Παραμένοντας κάπως απόμακρος από την τρέχουσα επικαιρότητα, θα επιστρέψω σήμερα στην οικεία μου γωνιά, τη γωνιά του ιστορικού και, ξαναπιάνοντας το νήμα της αφήγησης από το προηγούμενο σημείωμα, θα θυμίσω εδώ τη ρήση του Γάλλου ιστορικού Pierre Gaxotte ('1982): «Σήμερα θα έπρεπε να γράφει κανείς τα κείμενα της Ιστορίας με το μολύβι, επειδή μ' αυτό τον τρόπο μπορούν να σβηστούν ευκολότερα», διατυπώνοντας έτσι μια πραγματικότητα που ανέκαθεν αποτελούσε και ένα δίλημμα για τον «επαγγελματία» ιστορικό. Πραγματικότητα που αντικατοπτρίζεται και στο μυθιστόρημα «1984» του Τζ. Οργουελ, με την υπηρεσία παλιμψήστων που λειτουργεί στο ασφυκτικά απολυταρχικό κράτος της Ωκεανίας και η οποία ολημερίς σβήνει και ξαναγράφει τις «επίσημες» ιστορικές δέλτους, «εναρμονίζοντας» έτσι κάθε στιγμή το ιστορικό παρελθόν με το «επίσημο» κρατικό δόγμα.
Maxima de nihilo nascitur historia: Μια πολύ μεγάλη ιστορία μπορεί να γεννηθεί από κάτι τι το μηδαμινό -στους λόγους αυτούς του Λατίνου ποιητή του 1ου π.Χ. αιώνα (Προπέρτιος Σέξτος, Elegiae 2,1,16) αντικατοπτρίζεται μια πανάρχαια ανθρώπινη συμπεριφορά. Ρευστά ήταν ανέκαθεν για τις ανθρώπινες κοινωνίες -από τους πανάρχαιους χρόνους, τότε που το «ιστορικό» επιχείρημα λειτουργεί ως ο κατ' εξοχήν νομιμοποιητικός παράγοντας της εξουσίας- τα όρια μεταξύ «σπουδαίου» και «μηδαμινού» ιστορικού γεγονότος, ανάμεσα στον μύθο και στο αυθεντικό ιστορικό παρελθόν. Τον δυναστικό μύθο των παλαιότερων χρόνων διαδέχθηκε ο εθνικός μύθος της νεότερης περιόδου, για να αντικατασταθεί, στις μέρες μας, από το ιστορικά «τεκμηριωμένο» κρατικό δόγμα.
Η Ιστορία (ορθότερα: οι κατά περίσταση εκδοχές της) ως θεραπαινίδα της εξουσίας, αλλά και ως στοιχείο δομικό της συλλογικής νοοτροπίας. Κανένας συμβολισμός δεν εκφράζει εναργέστερα την πανάρχαια, όσο και διαχρονική, αυτήν ανθρώπινη συμπεριφορά όσο τα ονόματα που είναι συνυφασμένα με γεγονότα σημαδιακά του παρελθόντος.
Τα παραδείγματα είναι πολλά, θα προτιμήσω όμως εδώ, με την άδεια του ευγενικού αναγνώστη, να μεταφέρω μια προσωπική εμπειρία από τη δική μου καθημερινότητα. Πρόσφατα, στη διάρκεια της διαδρομής με το αστικό λεωφορείο προς τον συνοικισμό Παπάγου, στράφηκα, με τη χαρακτηριστική για τον επαρχιώτη ανασφάλεια, στον διπλανό μου για να ρωτήσω αν πλησιάζαμε στην κεντρική λεωφόρο που διασχίζει τον δήμο, την οδό Εθνικής Αμύνης. Η λανθάνουσα γλώσσα μου («Εθνικής Αντίστασης») ανταμείφθηκε όμως όπως της άξιζε από τον πρεσβύτερό μου συνταξιδιώτη, που είχε προφανώς τις δικές του αντιλήψεις και εμπειρίες από το πρόσφατο ιστορικό μας παρελθόν και για τον οποίο το «παράταιρο» όνομα λειτούργησε αυτόματα σαν κόκκινο πανί.
Παλίμψηστο, λοιπόν, για την εξουσία και για τους πολλούς, η Ιστορία, αλλά και «πουκάμισα αδειανά» - σύμβολα με περιστασιακό ή υποκειμενικό περιεχόμενο τα ονόματα που συντηρούν το παρελθόν στη συλλογική μνήμη. Τη βαθιά ανθρώπινη αυτή πραγματικότητα κατέγραψε εδώ πληρέστερα η ευαίσθητη πέννα του ποιητή από την ψυχρή γραφίδα του ιστορικού που (δέσμιος τις περισσότερες φορές μέσα στο θεωρητικό σχήμα της «ιστορικής συνέχειας»), πασχίζει να ερμηνεύσει το παρελθόν από τα επιγενόμενά του. Ομως, εδώ ανταμώνει ο ποιητής από τον μακρινό Μεσαίωνα με τον Σεφέρη: «το ρόδο του παρελθόντος δεν ζει στις μέρες μας παρά με τ' όνομά του: ονόματα γυμνά (nomina nuda) μας έχουν μείνει σήμερα...», αλλά και με τον Goethe (Faust Ι): «Το συναίσθημα είναι το παν - το όνομα δεν είναι παρά καπνός κι αντάρα ( Name ist schall und rauch)»...
Friday, October 31, 2008
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment