Καταγράφοντας ένας μακρινός μας πρόγονος, ο βυζαντινός λόγιος Νικήτας Χωνιάτης, τις εντυπώσεις του από το πρώτο συναπάντημα των Ρωμιών της Κωνσταντινούπολης με το συρφετό των Σταυροφόρων που θα καταλάβουν το 1204 τη Βασιλεύουσα, χαρακτηρίζει τη γλώσσα που χρησιμοποιούν οι στρατιώτες του Φρειδερίκου Μπαρμπαρόσα ως βαρβαρική, μιας και όταν ανοίγουν το στόμα τους οι γερμανόφωνοι αυτοί «πρώτα εκσφενδονίζεται το σάλιο και κατόπιν ο ήχος της λέξης». Πράγματι,μια από τις διαχρονικές ιδιαιτερότητες της γερμανικής γλώσσας, που την καθιστούν ίσως απωθητική, ιδιαίτερα για το αυτί του κάθε νοτιοευρωπαίου περίοικου της Μεσογείου, είναι οι μακροσκελείς λέξεις-σιδηρόδρομοι που χρησιμοποιεί. Λέξεις, δηλαδή, σύνθετες που αποτελούνται από δυο, τρείς ή και περισσότερες μονοθεματικές ενότητες και οι οποίες εκφράζουν έννοιες αφηρημένες, αποτυπώνοντας έτσι περιεκτικά μιαν έκφανση από την τρέχουσα πραγματικότητα.
Staatsverdrossenheit είναι μια από τις λέξεις αυτές, το περιεχόμενο της οποίας μόνο περιφραστικά μπορεί να αποδοθεί στην καθ’ημάς νεοελληνική: «η δυσθυμία, η δυσαρέσκεια που αισθάνονται οι πολίτες κατά του κράτους». ΄Ενας νεολογισμός που καθιερώθηκε στη γλωσσική χρήση από τις συνθήκες που επικρατούν στη δεκαετία του ’20 στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, τότε που η αδυναμία των κοινοβουλευτικών θεσμών να ελέγξουν τη δημόσια διαφθορά και τον πληθωρισμό θα οδηγήσουν τους απογοητευμένους πολίτες να αναδείξουν από τις κάλπες τους Εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ ως κοινοβουλευτική πλειοψηφία..
Μια μαύρη επέτειος συμπληρώνεται τις μέρες αυτές: στις 30 Ιανουαρίου, πριν από 75 χρόνια, η δυσθυμία των πολιτών στη δημοκρατία της Βαϊμάρης είναι εκείνη που θα προκαλέσει την εκκόλαψη του αυγού του φιδιού. Δυσθυμία, η οποία, τηρουμένων των αναλογιών, δεν είναι διαφορετική από εκείνην που, εδώ και τώρα, καταγράφεται στις τρέχουσες δημοσκοπήσεις. Μια δυσθυμία που, κατά την πρόσφατη εκλογική ετυμηγορία, οδήγησε κάποιους κατεξοχήν εκφραστές του δεξιόστροφου λαϊκισμού στα κοινοβουλευτικά έδρανα...
΄Ενα περαιτέρω στιγμιότυπο από την τρέχουσα πραγματικότητα είναι η έκβαση μιας παραλλαγής του λαϊκισμού, που έχει (πριν από λίγα χρόνια από αυτήν εδώ την εφημερίδα) προσφυώς χαρακτηρισθεί ως «τηλεφασισμός». Μια έκβαση που έχει οδηγήσει στο γνωστό «σκυλοκαβγά» ανάμεσα στα δυο συνεταιράκια, τους έπιφανέστερους εκπροσώπους του δημοσιογραφικού λαϊκισμού στη χώρα μας. Aν επιχειρούσε κανείς έναν τυπολογικό προσδιορισμό, συγκρίνοντας τον «τηλε-φασισμό» που μεσουρανεί στις μέρες μας με τον «αυθεντικό» φασισμό του Mεσοπολέμου, τότε θα διαπίστωνε ότι πρόκειται για δυο φαινόμενα ταυτόσημα στον πυρήνα τους. Φαινόμενα που δεν είναι παρά παραλλαγές του λαϊκισμού, ο οποίος αποτελεί και το βασικό θεωρητικό τους υπόβαθρο. H «φωνή του λαού», η vox populi ήταν εκείνη που αφουγκραζόταν ο Nτούτσε και η οποία θα τον οδηγούσε στην ανασύσταση του ρωμαϊκού Imperium, η «θέληση του λαού» («Volkswille») ήταν εκείνη που ταυτιζόταν με τη θέληση του Φύρερ που θα οδηγούσε το λαό του και πάλι στη λαμπρή περίοδο του χιλιόχρονου Γ΄Pάιχ. Tην απόλυτη έγκριση του λαού , όπως αυτή εκφράζεται από τις μετρήσεις της AGB και τις σφυγμομετρήσεις, επικαλούνται και οι σύγχρονοί μας τηλεοπτικοί αστέρες που συγκεντρώνουν στο πρόσωπό τους και τον εισαγγελέα αλλά και τον κριτή.
H πλειοψηφία , η vox populi, αποτελεί λοιπόν το έρεισμα πάνω στο οποίο θεμελιώνουν ανέκαθεν το οικοδόμημά τους οι δημαγωγοί. Mια ιστορική εμπειρία πανάρχαια, η οποία στις μέρες μας έχει πάρει διαστάσεις πρωτόγνωρες. Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν κατόρθωσαν οι κατά καιρούς δημαγωγοί, οι ποικιλώνυμοι «λαϊκοί ηγέτες», να χειραγωγήσουν τις μάζες στο βαθμό που συμβαίνει σήμερα με τις επιστημονικές μεθόδους που έχουν αναπτύξει τα Ινστιτούτα σφυγμομέτρησης της Κοινής Γνώμης.
Ένα κοινό τυπολογικό χαρακτηρισμό του λαϊκισμού, είτε πρόκειται για τον «αυθεντικό» φασισμό του Mεσοπολέμου είτε για τον «τηλεφασισμό» των ημερών μας, είναι λοιπόν ότι θεωρούν ως υπέρτατη αρχή την έκφρασή της βούλησης του λαού, θέτοντας έτσι σε υποδεέστερη μοίρα βασικούς θεσμούς της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αλλά και, γενικότερα, τον νομικό πολιτισμό.
H τηλεοπτική δημοκρατία, όπως τονίζει ο τ. καγκελλάριος της Γερμανίας X. Σμιτ σε μια συνέντευξή του, έχει ως μοιραία αποτέλεσμα τον λαϊκισμό. Φαινόμενο, οι διαστάσεις του οποίου διευρύνονται από το δεδομένο ότι " το σημερινό κοινό, που αποτελεί το αντικείμενο του εκμαυλισμού, επειδή ακριβώς έχει διαπαιδαγωγηθεί έτσι από την τηλεόραση, δεν διαθέτει το κριτικό πνεύμα που είχε η μορφωμένη ελίτ της κοινωνίας μας πριν από 30,40 ή 50 χρόνια…"
΄Ισως, τελικά, να έχουμε τους «αρχιερείς» που μας αξίζουν ως κοινωνία...
Wednesday, January 23, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment