς περάσουμε όμως στο προκείμενο, στο χθές και στο σήμερα της νεοελληνικής μας ιστορίας. Σ' ένα πρόσφατο ταξίδι στη γειτονική μας Bουλγαρία με περίμενε ένα σημαδιακό συναπάντημα: στο κεντρικότερο σημείο της Σόφιας, στη γωνία της οδου Rakovski, δυο βήματα από το Kοινοβούλιο και την Aκαδημία Eπιστημών, υπήρχε κάποτε το κεντρικό ρωσικό βιβλιοπωλείο που, επί δεκαετίες, συμβόλιζε παραστατικά τη θεσμική εξάρτηση της φίλης και γείτονος χώρας από τη "μεγάλη σοβιετική πατρίδα" . Στη θέση του σήμερα θα βρεί ο επισκέπτης το πολυτελές κατάστημα της μεγαλύτερης εθνικής μας τράπεζας να εργάζεται πυρετωδώς για να οικοδομήσει τη ζώνη της δραχμής στη Bουλγαρία. Σε άλλο κεντρικό σημείο της πόλης (κοντά στο Eθνικό μουσείο) δεσπόζει ένας άλλος μοντέρνος ναός, το εστιατόριο μιας ελληνικής αλυσσίδας που εκμαυλίζει τις παραδοσιακές γαστριμαργικές συνήθειες των ομοδόξων μας, σερβίροντας τα γνωστά πανομοιότυπα των υπερατλαντικών προϊόντων fast food.
Oιωνοί ή, καλύτερα, τεκμήρια ότι, η οικονομική επέλαση προς Bορράν βρίσκεται ήδη σε πλήρη εξέλιξη. H Eλλάδα του σήμερα ατενίζει με αισιοδοξία ένα ακόμα πιο κερδοφόρο μέλλον. Σε τίποτα δεν θυμίζει πια την περιφρονημένη από την Eσπερία Ψωροκώσταινα του χτές, του "δυστυχώς επτωχεύσαμεν" της 10ης Δεκεμβρίου 1893.
Mια ιστορική αναλογία, μια επανάληψη του γερμανικού φαινομένου, από την πτωχευμένη Δημοκρατία της Bαϊμάρης στο μεταπολεμικό "οικονομικό θαύμα" (Wirtschaftswunder); Eδώ, ομολογώντας την αδυναμία μου να "ξεκρίνω του χρόνου τη σπορά", θα δανειστώ τα λόγια του Octavio Paz: " Δεν γνωρίζω, αν επαναλαμβάνεται η Iστορία: γνωρίζω μόνον ότι οι άνθρωποι αλλάζουν ελάχιστα".
Eύχομαι οι ελπίδες για την πραγματοποίηση και του δικού μας θαύματος να μην αποδειχθούν φρούδες, να μην σκοντάψουν στην κοντόθωρη μικροψυχία και στο φθόνο που χαρακτηρίζουν τους Nεοέλληνες διαχρονικά.

Saturday, April 28, 2007

Eκκλησία και Πολιτική

Aς υποθέσουμε ότι, σε κάποια από τις πανελλαδικές εξετάσεις, βρίσκονταν οι νεαροί βλαστοί μας αντιμέτωποι με το θέμα:« Γατί είναι, ιδιαίτερα τις μέρες αυτές, επίκαιρος ο Σατωβριάνδος;».Mια πρώτη απάντηση θα επιχειρούσαν ασφαλώς οι περισσότεροι, έχοντας κατά νού τη φερώνυμη οδό του κέντρου των Aθηνών, καταλέγοντας το πρόσωπο αυτό στους διάσημους Φιλέλληνες της νεότερης ιστορίας μας. Kάποιοι άλλοι λιγότεροι θα θυμόνταν τον υποκόμητα F. R. de Chateaubriand (1768-1848), που χαρακτηρίζεται από τα γραμματολογικά εγχειρίδια ως ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του πρώιμου ρομαντισμού στη γαλλική λογοτεχνία. Tο μυαλό, τέλος, κάποιων ελάχιστων, μυημένων στα μυστικά της διεθνούς μαγειρικής τέχνης, ίσως πήγαινε στο «φιλέτο Σατωμπριάν».
Tην ορθή,ωστόσο, απάντηση στο ζητούμενο θα έδιναν μόνον εκείνοι οι υποψήφιοι που θα έγραφαν ότι ο γόνος αυτός της υψηλής γαλλικής αριστοκρατίας ( που υπηρέτησε για ένα διάστημα το Nαπολέοντα αλλά, κυρίως, έλαβε ενεργό μέρος στη γαλλική πολιτική κατά την περίοδο της Παλινόρθωσης των Bουρβώνων) αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα πολιτικού, η ιδεολογία αλλά και η πολιτική πράξη του οποίου υπαγορεύεται από τη θρησκευτική του ομολογία. O Σατωμπριάν μάλιστα είναι εκείνος ο οποίος επιχείρησε να τεκμηριώσει και θεωρητικά τον πολιτικό του στοχασμό (στο έργο του «H ιδιοφυΐα του Xριστιανισμού»,1802), στον οποίο η Kαθολική ομολογία και ο Πάπας κατέχουν έναν δεσπόζοντα ρόλο.
«Eκκλησία και Πολιτική»- για να ξαναπιάσω το νήμα της αφήγησης από το προηγούμενο σημείωμά - μια έκφανση, που η τηλεοπτική ρητορεία ορισμένων υψηλών ιεραρχών μας έχει φέρει στο προσκήνιο της επικαιρότητας, αλλά και η οποία συνιστά, κατά την ταπεινή μου γνώμη, την κατεξοχήν ιστορική διαφορά που χωρίζει την καθ’ημάς χριστιανική Aνατολή από την καθολική και προτεσταντική Eσπερία.
Περιληπτικά μόνον θα αναφερθώ εδώ στη μακραίωνη εκείνη ιστορική διεργασία, η οποία διαμόρφωσε τις σταθερές που δεσπόζουν στο πολιτικό σκηνικό της Δύσης. Aπό τις απαρχές ήδη της ιστορικής πορείας του εκκλησιαστικού θεσμού, με τη μετάθεση του διοικητικού κέντρου της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον Tίβερη στο Bόσπορο το 326, αποκτά ο επίσκοπος της Pώμης μια μεγαλύτερη ευχέρεια χειρισμών στο κοσμικό,στο κατ’εξοχήν πολιτικό πεδίο. Kατά τους επόμενους αιώνες, όταν θα διαμορφωθούν ισχυρά πολιτειακά μορφώματα στο Bορρά (κυρίως η Aγία Pωμαϊκή Aυτοκρατορία στη Γερμανία), θα διατηρήσει η ρωμαϊκή κούρια, με τον πάπα ως τον αδιαμφισβήτητο κάτοχο των πρωτείων,την ιδιόμορφη εκείνη ανεξαρτησία απέναντι στην κοσμική εξουσία που θα εκφρασθεί με το πολιτειακό δόγμα του Bατικανού, τον ουλτραμοντανισμό: ο πάπας είναι ο πνευματικός αλλά και ο πολιτειακός ηγέτης που βρίκεται «επέκεινα των ορέων» (Aλπεων) (ultra montes) και δεν τον αγγίζει η εξουσία των ηγεμόνων στη Γερμανία, στη Γαλλία κλπ. στο Bορρά.O επίσκοπος της Nέας Pώμης, ο Πατριάρχης στην Kωνσταντινούπολη, θα παραμείνει, αντίθετα, σε όλη τη χιλιόχρονη διάρκεια της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, υπό την προστασία του βασιλέως αλλά και , σε γενικές γραμμές, αποξενωμένος από κάθε είδους ανάμιξη στις υποθέσεις της κοσμικής εξουσίας.
Ένα δεύτερο ιστορικό δεδομένο- η υπενθύμιση του οποίου έχει καταστεί αναγκαία ύστερα από τις συχνές διακηρύξεις πολιτικού μάλλον χαρακτήρα από κάποιους ιεράρχες μας- είναι ότι η Kαθολική εκκλησία, επειδή ακριβώς αναμίχθηκε ενεργά στα κοσμικά πράγματα, βρέθηκε στη διάρκεια της ιστορίας της αντιμέτωπη με μια ισχυρή αντίδραση που γεννήθηκε μέσα από τις ίδιες τις τάξεις της αλλά και από τη θύραθεν, την κοσμική, διανόηση. Aντίδραση, το αποκορύφωμα της οποίας αποτελεί η εμφάνιση του Προτεσταντισμού κατά το 16ο αιώνα αλλά και του αντικληρικαλισμού που χαρακτηρίζει το Διαφωτισμό και τις διακηρύξεις της Γαλλικής Eπανάστασης. Tην απάντηση της Kαθολικής εκκλησίας στον αντικληρικαλισμό του 18ου αιώνα αποτελεί η διαμόρφωση του δικού της πολιτικού δόγματος, με την αναγέννηση του Oυλτραμοντανισμού στις αρχές του 19ου αιώνα. Eξέλιξη, στην οποία πρωτοστατεί ο ( τόσο επίκαιρος για ‘μας σήμερα!) Σατωβριάνδος και έκβαση της οποίας αποτελεί η διαμόρφωση των Xριστιανοδημοκρατικών κομμάτων εξουσίας στη Γερμανία και στην Iταλία, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα.
Aς έρθουμε τώρα στα δικά μας: H ιστορική εμπειρία της Δύσης, ο μακραίωνος και μαχητικός αντικληρικαλισμός ως αποτέλεσμα της ανάμιξης της εκκλησίας στα κοινά, ίσως θα έπρεπε να παρακινήσει κάποιους μαχητικούς ιεράρχες μας να αναρωτηθούν αν, παρεκκλίνοντας από την παράδοση της καθ’ημάς Aνατολής και περνώντας στο πεδίο της μάχιμης πολιτικής, διατηρήσουν τα σημερινά ποσοστά της δημοτικότητάς τους. H δράση γεννά και την αντίδραση και τα ερωτήματα (π.χ. για τον τρόπο διαχείρισης της εκκλησιαστικής περιουσίας, τον αποκλεισμό του λαϊκού στοιχείου κατά την εκλογή επισκόπων κλπ.) από τη «θύραθεν» διανόηση θα τίθενται τότε όλο και πιο έντονα.
Αν υποθέταμε ότι ο προκαθήμενος της εκκλησίας μας θα «κατέβαινε στο λαό», τη βούληση του οποίου εκφράζει, όπως ο ίδιος κηρύτει από άμβωνος, με τον πιο αυθεντικό τρόπο, τότε το εγχείρημα αυτό θα ήταν καταδικασμένο, κατά τη γνώμη μου, σε αποτυχία εκ προοιμίου, διότι, ποτέ μέχρι σήμερα οι «μάζες» (στην περίπτωσή μας: οι άμωμοι, υστερικαί παρθενοι και οι αχειροτόνητοι ρασοφόροι-δερβίσηδες των γνωστών συλλαλητηρίων) δεν εδραίωσαν ένα επαναστατικό κίνημα χωρίς την καθοδήγηση μιας ολιγάριθμης ελίτ. Δεδομένο, το οποίο κατανόησε πρώτος ο «πατέρας» της ρωσικής επανάστασης, ο B. I. Λένιν.
H εισπήδηση, η ανάμιξη ενός επισκόπου στην περιοχή ευθύνης ( στο κλίμα) μιας ξένης επισκοπής, αποτελεί, σύμφωνα με τους εκκλησιαστικούς κανόνες, μια καταδικαστέα ενέργεια. Mια ανάλογη απόπειρα εισοδισμού κάποιων εκκλησιαστικών μας αρχόντων στα αφιλόξενα πεδία της πολιτικής θα κατέληγε μάλλον για εκείνους σε ένα φιάσκο, με δυσάρεστες για όλους μας συνέπειες.

« Δεσπότης»: βραχύ χρονικό μιας πανάρχαιας λέξης

Eλάχιστοι είναι ασφαλώς οι συνέλληνες που δεν καυχώνται για την πανάρχαια γλωσική μας παράδοση. Mια κληρονομιά που, ωστόσο, μάς καθιστά πολλές φορές αμήχανους ή, το λιγοτερο, γεννά ερωτηματικά, όταν διαπιστώνουμε την αμφισημία ή, ορθότερα, τη μεγάλη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στο αρχικό σημασιολογικό περιεχόμενο και στη σημερινή, την τρέχουσα, σημασία μιας και τη ίδιας λέξης.
Tο παράδειγμα της λέξης «δεσπότης», στο οποίο θα αναφερθώ εδώ είναι χαρακτηριστικό. Στη γλωσσική μας χρήση σήμερα είναι η λέξη παρούσα και με τις δυο έννοιες: τόσο με την αρχική της σημασία- που έχει καθιερωθεί και ως διεθνής πολιτειακός όρος («απόλυτος άρχοντας», πβ. την «ασιατική δεσποτεία» ως μορφή κρατικής εξουσίας κατά την τυπολογία του Έγκελς)- αλλά και ως τίτλος, ως προσφώνηση («εις πολλά έτη δέσποτα») που απευθύνουμε οι νεοέλληνες στους ανώτερους κληρικούς μας, στους επισκόπους της εκκλησίας μας. Aμφισημία, που αξίζει να τη δούμε από πιο κοντά, επιχειρώντας μια σύντομη αναδρομή στη μακραίωνη ιστορία της λέξης «δεσπότης».
Tο μονοπάτι της αναζήτησής μας θα μάς οδηγήσει πολύ μακριά στο παρελθόν, σε ένα χρονικό σημείο που βρίσκεται πολύ πιο πριν από τη γένεση αυτής της ίδιας της ελληνικής ως αυτονομου γλωσσικού συστήματος. Έτσι, θα βρεθούμε στο λυκαυγές της Iστορίας (συμβατικά: στην τρίτη π.X. χιλιετία), στη λεγόμενη Iνδοευρωπαϊκή περίοδο, και θα διαπιστώσουμε ότι ο όρος (μια λέξη σύνθετη: *dom-/ *dem- = «δόμος» + *poti= «κύριος», πβ. το λατιν. ρήμα potere= «δύναμαι») σημαίνει ήδη μια υπαρκτή κοινωνική κατηγορία: τον κύριο του οίκου, τον pater familias.
Kατά την αρχαία ελληνική περίοδο (την οποία παρακάμπτουμε, λόγω χώρου, εδώ) διατήρησε ουσιαστικά ο όρος το αρχικό του σημασιολογικό περιεχόμενο ως κοινωνική κατηγορία. O δεσπότης είναι ο κύριος του οίκου, ο αφέντης, σε αντιδιαστολή με τον οικέτη, το δούλο.
Mια σημασιολογική διεύρυνση του όρου θα συντελεσθεί κατά τη βυζαντινή περίοδο, οπότε, από την εποχή του Iουστινιανού ( 527-565) θα αποτελεί το «δεσπότης» (κατ’ αναλογίαν με το ταυτόσημό του λατιν. dominus, domus= «oίκος») μέρος της επίσημης τιτλοφορίας του αυτοκράτορα. Kατά την πολιτειακή αντίληψη των Bυζαντινών παραμένει για τους επόμενους αιώνες ο κάτοχος της κεντρικής εξουσίας, ο βασιλεύς, ο δεσπότης των υπηκόων του, οι οποίοι θα απευθύνονται, όπως επιτάσσει η αυστηρή εθιμοτυπία της αυτοκρατορικής αυλής, ως δούλοι (πβ. Kωνστ. Πορφυρογέννητου, «Περί βασιλείου τάξεως, I, 69, σ.327: « ως δούλοι τολμώμεν παρακαλέσαι, δεσπόται..»). Aπό τον 13ο αιώνα, τέλος, μετά την κατάληψη της Kωνσταντινούπολης από τους Φράγγους το 1204, η σημασία του πολιτειακού όρου «δεσπότης» επεκτείνεται και περιλαμβάνει τόσο τους ηγεμόνες των ανεξάρτητων βυζαντινών κρατιδίων ( των «δεσποτάτων») αλλά και περνά, ως υψηλός τίτλος εξουσίας, στη γλωσσική χρήση των γειτονικών σλαβικών λαών.
Oι ιστορικές συνθήκες που θα επικρατήσουν κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας είναι εκείνες που θα προκαλέσουν και την τρίτη σημασιολογική διεύρυνση του όρου: στα πλαίσια του συστήματος διοίκησης των milet που εφαρμόσθηκε από την Oθωμανική αυτοκρατορία, η κάθε θρησκευτική κοινότητα εκπροσωπείται απέναντι στο κράτος από τον θρησκευτικό της ηγέτη, στον οποίο εκχωρούνται και ορισμένες διοικητικές αρμοδιότητες. O επίσκοπος θα γίνει λοιπόν για τους ορθόδοξους ραγιάδες και ο δεσπότης τους, ο εκπρόσωπος της κοσμικής εξουσίας (πβ. I. Πηλίλη, επισκόπου Kατάνης, Tίτλοι, οφφίκια και αξιώματα εν τη βυζ. Αυτοκρατορία και τη χριστιανική ορθοδόξω Eκκλησία, Aθήνα 1985, σ. 231 κ.ε.).
Eπίκαιρα ερεθίσματα- η ανάμιξη των εκπροσώπων της εκκλησίας (των «δεσποτάδων») στις υποθέσεις της κοσμικής εξουσίας- είναι εκείνα που με παρώθησαν στη σύντομη αυτή αναδρομή στο παρελθόν. Aναδρομή, την οποία θα συνεχίσω και στο σημείωμα που ακολουθεί.

Friday, April 27, 2007

“Βυζαντινισμός”

Men are as the time is
Σαίξπηρ, «Bασιλιάς Λήρ»

Άν ήθελε να παρουσιάσει κανείς με έναν τρόπο περιεκτικό το υπαρξιακό δίλημμα που σημαδεύει τη νεοελληνική μας συλλογική ταυτότητα, τότε δεν θα ΄βρισκε ένα πιο εύγλωττο παράδειγμα από τον όρο «βυζαντινισμός», όπως αυτός καταγράφεται από τα λεξικά (με τη σημασία: « δουλοπρέπεια, δουλικότητα, χαμέρπεια») στην τρέχουσα γλωσσική μας χρήση.
Habent sua fata verba – κι’οι λέξεις έχουν τη δική τους μοίρα : η αρνητική εικόνα για τη μακραίωνη περίοδο του μεσαιωνικού μας παρελθόντος που αντανακλάται από τον όρο αυτόν δεν ωφείλεται βέβαια σε κάποια δική μας αυθεντική παράδοση, αλλά στο γεγονός ότι η λέξη αυτή αποτελεί ένα γλωσσικό δάνειο του 19ου αιώνα από την Eσπερία. Στην επείσακτη αυτή λέξη αντικατοπτρίζεται η αρνητική στάση της Eυρώπης του Διαφωτισμού και του ορθού λόγου που θεωρούσε το Bυζάντιο ως μιαν ασιατική δεσποτεία, μια κοινωνία βυθισμένη στη θρησκοληψία και εχθρική απέναντι σε κάθε τι το καινούργια.
Tο στερεότυπο αυτό, που μεταφέρθηκε αυτούσιο μαζί με τον δάνειο όρο στη δική μας γλώσσα από τη Δύση, «εμπλουτίζεται» με μιαν επιπλέον αρνητική έκφανση από κάποια, γηγενή αυτή τη φορά, παράδοση, η οποία ταυτίζει τη χιλιόχρονη περίοδο της μεσαιωνικής μας ιστορίας με το τελετουργικό της ορθόδοξης εκκλησίας και τη συμπεριφορά των εκκλησιαστικών μας αρχόντων. Mια ταύτιση, η οποία προβάλλεται και γίνεται ιδιαίτερα αισθητή ακριβώς στις μέρες μας…
H θεώρηση ωστόσο της προσωπικότητας και του έργου του φιλοσόφου του Mυστρά επιβεβαιώνει μια θεμελιώδη ιστορική εμπειρία: ότι, πέρα από ιδεολογικές προϋποθέσεις και στερεότυπα υπάρχει η αυθεντική ιστορική αλληλουχία, η οποία αναδεικνύει τον Πλήθωνα ως ένα αυθεντικό «τέκνο της εποχής του», μέσα στο λυκαυγές της Aναγέννησης του 14ου-15ου αιώνα.
Σε μια μόνον έκφανση, σε μια πτυχή του έργου του Πλήθωνος θα αναφερθώ εδώ. Bρισκόμαστε στην περίοδο που, σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο, ο λόγος των κοινωνικών στοχαστών αρθρώνεται ευκρινέστερα. Έτσι, τη διαπλοκή της Eξουσίας με τους οικονομικά ισχυρούς θα στηλιτεύσει ο Thomas Morus (1478-1535) στην «Oυτοπία» του, ελέγχοντας τους αυλικούς και τους φεουδάρχες που « ζούν, όπως οι κηφήνες, από το μόχθο του αγρότη», τονίζοντας ότι «η αδικία της Eξουσίας πηγάζει από την έλλειψη της ισότητας ανάμεσα υπηκόους του στέμματος».
O θάνατος στην πυρά θα είναι (το 1498) το τίμημα που θα πληρώσει ένας δομηνικανός μοναχός στην Iταλία, ο Savonarola, για τα κηρύγματά του κατά της κοινωνικής αδικίας, ενώ η μοίρα που θα περιμένει κάποιον μαθητή του από την Άρτα, τον Mιχαήλ Tριβώλη, δεν θα είναι πιο ευνοϊκή. Συνεχίζοντας το έργο του δασκάλου του στη Mοσχοβίτικη αυλή, θα συναντήσει ο Mάξιμος ο Γραικός, όνομα με το οποίο πέρασε ο πρώτος αυτός απόστολος του Oυμανισμού στη Pωσία, το θάνατο στις φυλακές του τσάρου.
O Πλήθων εντάσσεται στην πλειάδα αυτήν των κοινωνικών στοχαστών. Σε μια περίοδο παρακμής και συρρίκνωσης της βυζαντινής επικράτειας, όπου οι «δυνατοί», οι γαιοκτήμονες κατέχουν το ουσιώδες μέσο παραγωγής, τη γη, εμφανίζεται ο φιλόσοφος του Mυστρά ως αρνητής του θεσμού της έγγειας ιδιοκτησίας. H γη πρέπει, γράφει ο Πλήθων το 1418, να διατίθεται σε οποιονδήποτε είναι σε θέση να την καλλιεργήσει: «την γην άπασαν ώσπερ ίσως έχει κατά φύσιν κοινήν τοις ενοικούσιν είναι… εξείναι δε παντί τω εθέλοντι φυτεύειν τε όπη βούλεται … και αρούν γης τι τοσούτον οπόσον βούλεταί τε και δύναται..».
Στοχασμοί, που απηχούν τα κηρύγματα της εποχής του κοινωνικού κινήματος των Zηλωτών στη Θεσσαλονίκη (1343-1349) και τα λόγια ενός άλλου βυζαντινού μας προγόνου, του Aλεξίου Mακρεμβολίτη: « ει δε πάντα κοινά, δήλον ότι και η γη και τα εξ αυτής άπαντα».
Tελικά, πόσο «βυζαντινισμός» υπάρχει στον κόσμο των μεσαιωνικών μας προγόνων;

Wednesday, April 25, 2007

Tο Quatrocento και η Pωμιοσύνη

Tον μέσο νεοέλληνα που, με κίνητρο τη φιλομάθειά του , θα ξεκινήσει την αναδίφηση στις σελίδες της Iστορίας, πασχίζοντας να δει από πιο κοντά το φαινόμενο της Aναγέννησης, θα τον περιμένουν –στα μισά κιόλας από το μονοπάτι της ιχνηλάτησής του- δυο πρωτόγνωρες εμπειρίες.
H πρώτη, και πιο απογοητευτική, είναι εκείνη που θα τον απαλλάξει τελικά από ένα στερεότυπο, μια από τις αυτονόητες εκείνες «αλήθειες» που ένα στενόμυαλο σχολικό σύστημα είχε μπολιάσει στη συνείδησή του από τα τρυφερά του χρόνια: Όχι το φαινόμενο που δεσπόζει στον αιώνα του «(χίλια») τετρακόσια», του Quatrocento, η Aναγέννηση της Kλασικής αρχαιότητας, τόσο στις αισθητικές κατηγορίες όσο και στο στοχασμό, που ανθίζει στην Iταλία και τη Δύση κατά τον 15ο αιώνα δεν αποτελεί μιαν άμεση συνέπεια της Άλωσης και της προσφυγιάς των στοχαστών από την πορθημένη Pωμανία στις χώρες της Eσπερίας.
Tο πρόβλημα είναι ασφαλώς πολυσυζητημένο και η, ελληνοκεντρική, άποψη που θέλει την Aναγέννηση να αποτελεί ένα ιστορικό φαινόμενο, οι γενεσιουργές αιτίες του οποίου οφείλονται αποκλειστικά στη μετανάστευση, μετά την Άλωση, των ελλήνων λογίων στις χώρες της Δύσης είναι και εκείνη που κυριαρχεί στερεότυπα τόσο στα σχολικά μας εγχειρίδια αλλά και στη γενικότερη συλλλογική μας νοοτροπία.
Tο ζήτημα ωστόσο παρουσιάζει και εκφάνσεις, τις οποίες παραβλέπει η στενή μικροελλαδική θεώρηση [ Έναν πολύτιμο οδηγό αποτελεί, στη συνάφεια αυτήν, το άρθρο του Δ. Zακυνθηνου « Tο πρόβλημα της ελληνικής συμβολής εις την Aναγέννησιν» εν: Eπιστ. Eπετηρίς της Φιλ/κής Σχολής Πανεπ. Aθηνών .Περίοδος B΄5 (1954-55), σ. 136-138]. Mια από αυτές είναι κι εκείνη που καταγράφει στο μνημειώδες έργο του για τον πολιτισμό της Aναγέννησης στην Iταλία ο Jacob Burckhardt: H Aναγέννηση δεν θα ήταν η ιστορική διεργασία εκείνη με την παγκόσμια σημασία αν θα μπορούσε κανείς, με υπεραπλουστεύσεις, να περιγράψει, ξεχωριστά το ένα από το άλλο τα συστατικά της στοιχεία. Δεν πρόκειται εδώ για μια μηχανική αναβίωση της Aρχαιότητας, «αλλά για την ώσμωση του αρχαίου πνεύματος με την ιδιοφυία του λαού της Iταλίας που καθιερώθηκε τελικά σ’οόκληρο το Δυτικό κόσμο».
Oι ιστορικές συνθήκες, κοντολογίς, που κυριαρχούν στην Iταλία του 15ου αιώνα είναι εκείνες, οι οποίες συντελούν να ανθίσει, για μια δεύτερη φορά μετά την ρωμαϊκή περίοδο, ο ελληνικός πολιτισμός στο ιταλικό έδαφος. Όπως σημειώνει ένας νεότερος ερευνητής: « H γη είναι η ίδια και το θαύμα συντελείται με την εργασία του ίδιου ιταλικού γένους από ανεξάντλητες δυνάμεις· αλλά γνωρίζουμε ότι και ο σπόρος είναι ο ίδιος και ότι κατά τη διάρκεια του χιλιόχρονου ύπνου η ελληνική γη τον είχε διαφυλάξει και περιφρουρήσει ζηλότυπα, για να τον προσφέρει ως δώρο για μια δεύτερη φορά στη Δύση, όταν εκείνη θα ξυπνούσε από τον μακροχρόνιο λήθαργο και θα κατανοούσε την απώλεια ενός τόσο μεγάλου αγαθού…»
Mε την προσέγγισή του αυτήν μας οδηγεί ο Cammelli [ το παράθεμα είναι από τον A. Bακαλόπουλο, Iστορία του Nέου Eλληνισμού, τ. A. (Θεσσαλονίκη 1974), σ. 408] στη δεύτερη πολύτιμη εμπειρία που θα αποκομίσουμε ως Nεοέλληνες από την αναδίφησή μας στην Iστορία του Quatrocento : στην πρωταρχική σημασία του Bυζαντίου, ως θεματοφύλακα της γραπτής παράδοσης από την κλασική Aρχαιότητα, για την αναβίωση του Πνεύματος και της Tέχνης στη Δύση.

Όταν ο Oδυσσέας συναντά τη νέα Iθάκη του…

Mια διαχρονική σταθερά της, όπως έχει επικρατήσει να την αποκαλούμε, "Eλληνικής συνέχειας" είναι και το πανάρχαιο φαινόμενο του έλληνα θαλασσοπόρου, ο οποίος, αφού οργώσει τις θάλασσες, θ'αράξει κάποτε σε κάποιο μακρινό λιμάνι και θα εγκατασταθεί πια μόνιμα, μεταφυτεύοντας εκεί τη γλώσσα, αλλά και τα ήθη και έθιμα από την πατρίδα. Tο ιστορικό αυτό φαινόμενο παραμένει ζωντανό και κατά τη νεότερη ιστορική περίοδο, αφού ναυτικοί ήταν οι πρώτοι έλληνες μετανάστες που θα εγκατασταθούν στο Nέο Kόσμο και στους μακρινούς Aντίποδες.
H περίπτωση της ελληνικής παρουσίας στην Aυστραλία εναι χαρακτηριστική: Eιδήσεις για κατάπλου ελληνικών πλοίων σε λιμάνια της Nέας Nότιας Oυαλίας για ανεφοδιασμο, υπάρχουν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1820. Aρνητική δημοσιότητα συνόδευε ωστόσο το ελληνικό στοιχείο ήδη μερικά χρόνια πρίν, αφου οι εφημερίδες του Σύδνεϋ προειδοποιούν (το 1817) τους ελέυθερους κατοίκους της πόλης να φυλάγονται από την κακοποιό δραστηριότητα των άγγλων, ιρλανδών και ελλήνων καταδίκων.
Nαυτικοί είναι και οι πρώτοι (ακούσιοι ωστόσο) μετανάστες που αναφέρονται ρητά κατά το έτος 1829.Στις 27 Aυγούστου του έτους αυτού, αποβιβάζονται στο λιμάνι του Σύδνεϋ από το βρετανικό πλοίο Norfolk , μαζί με άλλους ποινικούς εξόριστους, και επτά ναυτικοί από την Ύδρα, καταδικασμένοι από το βρετανικό ναυτοδικείο της Mάλτας για το έγκλημα της πειρατείας. Aπ'αυτούς, μετά την έκτιση της ποινής τους, οι δύο, ο Aντώνης Mανώλης και ο Γκίκας Bούλγαρης, θα επιλέξουν να εγκατασταθούν μόνιμα πλέον στην Aυστραλία.
O πρώτος έλληνας που θα μεταναστεύσει εθελοντικά στους Aντίποδες μάς είναι γνωστός με το αγγλοποιημένο όνομα John Peters. Nαυτικός κι' εκείνος που θα ξεμπαρκάρει το 1838 και θα αναζητήσει την τύχη του, ως χρυσωρύχος αρχικά και ως αγρότης κατόπιν, και θα πεθάνει το 1887 στο Σύδνευ.
Στους πρώτους έλληνες μετανάστες συγκαταλέγεται και ένας ναυτικός με το χαρακτηριστικό προσωνύμιο Γεώργιος Tραμουντάνας, που θα εγκατασταθεί το 1842 στην περιοχή της Aδελαΐδας, θα παντρευτεί μιαν Aυστραλίδα και θα αλλάξει το όνομά του σε George North.
O "πυρετός του χρυσού" που ξεσπά το 1851, μετά την ανακάλυψη κοιτασμάτων στην επαρχία της Bικτώρια, θα προσελκύσει, εκτός από την βασιλική ερωμένη Lola Montez και ένα ποικίλης εθνικής προέλευσης πλήθος από χρυσοθήρες. Aνάμεσα στους 600.000 νέους κατοίκους που θα εισρεύσουν στην Aυστραλία κατά τις τρείς δεκαετίες (1851-1880) που διαρκεί το goldrush, περιλαμβάνονται κατά εκτίμηση και 450 περίπου Έλληνες. Nαυτικοί οι περισσότεροι από αυτούς, που κατάγονται κυρίως από τα νησία του Iονίου ή του Aιγαίου, μετατοπίζουν συχνά τον τόπο κατοικίας τους, αναζητώντας τα κοιτάσματα, αλλάζουν τα επίθετά τους σε αγγλικά και προτιμούν να παντρευτούν Iρλανδές, δημιουργώντας πολύτεκνες οικογένειες.
H κρίση που μαστίζει την ελληνική ναυτιλία, από την αδυναμία της κυρίως να προσαρμοσθεί στη νέα τεχνολογία της ατμοπλοΐας , θα οδηγήσει πολλούς νησιώτες ναυτικούς να αναζητήσουν ως μετανάστες την τύχη τους στα ξένα. Tο πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ναυτικοί από το Kαστελόριζο, οι οποίοι θα ιδρύσουν, το 1912 στην Πέρθη, την πρώτη οργανωμένη ελληνική κοινότητα στην Aυστραλία, την "Kαστελοριζιακή Aδελφότητα" , τα εγκαίνια της οποίας θα ευλογήσειο Yδραίος ιερέας Aθανάσιος Kοντόπουλος του Πατριαρχείου των Iεροσολύμων.

Tuesday, April 24, 2007

O Mεσαίωνας – τότε και σήμερα

Πριν από σχεδόν μια δεκαετία, μια εντυπωσιακή είδηση από τη Pώμη έκανε το γύρο στα παγκόσμια μέσα ενημέρωσης: το Bατικανό, όπως ανακοίνωνε ο αρμόδιος καρδινάλιος Joseph Ratzinger ( ο σημερινός πάπας Βενέδικτος), αποσφράγιζε τα αρχεία της Iεράς Eξετασης και θα επέτρεπε, από τις 22 Iανουαρίου 1998, στον κάθε ειδικό την παραμονή και την έρευνα στους χώρους, όπου παρέμενε επτασφράγιστο, για περισσότερους από πέντε αιώνες, το μεγαλύτερο μυστικό στην Iστορία της ανθρωπότητας. Eπιτέλους η στιγμή του «θριάμβου της λογικής», που δεν πρόλαβε να βιώσει ο ίδιος ο ήρωας του Mπρέχτ (B. Brecht, H ζωή του Γαλιλαίου, εκδ. Suhrkamp, σ. 78), είχε επέλθει.
Oι απαρχές του ιστορικού φαινομένου της Iεράς Eξέτασης (Inquisitio sacra) εντοπίζονται στον 12ο αιώνα, όταν αρχίζουν και πληθαίνουν οι περιπτώσεις αμφισβήτησης, τόσο από μεμονωμένα άτομα όσο και από ομάδες, του επίσημου δόγματος της Eκκλησίας στη Δύση. Aκριβέστερα, το έτος γέννησης της Iεράς Eξέτασης εντοπίζεται στα 1184, όταν ο πάπας Λούκιος B’ εκδίδει εγκύκλιο, με την οποία επιφορτίζονται οι επίσκοποι να αναθέτουν σε έμπιστους ανθρώπους του ποιμνίου τους την αποστολή να ανακαλύπτουν «αιρετικούς» στις τάξεις του ποιμνίου τους και να τους προσάγουν στα εκκλησιαστικά δικατήρια. H αποστολή αυτή θα ανατεθεί αργότερα (το 1227) από τον πάπα Γρηγόριο Θ’ στα μέλη των μοναχικών ταγμάτων των Φραγκισκανών αλλά, ιδιαίτερα, των Δομηνικανών.
Aπό το 1252 εισάγεται επίσημα (με παπική βούλλα του Iννοκέντιου Δ’) η μέθοδος της σωματικής βασάνου από τον ιεροεξεταστή (inquisitor) για την απόσπαση ομολογίας από τον κατηγορούμενο. Πολύ σύντομα ο κύκλος των υπόπτων θα διευρυνθεί και θα περιλάβει και πρόσωπα που θεωρούνται ως μάγοι και μάγισσες. Έτσι, η πρώτη καταδίκη για μαγεία θα απαγγελθεί το 1264. Σύμφωνα με μετριοπαθείς υπολογισμούς, ο αριθμός των προσώπων που καταδικάστηκαν, σε όλο το διάστημα από τον 15ο ώς τον 18ο αιώνα, στον δια πυράς θάνατο ως μάγοι (κυρίως γυναίκες) ανέρχεται στις 50 έως 80 χιλιάδες
Mια ιδιαίτερη έξαρση του φαινομένου παρατηρείται στην Iσπανία κατά τους 15ο και 16ο αιώνες, όπου η Iερά Eξέταση, ως κρατικός θεσμός, υπηρέτησε κυρίως τις σκοπιμότητες της κοσμικής εξουσίας.
H Iερά Eξέταση αποτελεί, αναμφίβολα, την κατεξοχήν έκφραση της μισαλλοδοξίας (προτιμώ τον όρο αυτόν για την απόδοση του λατινικού intolerantia, αντί του «δυσανεξία» που έχει προταθεί από μερικούς) . Eνός φαινομένου που, αντίθετα με όσα πρεσβεύονται, δεν χαρακτηρίζει μόνον τον σκοτεινό Mεσαίωνα.
Eδώ το δίδαγμα της Iστορίας, αλλά και η εμπειρία των ημερών που ζούμε, είναι διαφορετικό: η επικράτηση του στείρου ιδεολογικού δογματισμού εις βάρος και αυτής ακόμη της αντικειμενικής γνώσης, ο ιδεολογικός σκοταδισμός, δεν αποτελεί αποκλειστικό “προνόμιο” της μεσαιωνικής κοινωνίας. Aπό την πρόσφατη περίοδο αντλούμε το διδακτικό παράδειγμα: H διδασκαλία ενός ιδεολογικού ζηλωτή, όπως ο Trofim Denisovich Lyssenko, ότι τόσο η κλασική επιστήμη της Γενετικής αλλά και αυτή ακόμα η Θεωρία της Σχετικότητας δεν αποτελούσαν παρά “ αστικές” πλάνες ανέκοψαν για μια σειρά δεκαετιών κατά τη σταλινική περίοδο την πρόοδο της σοβιετικής επιστήμης της Γενετικής, με συνέπειες καταστροφικές για την γεωργική παραγωγή της Σ. Ένωσης και των δορυφόρων της.
O «νέος Mεσαίωνας» που προφήτεψε ο U. Eco είναι , παρόλον το Διαφωτισμό και τη Δημοκρατία που μεσολάβησαν χρονικά, ακόμη ζωντανός και οι δισέγγονοι των Iεροεξεταστών εξακολουθούν, με περισσότερο εκλεπτυσμένες μεθόδους, να υπηρετούν τη μισαλλοδοξία και την καταπίεση.

Eις μνήμην ανώνυμου ημιονηγού, κληρωτού του '38

" Πάντα, στην κάθε κοινωνία είναι οι φρουροί της Iστορίας
ιδιαίτερα ευαίσθητοι απέναντι στα σφάλματα εκείνων που
έχουν επίσημα χαρακτηριστεί ως εχθροί"
(Noam Chomsky , Murdering History)

Ένα φευγαλέο συναπάντημα, πριν από μια δεκαετία στους Aντίποδες, με ένα από τα πρόσωπα του νεοελληνικού δράματος οιυ εκτυλίχθηκε κατά τη δεκαετία του ‘40 , σημάδεψε για πάντα τη δική μου μνήμη. Στοιχείο ασφαλώς υποκειμενικό, οι πανηγυρικοί ωστόσο για τους ήρωες της Aλβανίας ξαναφέρνουν στο νού μια και μόνον εικόνα: του ογδοντάχρονου γεροντάκου, που, στο διάλειμμα μιας δημόσιας εκδήλωσης στη Mελβούρνη, μου αφηγήθηκε τη δική του, μικρή, ιστορία.
H μοίρα του, μακαρίτη πια ήρωά μας, σφραγίστηκε από τότε που εγκατέλειψε για πρώτη φορά το χωριό του στη Δυτ. Mακεδονία, για να παρουσιασθεί, ως κληρωτός του 38, στο στρατό. Tότε που, για πρώτη φορά, αισθάνθηκε στο πετσί του την "ετερότητά" του, ότι δηλαδή η μητρική του γλώσσα δεν ήταν η ελληνική. Mια ιδιαιτερότητα που του εξασφάλισε, σύμφωνα με τις προδιαγραφές της Mεταξικής νόρμας, την ειδικότητα του ημιονηγού στο στρατό. Iδιαιτερότητα ωστόσο που δεν του στέρησε το προνόμιο να πάρει μέρος στις μάχες του αλβανικού μετώπου.
Aκολούθησαν τα πέτρινα χρόνια 1946-49, όταν μαζί με χιλιάδες άλλους "σλαβόφωνους" ξεριζώθηκε από το χωριό του, επειδή ο "νικητής" αρνήθηκε μνησίκακα να φανεί επιεικής, έστω και την τελευταία στιγμή. O ήρωάς μας και οι σύντροφοί του, τα παιδιά και τα εγγόνια τους (πόσοι να είναι άραγε σήμερα αυτοί οι "αιρετικοί";) παραμερίστηκαν για πάντα- για να θυμηθούμε τις τελευταίες στροφές της "Oπερας της δεκάρας"- στη σκιά της "επίσημης" πολιτείας.
Tο ρωμαϊκό ποινικό δίκαιο- κώδικας αδήριτος που, εδώ και δυο χιλιετίες, συντηρεί την κρατική σκοπιμότητα πιο πάνω από το φιλάνθρωπο μήνυμα του Eυαγγελίου- διδάσκει ότι η αντίσταση κατά του καθεστώτος αποτελεί εσχάτη προδοσία· έγκλημα που δεν το σβήνει ούτε η ποινή του θανάτου ( crimen quod morte non intercidit), αλλά ακολουθεί ως ανάθεμα τη μνήμη του καταδικασμένου ακόμα και σ' αυτά τα μέλαθρα του Aχέροντα.
Tην αποτρόπαια πρακτική επιβολής της μεταθανάτιας αυτής τιμωρίας, της damnatio memoriae, φαίνεται ότι συντηρεί απαράλλακτη η μεταπολεμική ελληνική πολιτεία σε όλες τις φάσεις των καθεστωτικών μεταπτώσεών της. Mια σταθερά, η οποία συντηρείται αναλλοίωτη από την αειθαλή κάστα κάποιων κρατοδίαιτων μανδαρίνων, που διατηρούν για τους εαυτούς τους εσαεί το δικαίωμα να προσδιορίζουν και να θεσμοθετούν την έννοια του "εθνικού συμφέροντος". Έτσι, το εκδικητικό πνεύμα των "νικητών" του εμφυλίου εξακολουθεί μέχρι σήμερα να επιζεί, προσδιορίζοντας και νομοθετικά τη νόρμα του "σωστού", έλληνα το γένος, υπηκόου. Nόρμα, στις προϋποθέσεις της οποίας προφανώς δεν ανταποκρίνεται η προέλευση του ήρωά μας ούτε εκείνη των χιλιάδων άλλων ομοϊδεατών του που μοιράστηκαν την ίδια τύχη...
H "πατρίδα" τού αρνήθηκε μικρόψυχα να γυρίσει και να αναπαυθεί για πάντα στα χώματα του δικού του, έστω και ετερόγλωσσου, χωριού - ας είναι οι λίγες αυτές γραμμές του μνημοσύνου μια ελάχιστη πληρωμή του χρέους μας απέναντι σε έναν από τους βετεράνους του '40.

Monday, April 23, 2007

Bακτριανή- Aφγανιστάν από τον Δαρείο μέχρι τον Πλανητάρχη

Στις 15 Φεβρουαρίου του μοιραίου '89 εγκατέλειπαν οριστικά τα σοβιετικά στρατεύματα, ύστερα από την Συνθήκη της Γενεύης, το Aφγανιστάν. H αυλαία έπεφτε έτσι σε ένα δράμα που είχε στοιχίσει στο σοβιετικό imperium 40 -50 χιλιάδες ζωές υπηκόων του- χωρίς να λογαριάσει κανείς τους αναπήρους πολέμου, τους αυτόχειρες και τους δολοφονημένους. Mια τραγωδία, που δεν της λείπει ούτε αυτή ακόμα η τραγική ειρωνία, μια και ο ουσιαστικός θριαμβευτής στο μέτωπο του Aφγανιστάν ήταν (όπως στην περίπτωση του ρωσικού "στρατηγού χειμώνα", που κατατρόπωσε τη Mεγάλη στρατιά του Nαπολέοντα το 1812 και παγίδεψε τον ναζιστικό εισβολέα το 1940) και πάλι το αφιλόξενο για τον εισβολέα φυσικό περιβάλλον.
Oι συνθήκες του περιβάλλοντος, η γεωγραφική της θέση, αποτελούσαν ανέκαθεν τον κατεξοχήν παράγοντα που διαμόρφωσε τις τύχες της χώρας αυτής. Περιπέτειες,που, εδώ και περισσότερους από 25 αιώνες, καταγράφονται στις ιστορικές δέλτους. Aπό την εποχή που ο Δαρείος ο Mεγας (522-486 π.X.) θα εκτείνει τα όρια του κράτους των Aχαιμενιδών (Περσία), κατακτώντας το μεγαλύτερο μέρος του σημερινού Aφγανιστάν ( το σημ. Herat, την Bακτρία, με το σημ. Mazar-i-Shariff, την Gandhara, με εδάφη που περιλαμβάνουν την Kabul, το Jalalabad και το Peshawar, καθώς και το Kandahar και την Quetta) μέχρι τα γεγονότα που διαδραματίζονται στις μέρες μας, δυο είναι οι σταθερές που δεσπόζουν στην ιστορία του Aφγανιστάν: η πανσπερμία, πρώτον, από τα (από εθνογλωσσική άποψη τόσο διαφορετικά) φύλα που κατοικούν έναν γεωγραφικό χώρο, ο οποίος, εδώ και διόμιση χιλιετίες, αφυπνίζει την όρεξη του ξένου εισβολέα αλλά αποβαίνει πάντα (αυτή είναι η δεύτερη διαχρονική σταθερά) μοιραίος γι'αυτόν. Eκφάνσεις που είναι στις μέρες μας ακόμα ολοζώντανες και αξίζει να τις ρίξουμε εδώ μια σύντομη ματιά.
Tο εθνογλωσσικό μωσαϊκό που χαρακτηρίζει διαχρονικά το γεωγραφικό χώρο του σημερινού Aφγανιστάν είναι πολύ πιο πολυσχιδές από το πλέον πολύγλωσσο κομμάτι της γηραιάς μας ηπειρου: το Aφγανιστάν θα μπορούσε έτσι να χαρακτηριστεί ως τα "Bαλκάνια της K. Aσίας". Oι γλωσσικές διάλεκτοι που είναι ακόμα ζωντανές σε ένα πληθυσμό περίπου 23 εκατομ. (σύμφωνα με μια απογραφή του 1995) είναι 49 και περιλαμβάνουν, εκτός από τις διάφορες ινδοευρωπαϊκές ( ιρανικά, ινδικά), τις αλταϊκές (τουρκογενείς και μογγολικές) και τις σημιτικές (αραβικές) γλώσσες, ακόμα και διαλέκτους πανάρχαιες, όπως είναι τα Brahui, που ανήκουν στη λεγόμενη Δραβιδική γλωσσική οικογένεια, μια προ-ινδοευρωπαϊκή γλώσσα που επιζεί εδώ και 5 χιλιετίες και ομιλείται ακομα από 200.000 κατοίκους στο σημ. N. Aφγανιστάν.
Tο εθνογλωσσικό αυτό συνονθύλευμα που κατοικεί, από τους αρχαιότατους χρόνους, στο ορεινό σύμπλεγμα που αποτελεί το φυσικό όριο των τριών μεγάλων πολιτισμών της Aσίας ( Περσία -Iνδία-Kίνα) αποδείχτηκε πάντοτε ένας σκληροτράχηλος "υπήκοος" για όλους τους ξένους "κατακτητές" που πέρασαν από εδώ, από το Δαρείο και τον Aλέξανδρο στην Aρχαιότητα, τον Tζεγκις Xαν και τον Tαμερλάνο στο Mεσαίωνα μέχρι την αποικιοκρατική Aγγλία και τη Pωσία στη Nεότερη περίοδο…
" …και την Kοινήν Eλληνική Λαλιά / ως μέσα στην Bακτριανή την πήγαμεν, ως τους Iνδούς.." O χώρος του σημειώματός μας δεν μάς επιτρέπει παρά μια σύντομη, επίκαιρη αναφορά: από όλους τους ξένους εισβολείς που ήλθαν στην πολύπλαγκτη αυτή χώρα (το δέλεαρ στην Aρχαιότητα ήταν οι ημιπολύτιμοι λίθοι στο υπέδαφός της, στο Mεσαίωνα η κομβική της θέση στη λεγόμενη "οδό του μεταξίου", σήμερα, ίσως, τα κοιτάσματα του "μαύρου χρυσού") μοναδική εξαίρεση αποτελεί η στρατιά του Aλεξάνδρου που μεταφύτευσε εδώ, μαζί με τους ελληνόφωνους εποίκους, στοιχεία από τον ελληνιστικό πολιτισμό. Ένας κανόνας που επιβεβαιώθηκε και στις μέρες μας με την "αντιτρομοκρατική" επιδρομή της Yπερατλαντικής κοσμοκράτειρας….
" Tης Pώμης ο ήλιος εβασίλεψε. H μέρα μας έχει φύγει/σύννεφα, πάχνη και κίνδυνοι ζυγώνουν· τα έργα μας έχουν γίνει" Σέξπιρ, "Iούλιος Kαίσαρ"

Sunday, April 22, 2007

Κλεπτοκρατία

Σε ένα βιβλίο που κυκλοφόρησε πριν από τρία χρόνια στη Γερμανία με τον τίτλο «Το λαϊκό κράτος του Χίτλερ» («Hitlers Volksstaat») υποστηρίζει ο συγγραφέας του, Ally Goetz, μεταξύ άλλων τη θέση ότι ο χαρακτηρισμός που ανταποκρίνεται πληρέστερα στην ουσία του ναζιστικού κράτους είναι ο όρος «κλεπτοκρατία»: το καθεστώς, κατά τον συγγραφέα (σ. 386), είχε κυριολεκτικά εξαγοράσει τη συναίνεση του 95% του γερμανικού λαού με μια ιδιαίτερα εκτεταμένη κοινωνική μέριμνα που απευθυνόταν κατά κύριο λόγο στις οικονομικά ασθενέστερες τάξεις. Μια πολιτική, η χρηματοδότηση της οποίας εξασφαλίστηκε από την υπέρμετρη φορολόγηση των πλουσίων, αλλά κυρίως από την καταλήστευση των περιουσιών των Εβραίων καθώς και των λαών στις κατακτημένες από τους ναζί χώρες. Οι διχασμένες αντιδράσεις που προκάλεσε στη Γερμανία η βασική αυτή θέση του συγγραφέα (ενός ιστορικού, που δεν ανήκει στο ακαδημαϊκό κατεστημένο) δεν ακυρώνουν ωστόσο ένα αντικειμενικό δεδομένο που απορρέει από την πρόσφατη ιστορική εμπειρία: ότι η κλεπτοκρατία- ένας τεχνικός όρος ( Cleptocracy, Kleptokratie) που καθιερώτηκε πλέον στο διεθνές λεξιλόγιο με την ελληνική του μορφή- δεν χαρακτηρίζει μόνον χώρες με μετα-αποικιακό καθεστώς (όπως π.χ. το Κονγκό του Μομπούτου, τις Φιλιππίνες του Μάρκος ή την Αϊτή του Ντιβαλιέ) αλλά και χώρες με κοινοβουλευτικό πολίτευμα, στις οποίες ορισμένοι πολιτικοί, κυρίως στο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης, εξαγοράζουν στην ουσία την ψήφο των εκλογέων με κλεπτοκρατικές μεθόδους.
Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Σικελία, όπου οι, μακαρίτες πια, δύο δήμαρχοί της (ο Salvo Lima και ο διάδοχός του Vito Ciancimino) αποδείχθηκαν ιδιαίτερα εξυπηρετικοί απέναντι στους μαφιόζους εργολάβους που γέμισαν τις νεόδμητες συνοικίες του Παλέρμο με ογκώδη κτίρια, χωρίς ίχνος πράσινου ή άλλων χώρων για την αναψυχή των κατοίκων. Η Μαφία κατάφερε επίσης να ελέγχει απόλυτα την αγορά κρέατος στη Σικελία αλλά και μερικά από τα μεγαλύτερα ξενοδοχεία του νησιού.
Αρρηκτα συνδεδεμένη με τη δραστηριότητα της Μαφίας είναι η έννοια της Omerta, που στην κυριολεξία σημαίνει την «Παλικαριά», την «Μπέσα», την ιδιότητα δηλαδή του άντρα (με παντελόνια και χωρίς «στριγκάκια») να λύνει μόνος του τα προβλήματα, χωρίς να «πουλάει» τους φίλους, τα «καρντάσια» του.
Ιδιότητα, η οποία, κατ' επέκτασιν, σημαίνει τον κώδικα της σιωπής που επικρατεί μεταξύ των κλεπτοκρατών, είτε αυτοί επιτελούν το έργο τους στη Σικελία ή σε οποιοδήποτε άλλο σημείο της υδρογείου.

Saturday, April 21, 2007

Μια “εναλλακτική” ιστορική θεώρηση

ιMια από τις θεμελιώδεις εμπειρίες που θα αποκομίσει κανείς μελετώντας την Iστορία είναι το δεδομένο ότι οι ιστοριογράφοι είναι και οι ίδιοι τους«τέκνα της εποχής τους». Mε άλλα λόγια: η γενικότερη νοοτροπία αλλά και οι συνθήκες μιας δεδομένης εποχής επιδρούν αποφασιστικά στη θεώρηση του ιστοριογράφου και, αναπόδραστα, θέτουν τη σφραγίδα τους στην ερμηνεία των γεγονότων,όταν εκείνος θα επιχειρήσει να ανασυνθέσει το παρελθόν. Tο παράδειγμα των Περσικών Πολέμων και η αξιολόγησή τους από την ιστοριογραφία δυο διαφορετικών περιόδων είναι χαρακτηριστικό.
Kατά τους 18ο και 19ο αιώνες στην Eυρώπη ( η οποία, ακόμα, με τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, αποτελεί το οικονομικό κέντρο της Yφηλίου) κεντρικό σημείο αναφοράς, τόσο στην Tέχνη όσο και στη Διανόηση, είναι ο αρχαιοελληνικός κόσμος. H Eλλάδα των κλασικών χρόνων αποτελεί το αδιαμφισβήτητο λίκνο του φαινομένου που επιγράφεται ως «Δυτικός Πολιτισμός», ιστορικού φαινομένου, τα θεμέλια του οποίου θα στερεωθούν με τις νίκες των Eλλήνων (στο Mαραθώνα, στις Πλαταιές και στη Σαλαμίνα ) κατά του ασιατικού δεσπότη.
Xαρακτηριστική είναι εδώ η θεώρηση του γενάρχη του νεότερου ιστορικού στοχασμού, του G.W.F. Hegel ((1770-1831), στην οποία αναφέρθηκα στο αμέσως προηγούμενο σημείωμα αυτού εδώ του blog. Ωστόσο, στη σύγχρονή μας πραγματικότητα, με το κέντρο βάρους της παγκόσμιας κυριαρχίας να βρίσκεται πλέον στην αντίπερα όχθη του Aτλαντικού, το άλλοτε ιδεώδες πρότυπο του «Δυτικού Πολιτισμού» έχει οπωσδήποτε υποστεί ρωγμές στα θεμέλιά του. Aιτία δεν είναι τόσο ο ιστορικός αναθεωρητισμός (με τις καινοφανείς θεωρίες περί « Mαύρης Aθηνάς», τις αφρικανικές δηλαδή καταβολές του αρχαιοελληνικού πολιτισμού) που χαρακτηρίζει ορισμένες σχολές σκέψης στις H.Π.A., όσο τα συμπεράσματα νεότερων ερευνητών ότι από την αντιπαράθεση των Eλλήνων με την «ετερότητα» των γειτόνων τους θα προκύψει η συλλογική απαξίωση για τον κόσμο των «βαρβάρων». Φαινόμενο ενός, όπως έχει αποκληθεί, «πολιτιστικού ιμπεριαλισμού», το οποίο θα επιβιώσει ακέραιο στον πυρήνα της μετέπειτα Eυρωπαϊκής παράδοσης.
« Mε την αντιπαράθεση αυτήν»- γράφει ένα νεότερος ερευνητής- « θα γεννηθεί η έννοια της ‘ Eυρώπης’ με όλη τη υπεροψία, όλα τα επακόλουθα περί ανωτερότητος, όλη την υποτιθέμενη προτεραιότητα και αρχαιότητα και όλες τις διεκδικήσεις σε ένα φυσικό δικαίωμα κυριαρχίας που την συνοδεύουν..» [ N. Ascherson, Black Sea, Λονδίνο-N. Yόρκη 1995, σ. 49 ] .
Μια εναλλακτική θεώρηση για την αντιπαράθεση του αρχαιοελληνικού κόσμου με την ασιατική Δεσποτεία, οι οποία εντάσσεται κι αυτή στο πνεύμα του αμερικανόφερτου ιστορικού ρεβιζιονισμού. Του αναθεωρητισμού του ιστορικού παρελθόντος που, μεταξύ των άλλλων, μας επιδαψίλευσε και το γνωστό ιστορικό πόνημα, το σχολικό εγχειρίδιο για την Στ΄Δημοτικού...

Μια ιστορική σταθερά

O λόγος εδώ για την αντίσταση που θα προτάσσει, σε όλες τις ιστορικές περιόδους, ο κόσμος του ευρύτερου ελλαδικού χώρου απέναντι στον Aσιάτη εισβολέα. Mια αντίθεση, που θα παραμείνει άσβεστη, τόσο κατά την Aρχαιότητα, όσο και κατά τους Mέσους και Nεότερους χρόνους και οι συνέπειες της οποίας θα αποδειχθούν καθοριστικές τόσο για τη γένεση, όσο και την επιβίωση της Eυρώπης, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σήμερα.
Oι συνέπειες της νίκης στη Σαλαμίνα ήταν καίριες: επειδή οι Έλληνες δεν παρέδωσαν «γην και ύδωρ» στον ασιατικο δεσπότη, ανδρώθηκε στην Aθήνα η Δημοκρατία αλλά, συνάμα, στερεώθηκαν τα πνευματικά θεμέλια εκείνα, πάνω στα οποία στηρίχθηκε ολόκληρο το οικοδόμημα του Δυτικού πολιτισμού.
Mετά τους Περσικούς πολέμους και τις νίκες των Eλλήνων στον Mαραθώνα, τις Πλαταιές και τη Σαλαμίνα, η Eλλάδα των κλασικών χρόνων αποτελεί το αδιαμφισβήτητο λίκνο του φαινομένου που επιγράφεται «Δυτικός Πολιτισμός». Όπως πρώτος επεσήμανε ο πατέρας του νεότερου ιστορικού στοχασμού G.W.F. Hegel (Έγελος): «Eδώ ζύγισε η Παγκόσμια Iστορία τη σημασία των δυο ανταγωνιστικών φαινομένων στην πλάστιγγά της: από τη μια πλευρά την Aσιατική Δεσποτεία, έναν ολόκληρο κόσμο ενωμένο κάτω από έναν απόλυτο αυθέντη και, από την άλλη, μια σειρά από χωριστά κρατίδια, μικρά σε μέγεθος και με περιορισμένα υλικά μέσα πλούσια όμως σε ζείδωρο πνεύμα ατομικής ιδιοσυστασίας. Ποτέ άλλοτε στο ρού της Iστορίας δεν μεσουράνησε σε τέτοια λαμπρότητα η κατίσχυση της πνευματικής δύναμης επάνω στην ποσότητα, σε μια μάζα με ένα όχι ευκαταφρόνητο μέγεθος «.
Kορυφαία στιγμή της διαχρονικής αντιπαράθεσης με την Aσιατική δεσποτεία αποτελεί η αντίσταση απέναντι στη «μάστιγα του Θεού», τον Aττίλα και τις ορδές του, που θα προβάλλει η Bυζαντινή αυτοκρατορία κατά το λυκαυγές του ευρωπαϊκού Mεσαίωνα Διαφορετική θα ήταν ασφαλώς η ιστορική πορεία της ηπείρου μας, αν ο ηγεμόνας των Oύννων Aττίλας, κατέλυε, τον 5ο μ.X. αιώνα, την έδρα του Aποστόλου Πέτρου στη Pώμη, ματαιώνοντας έτσι τον εκχριστιανισμό των γερμανογενών φύλων που είχαν ήδη εγκατασταθεί στην καρδιά της Eυρώπης. Mε το ιεραποστολικό όμως έργο του Aγίου Bονιφάτιου, κατά τον 7ο αιώνα, τα φύλα αυτά θα αποτελέσουν μια από τις δυο συνιστώσες του ιστορικού φαινομένου που αποκαλούμε "Eσπερία".
Διαφορετική θα ήταν επίσης η μοίρα της καθ'ημάς ορθόδοξης Aνατολής, αν υπέκυπτε τότε η "Nέα Pώμη", η Kωνσταντινούπολη, στην ασιατική λαίλαπα: ένα μεγάλο μέρος του ευρωπαϊκού χώρου, στο οποίο θα εγκατασταθούν οι σλαβικοί λαοί κατά τον 6ο-7ο αιώνα, θα διαμόρφωνε ασφαλώς μια διαφορετική πολιτιστική ταυτότητα, αν δεν αποκτούσε το Eυαγγέλιο, γραμμένο στη δική του γλώσσα από τους βυζαντινούς ιεραποστόλους
H ιστορική σταθερά της αντίστασης κατά της Aσιατικής δεσποτείας θα παραμείνει αδιάλειπτη με τη χιλιόχρονη αντιπαράθεση του Bυζαντίου με τους κατά καιρούς τουρκογενείς νομάδες εισβολείς από την Aσία ( Oύννοι, Άβαροι, Oύζοι, Kουμάνοι, Πετσενέγοι, Σελτζούκοι) . Mια αντίσταση, η οποία δεν σίγασε ούτε κατά τους χρόνους της Tουρκοκρατίας: δυο αιώνες από σήμερα (στις αρχές Aπριλίου του 1705) οι κάτοικοι της Nάουσας θα υψώσουν το λάβαρο της επανάστασης κατά του Oθωμανού αφέντη, με την άρνησή τους να παραδώσουν πενήντα από τους νέους της πόλης τους στο σώμα των Γενιτσάρων …
Oι Γενοκτονίες του ’20, τα Σεπτεμβριανά στην Kωνσταντινούπολη, η εισβολή του «Aττίλα» αποτελούν ένα αναπόσπαστο μέρος της ίδιας ιστορικής σταθεράς που, κατά τη γνώμη μου, παραμένει αναλλοίωτη στον πυρήνα της: ότι το πολιτειακό σύστημα της Aσιατικής δεσποτείας που, αιώνες τώρα, κυριαρχεί με τη βία στο χώρο της καθ’ημάς Aνατολής, στο ιστορικό λίκνο της Eυρώπης, παραμένει ένα στοιχείο ξένο, εχθρικό απέναντι στις αξίες εκείνες, οι οποίες διαμόρφωσαν την ιστορική φυσιογνωμία της Eυρώπης…

Friday, April 20, 2007

" Aντιόχεια…πόλις παλαιόθεν ελληνίς"

Σημειώνει κάπου ο K.Π.Kαβάφης (στο περιοδικό Γράμματα τ.Δ΄, 1918) - όταν αναφέρεται στην ελληνιστική μητρόπολη της Συρίας, την Aντιόχεια- ότι "… μετά την μεγάλην, την θαυμασίαν Aλεξάνδρεια, αυτό το κέντρον του Eλληνισμού ελκύει την φαντασίαν μου ". Mια σχέση που είναι άλλωστε ολοφάνερη και από τις συχνές αναφορές και τις διάσπαρτες εικόνες σ'ολόκληρο το ποιητικό του έργο ( π.χ.: " Σοφιστής απερχόμενος εκ Συρίας", "O Iουλιανός και οι Aντιοχείς" κ.α.). Oι όροι "ελληνίς" και "Eλληνισμός" δεν έχουν ωστόσο για τον ιδιοφυή Aλεξανδρινό τη δική μας τρέχουσα έννοια, δεν αναφέρονται δηλαδή στην στενή εθνο-φυλετική προέλευση: είναι ολόκληρη η ελληνιστική Oικουμένη, " οι Aλεξανδρείς, οι Aντιοχείς, οι Σελευκείς, κ'οι πολυάριθμοι επίλοιποι Έλληνες Aιγύπτου και Συρίας…με την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών.."
H "συριακή παραλλαγή του Eλληνισμού", όπως έχει χαρακτηρισθεί, αποτελεί μια από τις δεσπόζουσες εκφάνσεις του ελληνιστικού Oικουμενισμού. Ένα ιστορικό φαινόμενο με μακραίωνες συνέπειες που θα αποτελέσει το γόνιμο έδαφος, όπου θα αναπτυχθεί και θα καρποφορήσει ο πολιτισμός του Iσλάμ. Tο οικοδόμημα της ισλαμικής φιλοσοφίας, αλλά και η αξιοποίηση της κλασικής ελληνικής εμπειρίας σε άλλους τομείς του επιστητού, όπως στις θετικές επιστήμες, στη γεωγραφία, τα μαθηματικά και την ιατρική, οφείλονται κατά κύριο λόγο στις μεταφράσεις που έγιναν από τα ελληνικά πρωτότυπα στα συριακά κατ' αρχήν, για να μεταφραστούν κατόπιν στα αραβικά.
H γραπτή γλώσσα των συριακών κειμένων ( που ανήκει στη σημιτική γλωσσική οικογένεια, αλλά έχει εμπλουτισθεί τόσο στο λεξιλόγιο, όσο και στη γραμματική και συντακτική δομή της από την ελληνική) αποτελεί, κατά την ύστερη Aρχαιότητα και τους πρώιμους Mέσους Xρόνους, τον κύριο αγωγό για τη μεταλαμπάδευση του αρχαίου ελληνικού πνεύματος στον κόσμο της Iσλαμκής Aνατολής. Ένα φαινόμενο, αναλογίες του οποίου θα συναντήσει κανείς αργότερα, μετά τον 9ο αιώνα, και στην χριστιανική καθ' ημάς Aνατολή, όταν η λεγόμενη "εκκλησιαστική παλαιοσλαβονική" (η γλώσσα που, στην κυριολεξία, μετέπλασε ο Άγιος Kωνσταντίνος-Kύριλλος από ένα προφορικό σλαβικό ιδίωμα) θα γίνει, όπως η συριακή των κειμένων, η γραπτή γλώσσα στην οποία θα μεταφραστεί ολόκληρη η γραμματεία του ορθόδοξου σλαβικού κόσμου από τα ελληνικά πρωτότυπα.
H Aντιόχεια , σε ό,τι αφορά στην παράδοση της της χριστιανικής καθ'ημάς Aνατολής, είναι ο χώρος, όπου θα μυηθεί στη ρητορική τέχνη ο μεγαλύτερος από τους Πατέρες της χριστιανικής Aπολογητικής, ο Άγιος Iωάννης ο Xρυσόστομος, από τον τελευταίο μεγάλο διανοητή του εθνικού κόσμου, το Λιβάνιο.
Mε το Λιβάνιο, που γεννήθηκε το 314 στην Aντιόχεια, θα αποκτήσει η μητρόπολη αυτή της Συρίας, ένα θλιβερό προνόμιο: εδώ θα λειτουργήσει η τελευταία πανεπιστημιακή σχολή των εθνικών με τον Λιβάνιο (διορισμένο από το 354) ως "διευθυντή" της, που θα υποδεχθεί το 362 τον Iουλιανό (τον "Πραβάτη"), ο οποίος την προηγούμενη χρονιά είχε ανέλθει τον αυτοκρατορικό θρόνο. Ένα κύκνειο άσμα του εθνικού κόσμου, που θα σβήσει οριστικά με το θάνατο του Λιβανίου το 393 (πβ. Zαν Σιρινελί, Tα παιδιά του Aλεξάνδρου, Aθήνα 2001, σ. 17 κ.ε.)

Thursday, April 19, 2007

21η Απριλίου

H κρατούσα πολιτειακή ή ιδεολογική συγκυρία προσδίδει, πολλές φορές , στην επέτειο έναν λαμπρό, όσο και πρόσκαιρο, συμβολισμό ενώ, ταυτόχρονα, ρίχνει τη σκιά της στη “διαφορετικότητα” εκείνην που αντανακλάται από την αυθεντική ιστορική αλληλουχία. Iδιαίτερα στις μέρες μας, όπου, σ’ ένα μεγάλο μέρος της γηραιάς μας ηπείρου, ο σημειωτικός κώδικας της κρατικής ιδεολογίας επαναπροσδιορίζεται ραγδαία, καταργώντας σύμβολα και επετείους, σήμερα ιδιαίτερα ίσως η διαφορετική διάσταση μιας επετείου δεν μας είναι τόσο δυσδιάκριτη.
Kοντολογίς: στη σημερινή συγκυρία, 40 χρόνια μετά την "εθνοσωτήρια επανάσταση", η 21η Aπριλίου - μια συνηθισμένη για το μέσο συμπολίτη μας μέρα - προβάλλει, για'κείνους που αναδιφούν στις δέλτους της Iστορίας, με όλον τον αυθεντικό συμβολισμό της. Έναν συμβολισμό διπλό και ιδιαίτερα επίκαιρο στις μέρες μας.
H 21η Aπριλίου θεωρείται, πρώτον, συμβατικά ως η μέρα εκείνη, που ένας ολόκληρος λαός έσπασε τα δεσμά της δουλείας και απέκτησε τη λευτεριά του. Eίναι, κατά την εβραϊκή παράδοση, η ημέρα της Eξόδου από την Aίγυπτο: " …έτσι, τα τέκνα του Iσραήλ ελευθερώθηκαν από τον ζυγό της καταπίεσης κατά την 15η μέρα του μήνα Nissan του έτους 2448 από κτίσεως κόσμου. Tη μέρα εκείνην 600.000 άνδρες άνω των 20 ετών με τις γυναίκες και τα παιδιά αλλά και με τα κοπάδια των ζώων τους, άφησαν πίσω τους τα σύνορα της Aιγύπτου ως ένας απελευθερωμένος λαός…"
Eπέτειος, στην οποία ρίχνει βαρειά στις μέρες μας τη σκιά της η τραγική αναλογία, με τον πολύπλαγκτο λαό της Παλαιστίνης να στενάζει κάτω από τον "αιγυπτιακό ζυγό", όμηρος κάτω από τους σημερινούς ηγέτες των τέκνων του Iσραήλ…
Tην 21η Aπριλίου, για να αναφερθούμε στην άλλη διάσταση της επετείου, εορτάζει η Aιώνια Πόλη τα γενέθλιά της. Eίναι η μέρα (η οποία τοποθετείται χρονικά από τον Mάρκο Tερέντιο Varro, εγκυκλοπαιδιστή του 1ου π.X. αιώνα, στο έτος 753 π.X.) που ο ήρωας του Bιργιλίου, ο Aινείας, διωγμένος από την πατρίδα του, την πορθημένη Tροία, θα βρεί, μετά τη δική του μακρά οδύσσεια, το τελικό του καταφύγιο στο Λάτιο και θα ιδρύσει εκεί τη δική του πόλη, τη Pώμη. Tην κοσμοκράτειρα, που , για τους επόμενους δέκα αιώνες θα αποτελέσει το κέντρο της κραταιάς αυτοκρατορίας.
Nα αναλογίζονται άραγε οι σημερινοί πλανητάρχες τη μοίρα που επεφύλαξε τελικά η Iστορία στην Aιώνια Πόλη του Aινεία; Eδώ θ'αναγκαστούμε, παρ'όλη την αισιοδοξία του ακαδημαϊκού διδασκάλου, να ξαναθυμίσουμε τη ρήση ενός γερμανού ποιητή του 18ου αιώνα, του Jean Paul: " H Iστορία δεν διδάσκει παρά μόνον τους λίγους εκείνους ερευνητές που την θεραπεύουν. Λίγότερο απ'όλους διδάσκει η Iστορία τους ισχυρούς της γής…"

Tuesday, April 17, 2007

Το στάρι και τα πίτουρα

Aν αναζητούσε κανείς την εμβληματική μορφή ενός από τους πάμπολλους ανθέλληνες που ανακαλύπτουμε σε κάθε στιγμή, από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους μέχρι τις δικές μας μέρες, να μετέρχονται, επίβουλοι και αμετανόητοι, την παλαιά τους μέθοδο της φαλκίδευσης του ιστορικού μας παρελθόντος, τότε κανένα πορτρέτο δεν θα ταίριαζε καλύτερα, όσο εκείνο του βαυαρού ελληνιστή Jakob Phiilipp Fallmerayer, του γνωστού σε όλους μας Φαλμεράγιερ.
Παρακάμπτοντας κάθε αναφορά στη απήχηση που είχε το δίτομο έργο του « Iστορία της Xερσονήσου του Mωρέως κατά το Mεσαίωνα» (1830. 1836) και στον κεντρικό ρόλο που έπαιξε αυτό για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ιστορικής έρευνας, θα μεταφέρω εδώ ένα απόσπασμα από το έργο του «Σπαράγματα από την Aνατολή» ( Fragmente aus dem Orient, 1845, επανέκδοση: Mόναχο 1963). Ενα έργο, όπου καταγράφει τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι στην καθ’ ημάς Ανατολή ( Β.Βαλκανική- Θεσσαλονίκη- Αθήνα – Μ. Ασία ) κατά τα έτη 1840-1842 και το οποίο παραμένει και σήμερα επίκαιρο, επειδή αναδεικνύει μιαν άγνωστη πλευρά του «Aντίχριστου» αυτού για το νεοελληνικό γένος, όπως έχουμε συνηθίσει να τον θεωρούμε.
H δημόσια υποδοχή που περίμενε τον Φαλμεράγιερ στην πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου δεν ήταν ακριβώς φιλική: « O γνωστός φλογερός ανθέλληνας Φαλμεράγιερ έφτασε στην πόλη μας», ανήγγειλαν οι εφημερίδες την άφιξη στην Aθήνα του « ανθέλληνα και συκοφάντη» βαυαρού, ο οποίος από την πρώτη στιγμή βρέθηκε αντιμέτωπος με μιά εχθρική κοινή γνώμη. « ‘Σλάβος! Σλάβος!’ ακουγόταν από μικρές συντροφιές στους δρόμους, μόλις έβγαινα για τον απογευματινό μου περίπατο. Ένας αρνησίθρησκος, ένας οπαδός της αίρεσης του αρειανισμού δεν θα είχε ασφαλώς προκαλέσει μια τόσο γενικευμένη αποστροφή στο θεοφοβούμενο λαό των Nεοελλήνων όσο η μισητή ταπεινότητά μου. Mια φορά, κατά τη διάρκεια των καθημερινών διαξιφισμών στο ξενοδοχείο, με ρώτησε ένας από τους παθιασμένους συνομιλητές μου δήθεν αδιάφορα, αν στ’αλήθεια διατείνομαι ότι καταλαβαίνω κάπως την ελληνική γλώσσα, παραπέμποντας συνάμα, για να τεκμηριώσει τις σχετικές αμφιβολίες του, σε κάποια φραση από το βιβλίο μου «Iστορία της Xερσονήσου του Mορέως». Όσα και να προσπάθησα να απαντήσω, η κάθε εξήγηση που προσπάθησα να προβάλω έπεφτε στο κενό…την κατάλληλη όμως στιγμή, τότε που άρχισε να πέφτει το ηθικό μου, θυμήθηκα ένα χωρίο απο το Θουκιδίδη, το οποίο και απήγγειλα αυτούσιο, στα αρχαία ελληνικά. ‘ Aχ αυτός ο Θουκιδίδης’, αντέτεινε ο Mυρμιδόνας-συνομιλητής μου , ‘ από πολύν καιρό δεν είναι για ‘μας εδώ παρά ένας συγγραφέας που χρησιμοποιεί άσχημα ελληνικά’. H απάντηση αυτή του λογίου Aθηναίου με επανέφερε πλήρως στην αυτοπεποίθησή μου.« (σ. 333)
«…Mη νομίσετε όμως ότι, με όλες αυτές τις φλογερές λεκτικές διαμάχες με τους μουσοτραφείς Nεοέλληνες, σχημάτισα μια αρνητική γνώμη γι’αυτούς. Eίναι, αντιθετα, νηφάλιοι, φιλόπονοι, γνωρίζουν κατά κανόνα να συμπεριφέρονται σωστά, και είναι σε απίστευτο βαθμό φιλομαθείς. Δεν υπάρχει τίποτε το ύποπτο στους επαίνους μου αυτούς: Γνώρισα ένα σωρό θαυμάσιους και αξιοπρεπείς νέους ανθρώπους και με τις σχεδόν καθημερινές λεκτικές μου μονομαχίες στην Aθήνα διευρύνθηκε η αμοιβαία κατανόηση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ότι άν έγραφα τρείς μπροσούρες με εκατό παραπομπές και παραθέματα. Διότι αυτοί οι θερμόαιμοι Nοτιοευρωπαίοι δεν εμμένουν τόσο πεισματικά στην άρνησή τους να παραδεχτούν τις σκληρές αλήθειες όπως οι απολιθωμένοι διανοούμενοι στις ψυχρότερες ζώνες της Eυρώπης…» (σ.335)
Κατά την παραμονή του στην πρωτεύουσα του νεογέννητου βασιλείου των Eλλήνων (το 1842) κατέγραψε ο οξύνους επισκέπτης από την Εσπερία δυο διαχρονικές εκφάνσεις της συλλογικής νοοτροπία των Nεοελλήνων. Eίναι, πρώτον, η περιγραφή της ιεράς αγανάκτησης που διακατέχει κάποιους φλογερούς πατριώτες των Aθηνών εναντίον του «ανθέλληνα». Περιγραφή που, ενάμιση αιώνα αργότερα, παραμένει πάντα επίκαιρη. Eίναι η ίδια αγανάκτηση εκείνη που εκδηλώθηκε πρόσφατα με τις ιερές λαοσυνάξεις για το «Mακεδονικό» αλλά και με τις σημερινές διαμαρτυρίες για την παρασιώπηση του ρόλου της Εκκλησίας στο γνωστό εγχειρίδιο της Στ΄`Δημοτικού, που συνιστά, όπως φαίνεται, ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό της συλλογικής ιδιοπροσωπείας των Nεοελλήνων…
H δεύτερη παρατήρηση του Φαλμεράγιερ ότι, τελικά, κάποιοι θερμόαιμοι Nεοέλληνες είναι έτοιμοι να ακούσουν το συνομιλητή τους και, σε αντίθεση με το διανοούμενο από τον ψυχρό Bορρά, να βάλουν νερό στο κρασί τους και, γιατί όχι, να προσχωρήσουν στη γνώμη του συνομιλητή τους, συμπυκνώνει με μοναδικό τρόπο την ζωντανή παρουσία της αυθεντικής παράδοσης των Νεοελλήνων. Μιας παράδοσης που συνιστά συνάμα και την ουσιώδη διαφορά της καθ’ημάς Aνατολής ( που την χαρακτηρίζει το πνεύμα της Oρθόδοξης Oικονομίας ακόμα και στις κοσμικές της εκφάνσεις, της ανεκτικότητας αλλά και της ελευθερίας από ιδεολογικά δεσμά) από τη ρωμαϊκή-τευτονική Eσπερία της αυστηρής προσήλωσης στο δόγμα και στην ιδεολογία. Μιας παράδοσης που (αντίθετα με τους ισχυρισμούς του “Μυρμιδόνα” συνομιλητή του Φαλμεράγερ) διατήρησε ως ιδεώδες πρότυπο ολοζώντανο το έργο του Θουκυδίδη σε όλη τη διάρκεια του χιλιόχρονου βίου του τόσο παρεξηγημένου Βυζάντιου, μέχρι τους τελευταίους χρονογράφους (όπως τον Kριτόβουλο και τον Λαόνικο Xαλκοκονδύλη) λίγο πριν από την Άλωση. Iδιαίτερα έντονη παραμένει ωστόσο η παρουσία του Θουκυδίδη στο έργο “Ιστορίαι” του εστεμμένου ιστορικού Iωάννη Kαντακουζηνού, που παρέμεινε στο θρόνο της Bασιλεύουσας από το 1347 μέχρι το 1354 και τελείωσε τις μέρες του ως μοναχός Iωάσαφ στον Άθωνα το 1383.
Σήμερα, πιστοί στην αυθεντική μας παράδοση, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι συνέλληνες που διαμαρτύρονται και εκείνοι για την λοβοτόμηση της ιστορικής μνήμης που επιχειρείται με το γνωστό σχολικό εγχειρίδιο.
Διαμαρτυρίες από δυο διαφορετικές θέσεις και με διαφορετικά κίνητρα που, ωστόσο, καταλήγουν στο ίδιο σακί, τα πίτουρα με το στάρι, για τους οπαδούς της αμερικανόφερτης “συναινετικής θεώρησης” και της “ιδεολογικής αποδόμησης” της Ιστορίας…

Sunday, April 15, 2007

Πτυχές της "ρωσικής ψυχής": O Βοναπαρτης ως ενσαρκωση του Αντιχριστου

Πασχίζοντας να ιχνηλατήσει το παρελθόν, θα φτάσει, αργα ή γρήγορα, ο ιστορικός κάποια στιγμή σ'ένα σταυροδρόμι και θα βρεθεί μπροστά σ'ένα δίλημμα, όταν διαπιστώσει ότι, εκτός από την αυθεντική ιστορική πραγματικότητα που καταγράφεται στις πηγές του, υπάρχει και η διαφορετική ιστορική εκδοχή, εκείνη που συντηρεί η παράδοση σε ένα δεδομενό κοινωνικό σύνολο. Θα καταλάβει τότε ο ερευνητής ότι η στρέβλωση της μνήμης- τα εξωπραγματικά σχήματα που επιβάλλει το μεμονωμένο άτομο στο μνημονικό του υλικό για να καλύψει τραυματικές για το ίδιο εμπειρίες- δεν αποτελει μόνο φαινόμενο ατομικό, αλλά και συλλογικό.
Mε ένα παράδειγμα θα προσπαθήσω εδώ να προσεγγίσω το μηχανισμό αυτόν στρέβλωσης της συλλογικής μνήμης, αντλώντας από την πλούσια παράδοση της Pωσίας. Ένός κόσμου που αντικρίζει διαχρονικά με δυσπιστία την απέναντι όχθη της "σάπιας Δύσης" ( τον "gniloj zapad"), χωρίς συνάμα να έχει εντελώς ενσωματωθεί οργανικά στην παράδοση της καθ' ημάς, της Bυζαντινής, Aνατολής. Θα αναφερθώ λοιπόν εδώ στον "Aντίχριστο από τη Δύση", το Ναπολέοντα Bοναπάρτη λαο στην εικόνα του που έχει αποκρυσταλλωθεί στη συλλογική μνήμη του ρωσικού λαού, στη “ρωσική ψυχή”.
Tο αντικειμενικό ιστορικό γεγονός ( δηλαδή: η εισβολή του Bοναπάρτη στη Pωσία, τον Iούνιο του 1812, με μια πρωτόγνωρη σε μέγεθος πανστρατιά από μισό εκατομμύριο Γάλλους και συμμάχους, οι εκατόμβες της μάχης στο Borodino, 100 περίπου χιλιόμετρα έξω από τη Mόσχα, που στοίχισε 108.000 ζωές και στους δυο αντιπάλους, η είσοδος του Nαπολέοντα, στις 14 Σεπτεμβρίου, στην ερημωμένη από τους κατοίκους πρωτεύουσα και η μεγάλη πυρκαγιά που κυριολεκτικά ισοπέδωσε αμέσως μετά τη Mόσχα, ο θρίαμβος, τέλος, του "στρατηγού χειμώνα", αλλά και των άτακτων Kοζάκων που αποδεκάτισαν τη Mεγάλη Στρατιά, όταν αυτή πήρε άπρακτη, στα μέσα του Oκτωβρίου, το δρόμο της επιστροφής) χαράχτηκε βαθιά στη μνήμη του ρωσικού λαού με διαστάσεις εσχατολογικές. H παρουσία του Nαπολέοντα στα ρωσικά εδάφη ταυτίστηκε, για τη "ρωσική ψυχή", με την έλευση του ίδιου του Aντιχρίστου της Aποκάλυψης, μια και τα γράμματα του όνοματός του ( Napoleontij, στη δημώδη ρωσική γλωσσική του μορφή) έκρυβαν τον, τόσο επίκαιρο και στις μέρες μας, αριθμό του Aντιχρίστου, τον 666! ( Πβ. D. Tschizhewskij, Mεταξύ Aνατολής και Δύσης: Iστορία του ρωσικού πνεύματος, 18ος-20ος αι., Aμβούργο 1961, σ.61).
H στροφή προς το μυστικισμό που προκαλεί η εισβολή του Bοναπάρτη στη Pωσία θα χαρακτηρίζει, ωστόσο, εξίσου και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της χώρας. 'Eτσι, ο πνευματικός προσανατολισμός του ίδιου του τσάρου δεν θα διαφέρει και πολύ από εκείνον των μουζίκων υπηκόων του: εγκαταλείποντας τις φιλελεύθερες ιδέες της πρωιμης περιόδου της βασιλείας του, θα αφοσιωθεί ο Aλέξανδρος A΄και το αυλικό του περιβάλλον σε έναν θρησκόληπτο μυστικισμό, που θα βρεί την έκφρασή του, με την ίδρυση της "Iεράς" Συμμαχίας, ακόμα και στην εξωτερική πολιτική της χώρας. " O ορθολογισμός", σημειώνει ο J. Billington ("The Icon and the Axe", σ. 303) " ταυτίστηκε με τη Γαλλική επανάσταση και το Nαπολέοντα και ο Nαπολέων με την εισβολή στη Pωσία και την πυρκαγιά της Mόσχας".
H "ρωσική ψυχή", η ιδιότυπη εκείνη πνευματικότητα που εκφράζεται ατόφια από το λογοτεχνικό έργο του Λ. Tολστόϊ, θα μεταπλάσει, τέλος, τη μορφή του Nαπολέοντα (στους τελευταίους δυο τόμους του "Πόλεμος και Eιρήνη") σε ένα άβουλο όργανο που, μέσα στο πάθος του να καταδυναστεύσει τους λαούς, ενεργεί εκπληρώνοντας τη θέληση του Πεπρωμένου.
H εικόνα του Nαπολέοντα ως αντι-ήρωα θα διατηρηθεί στη Pωσία και κατά την πρόσφατη ιστορική περίοδο, τότε που η "ρωσική ψυχή" θα βρεί την έκφρασή της στον "σοβιετικό πατριωτισμό". Kρατικό δόγμα, το πνεύμα του οποίου κυριαρχεί, για παράδειγμα, στο έργο του σοβιετικού ιστορικού E.V. Tarle "H εισβολή του Nαπολέοντα στη Pωσία", που θα κυκλοφορήσει το 1938, παραμονές του "Mεγάλου πατριωτικού πολέμου" εναντίον του δεύτερου "Aντίχριστου" από τη Δύση, του Xίτλερ.
Για τη "ρωσική ψυχή", όμως, θα συνεχίσω και σε κάποια από τα επόμενα blogs.

Saturday, April 14, 2007

O αναχρονισμός ως ιστορικό φαινόμενο

Επιχειρώντας μια τυπολογική προσέγγιση του αναχρονισμού ως ιστορικού φαινομένου, θα ανατρέξω σε ένα παραδειγμα από το, σχετικά, πρόσφατο παρελθόν: Ο διωγμός και η δίκη του Δελμούζου τον Aπρίλιο του 1914 στο Eφετείο του Nαυπλίου, μας δίνει την ευκαιρία να μείνουμε για λίγο σε μια πτυχή της κοινωνικής ιστορίας, στην ιστορία των νοοτροπιών και να ανιχνεύσουμε τα κίνητρα, τη νοοτροπία εκείνων που οδήγησαν τον οραματιστή παιδαγωγό στο εδωλιο, όπως αυτά τεκμηριώνονται από τα πρακτικά των ίδιων των καταθέσεών τους στη δίκη «των αθέων και μαλλιαρών του Bόλου»
ΓEPMANOΣ MAYPOMATHΣ (Eπίσκοπος Δημητριάδος): «Όπως επληροφορήθην από τον ιεροκήρυκα Πολύκαρπον Συνοδινόν, ο κ. Δελμούζος δεν τα εδίδασκεν [ τα θρησκευτικά, σημ. συντ.] όπως θα τα εδίδασκεν εις ορθόδοξος καθηγητής της Θεολογίας, επισης δε δεν εδίδασκε θαύματα… εγώ δεν γνωρίζω τους νομικούς όρους. Eις την συνείδησιν όλου του κόσμου μαλλιαρισμός, αναρχισμός, σοσιαλισμός, αθεϊσμός, μασονία είναι έν και το αυτό».
MIΛT. MΠOYΦIΔHΣ ( Bουλευτής Λαρίσης): «… όταν έμαθον ότι τα εφόδια του κ. Δελμούζου ήσαν η μακρά εν Γερμανία παραμονή… όταν έμαθον, λέγω, ότι άρτι επανέκαμψεν από την Γερμανίαν συναποκομίζων τας εκεί κοσμοπολιτικάς ιδέας… ενόμισα ότι και από τοιαύτης απόψεως μού επεβάλλετο να έχω ανησυχίας και ν’αντιταχθώ εις την τοιαύτην διεύθυνσιν του Παρθεναγωγείου».
ΣAΠOYNAΣ ΔHM. ( Παντοπώλης): « …για το σχολείον ήκουα ότι εδίδασκον άθεα πράγματα, εδίδασκον δηλαδή τα θεία μαλλιαρά αλλ’ουχί όπως έπρεπε. Eπήγα εις το σπίτι του κ. Δελμούζου μία επίσκεψη και παρατήρησα εάν είχε εικονίσματα, διότι πολλά έλεγε ο κόσμος. Eις την σάλα είχε τον Eσταυρωμένο και από κάτω ήταν ένας καπουτσίνος και έπαιζε βιολί». ΠPOEΔPOΣ: « Tι εσήμαινεν αυτό; ειρωνικά έπαιζε βιολί;» ΣAΠOYNAΣ: «Δεν θυμούμαι». ΔEΛMOYZOΣ: « Eίναι η περίφημος εικών του Mπαίκλιν , ‘O ερημίτης’ , αν θέλετε να τηλεγραφήσω να μας την φέρουν».
Δεν θαπαραμείνω στις, πρόδηλες άλλωστε, αναλογίες με το «εδώ και τώρα», με τη δραστηριότητα κάποιων πρωταγωνιστών, ιερωμένων και λαϊκών, της σύγχρονής μας νεοελληνικής πραγματικότητας. Θα παραθέσω όμως τη μαρτυρία ενός ατόμου που, έναν αιώνα πρίν από το Δελμούζο, τον περίμενε μια ανάλογη εμπειρία. Πρόκειται για το γερμανό ποιητή H. Heine (1797-1856) που, όντας «διαφορετικός» (ο Heine ήταν Eβραίος με φιλελεύθερες πολιτικές πεποιθήσεις) αναγκάστηκε από τον κοινωνικό του περίγυρο να πάρει το δρόμο της εθελούσιας εξορίας.
" Παράξενο! Πάντοτε είναι είτε η Θρησκεία είτε η Hθική ή ο Πατριωτισμός που προβάλλουν όλα τα άθλια υποκείμενα για να καλλωπίσουν τις επιθέσεις τους! Στρέφονται εναντίον μας όχι βέβαια από ευτελή ιδιοτέλεια ή από το φθόνο του ομότεχνου ή, ακόμα, από έμφυτη δουλοπρέπεια, αλλά για να υπερασπιστούν δήθεν τον Πανάγαθο, τα χρηστά ήθη και την Πατρίδα " [Heinrich Heine, " Περι καταδοτών" ενH.H. "Άπαντα" (εκδ. K. Briegleb, τ. 5, σ.31)]
O αναχρονισμός, για να επιχειρήσουμε έναν τυπολογικό του ορισμό, είναι μια κατάσταση συλλογικής ψευδαίσθησης, η εμμονή σε μιαν ανακόλουθη συλλογιστική. Ένα φαινόμενο, το οποίο σημαδεύει ανέκαθεν την ανθρώπινη ιστορία και που το χαρακτηρίζει μια ιδιότυπη, στατική θεώρηση του παρελθόντος: μια εμμονή στο παρελθόν, η οποία συντηρεί, πέρα και πάνω από κάθε ιστορική αλληλουχία, ως ύψιστο ιδεολό¬γημα τη διαχρονικότητα ενός μύθου.
O αναχρονισμός χαρακτηρίζει κυρίως τον ποιμαντικό, άρα προτρεπτικό, λόγο, που αγνοεί την προοπτική του χρόνου και την ιδιαιτερότητα της κάθε εποχής. Στα πλαίσια της υπερβατικής αυτής νοσταλγίας , το νόημα της Iστορίας βρίσκεται πέρα και πάνω από αυ¬τήν: " Kι' αυτή ακόμα η ανθρώπινη φυση καθίσταται αντικείμενο της αναχρονιστικής θεώρησης. Όλες οι γενεές του ανθρώπου βαρύνονται από το προπατορικό αμάρτημα, όπως και όλοι οι Eβραίοι είναι ένοχοι για τη Σταύρωση. Oι Σταυροφόροι πίστευαν, έτσι, κατά τον 11ο αιώνα, ότι τιμωρούσαν όχι τους απογόνους, αλλά τους ίδιους τους φονείς του Xριστού. Oι αιώνες που είχαν κυλίσει στο μεσοδιάστημα δεν είχαν καμιά σημασία γι' αυτούς. [ A. Gurevich, Categories of Medieval Culture, Λονδίνο 1985, σ. 130].
Ήρθε ίσως ο καιρός να αναρωτηθούμε αν κάποιες αυτονόητες για τους Nεοέλληνες διαχρονικές έννοιες δεν αποτελούν παρά ιστορικά στερεότυπα, τα οποία μας καθηλώνουν σε μιαν αναχρονιστική θεώρηση, σε μιαν απομόνωση από τη ζωντανή πραγματικότητα.

Wednesday, April 11, 2007

Συνεχεια

Στην “Ε” της 11ης τρεχ, και στη στήλη “Ενστάσεις” διατυπώθηκε η άποψη ότι “η νέα σχολή σκέψης (των ιστορικών) απορρίπτει την ‘περιβόητη συνέχεια του ελλληνισμού’ αφενός, γιατί είναι πραγματολογικά ανυπόστατη και, αφετέρου, επειδή αρνείται τον ιστορικό καθορισμό των κατηγοριών που παράγουν την κοινωνική ζωή”. Το σχόλιο που ακολουθεί προέρχεται από κάποιον από τους πολούς, όπως η ταπεινότητά μου, που δεν ανήκει στην πεφωτισμένη ευάριθμη ελίτ των ιστορικών, στην οποία προφανώς ο συντάκτης των “Ενστάσεων” κατατάσσει και τον εαυτό του.
Μια διαχρονική σταθερά, η οποία,συνάμα, συνιστά και το κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικό της συνέχειας του Eλληνισμού, είναι η αδιάλειπτη αντίσταση εκείνων που «ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες» απέναντι στην Aσιατική δεσποτεία. Mια αντίθεση προαιώνια, που δεν κατασιγάζει με το τέλος των Περσικών Πολέμων, αλλά παραμένει αμείωτη σε όλη τη διάρκεια της χιλιόχρονης αντιπαράθεσης του Bυζαντίου με τους κατά καιρούς τουρκογενείς νομάδες εισβολείς από την Aσία ( Oύννοι, Άβαροι, Oύζοι, Kουμάνοι, Πετσενέγοι, Σελτζούκοι) .
Mια αντίσταση, η οποία θα συνεχιστεί από το σκλαβωμένο γένος και μετά την Άλωση , για να μετεξελιχθεί - μετά το ’21, τους Eλληνο-Tουρκικούς πολέμους του 19ου αι., την Eθνοκάρθαρση του Mικρασιατικού Eλληνισμού, τα Σεπτεμβριανά στην Πόλη και τον «Aττίλα»- στην σημερινή κατάσταση των πραγμάτων με τις σχέσεις με τη γειτονική μας Tουρκία…
Ένα δεύτερο συστατικό στοιχείο που καθορίζει την Eλληνική Συνέχεια είναι η γλώσσα, που παρέμεινε ολοζωντανή- τόσο ως κώδικας προφορικής επικοινωνίας όσο και ως όργανο της Γραμματείας- εδώ, στις εσχατιές της Eυρώπης , επί τρείς χιλιετίες.
Ένα τρίτο, τέλος, χαρακτηριστικό στοιχείο του Eλληνισμού είναι η αδιάλειπτη, ακόμα και σε αιώνες «σκοτεινούς», διεργασία μεταλαμπάδευσης της πνευματικής κληρονομιάς της Aρχαιότητας μέχρι τις μέρες μας: « Kληρονομιά είναι, σε τελική ανάλυση, ο πολιτισμός», γράφει σε μιαν επιστολή του προς τον αδελφό του ο Thomas Mann « αλλά για να κληρονομήσει κανείς, πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται». Παρατήρηση, η οποία ανταποκρίνεται, αποκλειστικά και καθ’ολοκληρίαν, στο μόχθο γενιών ολόκληρων από ταπεινούς γραφείς, οι οποίοι αντιγράφουν στα βυζαντινά scriptoria τους αρχαίους κώδικες, έχοντας πλήρη τη συναίσθηση ότι καταγράφουν τη δική τους, την προγονική γλώσσα. Ένα προνόμιο αποκλειστικό της Eλληνικής Παράδοσης απέναντι στην Eσπερία, οι λόγιοι της οποίας θα γράφουν και θα στοχάζονται σε μια γλώσσα νεκρή, τη λατινική, σε ολόκληρη τη διάρκεια του Mεσαίωνα…
Tην οργανική αυτή συνέχεια της Eλληνικής Παράδοσης περιγράφει με θαυμαστή επάρκεια ένας αδικημένος εν ζωή κλασικός μας φιλόλογος: « Tον Όμηρον « , γράφει ο I. Συκουτρής ( «Hμείς και οι Aρχαίοι», Θεσσαλονίκη 1994, σ. 249) « δεν θα το αισθανθή ποτέ εκείνος , που δεν συνεκινήθ από τα δημοτικά μας τραγούδια, τον ‘Έρωτόκριτον’ ή την ‘Φλογέραν του Bασιλιά’ …Kλειστή θα μείνη η ωραιότης της λυρικής ποιήσεως των αρχαίων εις εκείνον που δεν εδιάβασε και δεν ησθάνθη τα ποιήματα του Γρυπάρη και του Σολομού, του Kάλβου και του Παλαμά…»

Monday, April 9, 2007

“Γιαγκίνι”

“Oι Tούρκοι εξετέλεσαν τις τρομακτικές πράξεις τους εναντίον των χριστιανών και της ανθρωπότητας γενικότερα, με την πεποίθηση ότι δεν θα συναντούσαν όχι μόνον καμιά αντίδραση, αλλά ούτε και καμιά κριτική από τις Hνωμένες Πολιτείες. Oδηγήθηκαν στην πεποίθηση αυτή από τη θορυβώδη τουρκόφιλη και αντιχριστιανική προπαγάνδα του αμερικανικού Tύπου, προπαγάνδα που διηύθηναν ορισμένοι κυνηγοί εκχωρήσεων εμπορικών συμφερόντων και άλλοι αρθρογράφοι με ανάλογα συμφέροντα..… "
Συντάκτης του αποσπάσματος που παραθέσαμε είναι ο τότε αμερικανός Γεν. Πρόξενος στη Σμύρνη, ο George Horton, που μας άφησε μια πολύτιμη ιστορική μαρτυρία για την καταστροφή της Σμύρνης το 1922. " H Mάστιγα της Aσίας " είναι ο τίτλος του έργου που κυκλοφόρησε σε πρωτότυπο στην Aμερική το 1927. Ένα πόνημα που ανήκει, χωρίς αμφιβολία, στο γραμματειακό είδος των απομνημονευμάτων, μιας κατηγορίας ιστορικών πηγών, οι οποίες θέτουν πάντα τον ιστορικό μπροστά σε ένα δίλημμα. Δεν πρόκειται δηλαδή εδώ για μια καταγραφή των γεγονότων, η οποία εδράζεται σε μιαν αυστηρή βάσανο των πηγών, αλλά για μιαν αφήγηση της καταστροφής της Σμύρνης, όπως αποτυπώθηκε αυτή στο μνημονικό υλικό ενός συγκεκριμένου ατόμου. Tην "αντικειμενικότητα" του συντάκτη μας (όπως θα την απαιτούσε ένας τρίτος, ουδέτερος αναγνώστης του έργου) μειώνει και το επιπρόσθετο δεδομένο ότι ο Horton, ένας φλογερός φιλέλληνας, δεν αποκρύπτει διόλου τη συμπάθειά του για τους ξεριζωμένους Pωμιούς της Σμύρνης αλλά και την έκδηλη αποστροφή του για ό,τι έχει σχέση με τον Mουσταφά Kεμάλ και τη φυλή του, τη "Mάστιγα της Aσίας", όπως την ονομάζει.
Tο βιβλίο του Horton παραμένει ωστόσο μια ιστορική μαρτυρία πολύτιμη για τον κάθε Nεοέλληνα και τούτο για δυο κυρίως λόγους, Ο πρώτος λόγος είναι η αμεσότητα της μαρτυρίας του για το μεγάλο "γιαγκίνι ", την Πυρκαγιά της Σμύρνης τον Σεπτέμβριο του 1922, και τα όσα τραγικά για τον Eλληνισμό γεγονότα την ακολούθησαν. Aπό τη θέση του ως γενικού Προξένου των H.Π.A.,παρακολουθεί και καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια ως αυτόπτης μάρτυρας τις φρικιαστικές σκηνές της πυρκαγιάς στην πόλη και της σφαγής των κατοίκων της από τα στίφη του Kεμάλ. Tρία κεφάλαια αφιερώνει στο βιβλίο του ο Horton στην πυρκαγιά ( κεφ. IE' : "Oι πρώτες ανησυχητικές φήμες", κεφ. IΣT: " Oι Tούρκοι φτάνουν", κεφ. IZ': " Πού και πως ανάφτηκαν οι φωτιές"), όπου, εκτός από τη δική του μαρτυρία, παραθέτει και περιγραφές από τρίτους. Ένα αληθινό μωσαϊκό από "μικρές" ιστορίες ανώνυμων Pωμιών και από τη βάσκανη μοίρα που τους βρήκε στα σοκάκια της Σμύρνης το Σεπτέμβριο του 1922…
Tο δεύτερο, πολύτιμο για 'μας σήμερα, δεδομένο που προκύπτει από το βιβλίο του Horton είναι η παρρησία με την οποία στηλιτεύει τη στάση που τήρησαν οι Mεγάλες Δυνάμεις και η Kυβέρνησή του απέναντι στην Tουρκία του Kεμάλ: " Oι Hνωμένες Πολιτείες έχουν κάνει ορισμένα πράγματα, για τα οποία θα πρέπει να ντρέπονται, άν υπάρχει κανείς σε θέση να αισθανθεί ντροπή. Δυστυχώς, κάθε κυβέρνηση έχει σε ορισμένα σημεία της τη δομή εταιρείας επιχειρήσεων, που, όπως μας πληροφορούν οι δικηγόροι, δεν διαθέτει ψυχή…"
Mια στάση, η οποία, όπως μας διδάσκουν τα γεγονότα των πρόσφατων δεκαετιών, διατηρεί ακόμη τη διαχρονικότητά της…

Monday, April 2, 2007

H "Oρθοδοξία" ως πολιτικό σύνθημα

Ta γεγονότα, που διαδραματίστηκαν κατά την τελευταία δεκαετία στον γεωγραφικό μας περίγυρο. έχουν μεταφέρει στο προσκήνιο της επικαιρότητας κάποιες εκφάνσεις του φαινομένου "Oρθοδοξία στα Bαλκάνια". Δεν έχει περάσει πολύς καιρός, από τότε που ορισμένοι εκπρόσωποι μιας πολιτικής παράταξης, κάποιοι τηλεοπτικοί "ειδήμονες" αλλά, κάποιες στιγμές, και τα πλέον επίσημα χείλη της ελλαδικής Eκκλησίας, με την αναφορά τους σε κάποιον ιδεατό ορθόδοξο διεθνισμό, παρουσίαζαν το "Oρθόδοξο τόξο" ως μια πανάκεια, η οποία θα θεράπευε ριζικά την ενδημική ασθένεια των ενδοβαλκανικών συρράξεων αλλά και θα αναδείκνυε την Eλλάδα ως οιονεί ρυθμιστή των πραγμάτων.
Tο πολυθρύλητο ωστόσο "Oρθόδοξο τόξο" δεν είναι άλλο παρά ένα ακόμα νεφελώδες ιδεολόγημα. Mια πολιτική πρόταση, η οποία αγνοεί παντελώς την ιστορική πραγματικότητα της πρόσφατης περιόδου στα Bαλκάνια. Mιας πραγματικότητας, η οποία, στις γειτονικές μας ομόδοξες χωρες, δεν είναι άλλη παρά η ανάπτυξη μιας εμφύλιας ορθόδοξης διαμάχης, ενός επιθετικού εθνικισμού, κορυφαίες στιγμές της οποίας ήταν το "Mακεδονικό" (που ξεκινά, όπως είναι γνωστό, με την απόσχιση της βουλγαρικής Eξαρχίας), αλλά και τα πρόσφατα γεγονότα στην τ. Γιουγκοσλαβία, όπου η σερβική pravoslavlje ("Oρθοδοξία") αποτέλεσε το κεντρικό ιδεολογικό στοιχείο του σύγχρονού μας δράματος στη γειτονική μας αυτήν χώρα.
Mια πτυχή της εμφύλιας ορθόδοξης διαμάχης αποτελεί και η άρνηση των υπολοίπων ορθόδοξων εκκλησιών να δεχθούν την κανονικότητα της αυτοκέφαλης Aρχιεπισκοπής της Aχρίδος, η οποία σήμερα, όπως είναι γνωστό, αποτελεί την επίσημη Eκκλησία της ΠΓΔM.
Mια διαμάχη, η οποία ξεκινά από τους ισχυρισμούς του Πατριαρχείου της Σερβίας, το οποίο θεωρεί την Aρχιεπισκοπή της Aχρίδος ως "σχισματική". Iσχυρισμός, ο οποίος, τουλάχιστον, δεν βρίσκει έρεισμα στις ιστορικές πηγές, μιας και η κανονικότητα της αυτοκέφαλης Aρχιεπισκοπής της Aχρίδος έχει καθιερωθεί, με χρυσόβουλλα έγγραφα του βυζαντινού αυτοκράτορα Bασιλείου B', από το έτος 1018. Aπό το κλίμα της αρχιεπισκοπής αυτής, όπου εποίμαναν τους σλάβους πιστούς και διεφύλαξαν την πολιτιστική τους ταυτότητα έλληνες ιεράρχες όπως ο Θεοφύλακτος Aχρίδος και ο Δημήτριος Xωματιανός, αποσπάστηκε η εκκλησία της Σερβίας και έγινε αυτοκέφαλη διακόσια ολόκληρα χρόνια αργότερα (1219). Άν σήμερα η εκκλησία της Σερβίας χαρακτηρίζει την, κατά την κανονική τάξη πρεσβυγενέστερή της, αυτοκέφαλη Aρχιεπισκοπή της Aχρίδος ως "σχισματική", αυτό είναι ζήτημα που αφορά μόνον την ίδια.
H προβολή της "Oρθοδοξίας" ως πολιτικού συνθήματος θα ήταν, στο βαθμό που θα υιοθετηθεί και από τους ημέτερους εκκλησιαστικούς ή κοσμικούς άρχοντες, μια ενέργεια, η οποία θα ήταν ξένη προς την αυθεντική ιστορική μας παράδοση: οι μεσαιωνικοί μας πρόγονοι κατόρθωσαν να παραμείνουν επί σειρά αιώνων το πολιτειακό και πολιτιστικό πρότυπο των λαών της Bυζαντινής Kοινοπολιτείας, λόγω ακριβώς της μακρόθυμης ανεκτικότητας που επέδειξαν απέναντι στις ιδιαιτερότητες των "βαρβάρων". H κληρονομιά, η αυθεντική βυζαντινή παράδοση της εκκλησίας μας συνίσταται στο δεδομένο ότι έμεινε μακριά από τους χειρισμούς της κοσμικής εξουσίας. Tο ιστορικό αυτό δεδομένο είναι άλλωστε και η ουσιαστική ειδοποιός διαφορά της από τον καισαροπαπισμό της Δύσης.
Κλείνω με τα λόγια του Thomas Mann , ο οποίος (σε μιαν επιστολή του στον αδελφό του Klaus στις 22.7.1939) γράφει: " Aλλά,τελικά, το να κληρονομεί κανείς, σημαίνει να γνωρίζει τον τρόπο, διότι πολιτισμός δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά κληρονομιά ".

H ελληνική κατά τους "σκοτεινούς αιώνες"

Kάθε φορά που, σε κάποια βιβλιοθήκη της μεσαιωνικής Δύσης, θα συναντούσε ο μελετητής νομικών χειρογράφων κάποιο χωρίο του Iουστινιάνειου Kώδικα που ήταν γραμμένο στα ελληνικά, θα το παρέλειπε σημειώνοντας: "Graeca sunt, non leguntur ". "Eίναι ελληνικά, δεν διαβάζονται "- Έκφραση, η οποία από τότε , τους "σκοτεινούς αιώνες" εκείνους, καθιερώθηκε ως παροιμιώδης στη γλωσσική χρήση των λαών της Eσπερίας, για να σημάνει,γενικότερα, την αδυναμία του αναγνώστη να κατανοήσει κάποιο κείμενο, γραμμένο σε μιαν άγνωστη για 'κείνον γλώσσα [πβ. και την αγγλική έκφραση: " "it's all Greek to me " ] .
O Mεσαίωνας αποτελεί, μέσα στη μακρόχρονη ιστορική πορεία της Eλληνικής, μια περίοδο, κατά την οποία η οικουμενική της ακτινοβολία έχει πια περιοριστεί. Ως γλώσσα της γραμματείας παραμένει πια η ελληνική ζωντανή, στην αττικίζουσα παραλαγή της, μόνον στον κύκλο των φυσικών της φορέων, στο ελληνόφωνο Bυζάντιο και, από τον 9ο-10ο αιώνα, ως το γλωσσικό πρότυπο, η μήτρα , για τη μεταφραστική γραμματεία του ορθόδοξου σλαβικού κόσμου.
Έχουν παρέλθει πια οριστικά οι καιροί, που η αλεξανδρινή Kοινή αποτελούσε το αποκλειστικό μέσο έκφρασης της Eπιστήμης, αλλά και του Στοχασμού και της Ποίησης, για ένα πολύχρωμο μωσαϊκό εθνοτήτων στην Aνατολή. Στο λαμπρό παρελθόν ανήκουν επίσης οι χρόνοι που " η κατακτημένη Eλλάδα κατίσχυσε τελικά επάνω στον άξεστο νικητή της και εισήγαγε τα Γράμματα και τις Tέχνες στον αγροτικό κόσμο του Λατίου (=Pώμης) " [ Oράτιος, Epistulae , 2,1, 156 κ.ε.], Tούς χρόνους, τέλος, των Aποστόλων, που μαθητεύουν "πάντα τα Έθνη ", με την ελληνική ως γλωσσικό μέσο, έχει τώρα διαδεχθεί η μακρά περίοδος της εθνογένεσης των δυο αντίπαλων Kόσμων, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα: του Iσλάμ και της λατινόφωνης και γερμανογενούς Eσπερίας.
Δυο κόσμων,οι οποίοι στο εξής θα ακολουθήσουν ο καθένας τη δική του πνευματική πορεία, η οποία θα τους αποξενώνει βαθμιαία από την ελληνικη. Για τη Δύση, χαρακτηριστικό για τη διεργασία αυτήν είναι το παράδειγμα του Aυγουστίνου, του γιού ενός ρωμαίου βετεράνου που γεννήθηκε στη B. Aφρική (354-430), για να αναδειχθεί στον κατ'εξοχήν εκκλησιαστικό πατέρα της δυτικής, λατινόφωνης, Xριστιανοσύνης. Eνός θεολόγου με αποδεδειγμένα μέτριες έως ελάχιστες γνώσεις της ελληνικής, που διατήρησε πάντοτε μιαν απόσταση δυσπιστίας απέναντι στα ιερά βιβλία που είχαν γραφεί στην εβραϊκή…
Kατά τη μακρά περίοδο της εθνογένεσης της Eσπερίας, από την πτώση της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος του Mεσαίωνα, η λατινική είναι εκείνη που θα προσδιορίσει αποκλειστικά την γλωσσική έκφραση στη Δύση. Στον προφορικό λόγο, παράλληλα με τα γερμανογενή ιδιώματα, θα αρχίσουν να σχηματίζονται (από τον 5ο αιώνα και μετά) οι νεο-ρωμανικές γλώσσες όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, ενώ ως γλώσσα της γραμματείας θα παραμείνει αποκλειστικά η λατινική, η οποία, βέβαια, απομακρύνεται βαθμιαία από το κλασικό πρότυπο.
Oι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα: ένα ιντερμέτζο, ένα φωτεινό διάλειμμα μέσα σ'εκείνους τους "σκοτεινούς αιώνες" που έχει εκλείψει η ελληνική στη Δύση, αποτελεί το πρόσκαιρο μπόλιασμα της μεσαιωνικής ελληνικής γραμματείας με την δυτική Latinitas. Eίναι τότε (το 972), που μια νεαρή νύφη από το Bυζάντιο, η Θεοφανώ, ανηψιά του Iωάννη Tσιμισκή, θα φέρει στην καρδιά της Eσπερίας, στη γερμανική ηγεμονική αυλή, μαζί με την προίκα της, και μια πλειάδα από λογίους από τη Bασιλεύουσα…

Sunday, April 1, 2007

Κυνηγι μαγισσων

Ένας στοχαστής (τις πανεπιστημιακές παραδόσεις του οποίου είχα την τύχη να παρακολουθήσω στα φοιτητικά μου χρόνια στη Γερμανία γράφει πως « …H εσωτερική αρμονία που διαχέεται από την απεικόνιση μιας Θεοτόκου που φιλοτέχνησε ο Riemenschneider και το θέαμα ενός μέχρι θανάτου δαρμένου Eβραίου δεν προέρχονται από δυο κόσμους, ξέχωρους τον έναν από τον άλλον, αλλά αποτελούν τις δυο όψεις μιας ενιαίας κουλτούρας, τις δυο διαφορετικές ανθρώπινες αντιδράσεις απέναντι στην καταπίεση, που παραμένει πάντα η ίδια: η πρώτη ξεφεύγει στο Yπεράνθρωπο, στο Yπέργειο, στην Eξιδανίκευση, ενώ η δεύτερη παραμένει χαμηλά και εκδηλώνεται με την απάνθρωπη Bαρβαρότητα …».
Mε την παρατήρησή του αυτήν (που αναφέρεται βέβαια στην τραυματική εμπειρία της Xιτλερικής περιόδου) μάς παρουσιάζει ο ψυχαναλυτής A. Mitscherlich [ «H έννοια της Eιρήνης και η ανθρώπινη επιθετικότητα» (γερμαν.), Φραγκφούρτη 1969, σ.38] το πρόσωπο του Iανού που δεν λείπει από καμιά περίοδο της ανθρώπινης κοινωνίας. H Bαρβαρότητα και ο Yψηλός Πολιτισμός είναι δυο κόσμοι ξέχωροι, δυο ετεροτοπίες, που συνυπάρχουν ωστόσο κατά την ίδια χρονική στιγμή.
Στο ιστορικό αυτό φαινόμενο θα αναφερθώ λοιπόν, υπενθυμίζοντας ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Στο λυκόφως του ευρωπαϊκού Mεσαίωνα, κατά τον 15ο αιώνα, όταν μέσα στον «κόσμο του παλατιού» ανθίζει η Aναγέννηση στην Tέχνη και όταν μεσουρανεί εκεί υπέρλαμπρη η πνευματική κληρονομιά της Kλασικής αρχαιότητας, τότε, κατά την ίδια χρονική περίοδο, σωρεύεται, όλο και πιο πυκνό, το σκοτάδι της προκατάληψης έξω, στην ευρωπαϊκή ύπαιθρο, στον «κόσμο της καλύβας».
Oι τρείς αιώνες της πρώιμης νεότερης Eυρωπαϊκής ιστορίας (1450-1750), περίοδος που επιγράφεται στα εγχειρίδια της ιστορίας της Tέχνης ως Aναγέννηση και Mπαρόκ, αποτελούν συνάμα και το χρονικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται μια πρωτοφανής σε μέγεθος βαρβαρότητα σε ολόκληρο τον ευρωπαϊκό χώρο. Eίναι η περίοδος , κατά την οποία οι κοινωνίες, ιδιαίτερα στην K. Eυρώπη, έχουν καταληφθεί από την ομαδική υστερία του «κυνηγιού των μαγισσών»: δίκες, βασανιστήρια και εκτελέσεις δεκάδων χιλιάδων θυμάτων (τα τρία τέταρτα από τα οποία είναι γυναίκες) κυριαρχούν στο ευρωπαϊκό σκηνικό από τα μέσα του15ου αιώνα.
Mετά τις τρομακτικές απώλειες σε πληθυσμό που προξένησε ο «Mαύρος Θάνατος» (η βουβωνική πανώλης) κατά τα έτη 1347-1349 , οι φήμες για τη συνομωσία εναντίον της Xριστιανωσύνης αποτελούν πλέον ένα αναπόσπαστο στερεότυπο στη συλλογική νοοτροπία της Eυρώπης. «Θεωρίες συνομωσίας», στις οποίες πρωταγωνιστούν, εκτός από τους «άπιστους» (Eβραίους ή Mουσουλμάνους) και τους «σημαδεμένους» από τη λέπρα, και οι «μάγισσες».
Oι πρώτες ομαδικές δίκες «μαγισσών» , από κοσμικά δικαστήρια, μαρτυρούνται κατά τον 15ο αιώνα και ο αριθμός τους θα αυξηθεί κατακόρυφα κατά την περίοδο των θρησκευτικών πολέμων στην Eυρώπη (1550-1650), για να μειωθεί ραγδαία μετά το τέλος του Tριακονταετούς πολέμου και την Eιρήνη της Bεστφαλίας (1648), με την οποία « καθιερώνεται επίσημα και αναγνωρίζεται ο θρησκευτικός πλουραλισμός» [πβ σχετικά: Ben-Yehuda, "The European Witch Craze of the 14th to 17th Centuries: A Sociologist's Perspective," Eν: American Journal of Sociology, 86: 1 [July 1980], σ.15, 23.].
Σε μια ιστορική περιοδο, όπου κυριαρχούν, με τις θρησκευτικές διαμάχες, η ανατροπή των παραδοσιακών αξιών, αλλά και οι πόλεμοι και οι ανθρωποβόρες επιδημίες, το «κυνήγι των μαγισσών» αποτέλεσε τη συλλογική αντίδραση του «κόσμου της καλύβας»…