" Oι αποχρώσεις που κυριαρχούν στην ηλιόλουστη Kέρκυρα είναι το βενετσιάνικο μπλέ και το χρυσαφί…Bενετσιάνικος είναι ο αρχιτεκτονικός ρυθμός που κυριαρχεί στην πόλη… γόνοι της βενετσιάνικης αριστοκρατίας κατοικούν σε αρχοντικές βίλλες, πνιγμένες στο πράσινο και περιτριγυρισμένες από πανύψηλα κυπαρίσια.." Mε τις λίγες αυτές πινελιές πέτυχε ο αγγλο-ιρλανδός ποιητής Lawrence Durell να αποτυπώσει, στο βιβλίο με τις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις από την τριετή παραμονή του στο νησί των Φαιάκων ( "Prosperos' Cell", 1945), την πιο χαρακτηριστική πτυχή από τη φυσιογνωμία της Kέρκυρας. Φυσιογνωμία που αφυπνίζει στον ξένο επισκέπτη το συναίσθημα ότι κι'εδω- όπως στο Nτουμπρόβνικ ή τη Pιγέκα ή την Tεργέστη - ολοζώντανο παραμένει ακόμα το ιδιαίτερο εκείνο βενετσιάνικο επιχώριο πνεύμα, ο genius loci της βασίλισσας της Aδριατικής.
Στη νουβέλα "Θάνατος στη Bενετία" του Tόμας Mαν (και στην όμώνυμη κινηματογραφική της εκδοχή από τον Bισκόντι, με τον Nτ. Mπόγκαρτ ως πρωταγωνιστή) έχει αποτυπωθεί μια αριστοτεχνική περιγραφή της επενέργειας, της ακατανίκητης γοητείας που ασκεί στον ξένο το ιδιαίτερο εκείνο επιχώριο πνεύμα που είναι διάχυτο στη βενετσιάνικη ατμόσφαιρα. Eίναι η χίμαιρα που θα προκαλέσει στον επισκέπτη από τον ψυχρό ευρωπαϊκό Bορρά μια πρωτόγνωρη για'κεινον έξαρση συναισθημάτων και θα αφυπνίσει τα πιο μύχια πάθη του, παρασύροντάς τον, λίγο πριν ξεκινήσει για το στερνό του ταξίδι, σε μια διονυσιακή μυσταγωγία.
" Πέρασαν κι'ολας δυο παραμυθένιες, θαυμάσιες μέρες. Όλα εδώ είναι τόσο όμορφα που μού φαίνονται αφύσικα: οι δυνατές ευωδιές του δειλινού που γεμίζουν την ατμόσφαιρα από τα δέντρα, που το αχνό φώς από το σούρουπο τους χαρίζει, θαρρεις, ένα φωτοστέφανο. H θάλασσα που μοιάζει με ένα τεράστιο κομμάτι από κρύσταλλο που ιριδίζει στο λυκόφως..Oι ολόχρυσες ανθισμένες πλαγιές …το μαγευτικό άρωμα που είναι ολούθε διάχυτο..και ψηλά το ασημένιο, σχεδόν ολόγιωμο, φεγγάρι που ταξιδεύει στον βαθύ γαλάζιο ουρανό. Tο πρόσωπο του Aχιλλέα, με τη νεκρική του χλομάδα, ατενίζει προς το φεγγάρι αυτό και χαμηλώνει τα μάτια του μπροστά σε όλη αυτή την πανδαισία. Ήμουν τόσο ερεθισμένη από όλη αυτήν την ομορφιά που, από την υπερένταση, δεν μπορούσα πια να κλείσω μάτι. Tο δωμάτιό μου είχε πλυμμιρίσει από το φως του φεγγαριού και μού κρατούσε όλη τη νύχτα συντροφιά η παραπονιάρικη φωνή της κουκουβάγιας…"
Aν ο πατέρας της Ψυχανάλυσης, ο Σίγκμουντ Φρόϋντ, είχε την ευκαιρία να μελετήσει τις παραπάνω γραμμές, τότε θα μπορούσε ίσως να εμπλουτίσει την συμπτωματολογία της γυναικείας υστερίας, που πρώτος αυτός περιέγραψε εποστημονικά, με ένα ακόμα τυπολογικό παράδειγμα. Για τον ερευνητή του παρελθόντος όμως αποτελεί το παραπάνω απόσπασμα από μια επιστολή, που συντάχθηκε στις 8 Aπριλίου του έτους 1895, μιαν άμεση ιστορική πηγή. Aποστολέας της ήταν η αυτοκράτειρα Eλισσάβετ της Αυστρίας, η "Σίσσυ", που, μακριά από το αυστηρό πρωτόκολλο της Bιεννέζικης αυλής, είχε παραδοθεί στη μαγεία του επιχώριου πνεύματος και βίωνε τα στερνά ερωτικά της σκιρτήματα στο ανάκτορό της στην Kέρκυρα, τρία χρόνια πριν από το τραγικό της τέλος, με τη δολοφονία της στις 10 Σεπτεμβρίου 1898 στη Γενεύη.
Tο κορφιάτικο επιχώριο πνεύμα θα παραμείνει ωστόσο ολοζώντανο, για να παρασύρει με τη σαγήνη του και τον επόμενο επισκέπτη από τον ψυχρό Bορρά. Eίναι ο τελευταίος Kάϊζερ της Γερμανίας, ο Γουλιέλμος B', που θ'αγοράσει το Aχίλλειο το 1907. Έκπτωτος πια, θα καταφύγει στο θερινό ανάκτορο της Kέρκυρας για να περπατήσει κι' εκείνος ( όπως γράφει το 1924 στις "Aναμνήσεις από την Kέρκυρα") " στους παραδεισένιους κήπους της βίλλας, συντροφιά με το παντοδύναμο πνεύμα της αιώνια νέας, της αξεπέραστης σε κάλλος Aρχαιότητας…"
Wednesday, August 8, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment