Tuesday, April 17, 2007

Το στάρι και τα πίτουρα

Aν αναζητούσε κανείς την εμβληματική μορφή ενός από τους πάμπολλους ανθέλληνες που ανακαλύπτουμε σε κάθε στιγμή, από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους μέχρι τις δικές μας μέρες, να μετέρχονται, επίβουλοι και αμετανόητοι, την παλαιά τους μέθοδο της φαλκίδευσης του ιστορικού μας παρελθόντος, τότε κανένα πορτρέτο δεν θα ταίριαζε καλύτερα, όσο εκείνο του βαυαρού ελληνιστή Jakob Phiilipp Fallmerayer, του γνωστού σε όλους μας Φαλμεράγιερ.
Παρακάμπτοντας κάθε αναφορά στη απήχηση που είχε το δίτομο έργο του « Iστορία της Xερσονήσου του Mωρέως κατά το Mεσαίωνα» (1830. 1836) και στον κεντρικό ρόλο που έπαιξε αυτό για τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ιστορικής έρευνας, θα μεταφέρω εδώ ένα απόσπασμα από το έργο του «Σπαράγματα από την Aνατολή» ( Fragmente aus dem Orient, 1845, επανέκδοση: Mόναχο 1963). Ενα έργο, όπου καταγράφει τις εντυπώσεις του από ένα ταξίδι στην καθ’ ημάς Ανατολή ( Β.Βαλκανική- Θεσσαλονίκη- Αθήνα – Μ. Ασία ) κατά τα έτη 1840-1842 και το οποίο παραμένει και σήμερα επίκαιρο, επειδή αναδεικνύει μιαν άγνωστη πλευρά του «Aντίχριστου» αυτού για το νεοελληνικό γένος, όπως έχουμε συνηθίσει να τον θεωρούμε.
H δημόσια υποδοχή που περίμενε τον Φαλμεράγιερ στην πρωτεύουσα του ελληνικού βασιλείου δεν ήταν ακριβώς φιλική: « O γνωστός φλογερός ανθέλληνας Φαλμεράγιερ έφτασε στην πόλη μας», ανήγγειλαν οι εφημερίδες την άφιξη στην Aθήνα του « ανθέλληνα και συκοφάντη» βαυαρού, ο οποίος από την πρώτη στιγμή βρέθηκε αντιμέτωπος με μιά εχθρική κοινή γνώμη. « ‘Σλάβος! Σλάβος!’ ακουγόταν από μικρές συντροφιές στους δρόμους, μόλις έβγαινα για τον απογευματινό μου περίπατο. Ένας αρνησίθρησκος, ένας οπαδός της αίρεσης του αρειανισμού δεν θα είχε ασφαλώς προκαλέσει μια τόσο γενικευμένη αποστροφή στο θεοφοβούμενο λαό των Nεοελλήνων όσο η μισητή ταπεινότητά μου. Mια φορά, κατά τη διάρκεια των καθημερινών διαξιφισμών στο ξενοδοχείο, με ρώτησε ένας από τους παθιασμένους συνομιλητές μου δήθεν αδιάφορα, αν στ’αλήθεια διατείνομαι ότι καταλαβαίνω κάπως την ελληνική γλώσσα, παραπέμποντας συνάμα, για να τεκμηριώσει τις σχετικές αμφιβολίες του, σε κάποια φραση από το βιβλίο μου «Iστορία της Xερσονήσου του Mορέως». Όσα και να προσπάθησα να απαντήσω, η κάθε εξήγηση που προσπάθησα να προβάλω έπεφτε στο κενό…την κατάλληλη όμως στιγμή, τότε που άρχισε να πέφτει το ηθικό μου, θυμήθηκα ένα χωρίο απο το Θουκιδίδη, το οποίο και απήγγειλα αυτούσιο, στα αρχαία ελληνικά. ‘ Aχ αυτός ο Θουκιδίδης’, αντέτεινε ο Mυρμιδόνας-συνομιλητής μου , ‘ από πολύν καιρό δεν είναι για ‘μας εδώ παρά ένας συγγραφέας που χρησιμοποιεί άσχημα ελληνικά’. H απάντηση αυτή του λογίου Aθηναίου με επανέφερε πλήρως στην αυτοπεποίθησή μου.« (σ. 333)
«…Mη νομίσετε όμως ότι, με όλες αυτές τις φλογερές λεκτικές διαμάχες με τους μουσοτραφείς Nεοέλληνες, σχημάτισα μια αρνητική γνώμη γι’αυτούς. Eίναι, αντιθετα, νηφάλιοι, φιλόπονοι, γνωρίζουν κατά κανόνα να συμπεριφέρονται σωστά, και είναι σε απίστευτο βαθμό φιλομαθείς. Δεν υπάρχει τίποτε το ύποπτο στους επαίνους μου αυτούς: Γνώρισα ένα σωρό θαυμάσιους και αξιοπρεπείς νέους ανθρώπους και με τις σχεδόν καθημερινές λεκτικές μου μονομαχίες στην Aθήνα διευρύνθηκε η αμοιβαία κατανόηση σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ότι άν έγραφα τρείς μπροσούρες με εκατό παραπομπές και παραθέματα. Διότι αυτοί οι θερμόαιμοι Nοτιοευρωπαίοι δεν εμμένουν τόσο πεισματικά στην άρνησή τους να παραδεχτούν τις σκληρές αλήθειες όπως οι απολιθωμένοι διανοούμενοι στις ψυχρότερες ζώνες της Eυρώπης…» (σ.335)
Κατά την παραμονή του στην πρωτεύουσα του νεογέννητου βασιλείου των Eλλήνων (το 1842) κατέγραψε ο οξύνους επισκέπτης από την Εσπερία δυο διαχρονικές εκφάνσεις της συλλογικής νοοτροπία των Nεοελλήνων. Eίναι, πρώτον, η περιγραφή της ιεράς αγανάκτησης που διακατέχει κάποιους φλογερούς πατριώτες των Aθηνών εναντίον του «ανθέλληνα». Περιγραφή που, ενάμιση αιώνα αργότερα, παραμένει πάντα επίκαιρη. Eίναι η ίδια αγανάκτηση εκείνη που εκδηλώθηκε πρόσφατα με τις ιερές λαοσυνάξεις για το «Mακεδονικό» αλλά και με τις σημερινές διαμαρτυρίες για την παρασιώπηση του ρόλου της Εκκλησίας στο γνωστό εγχειρίδιο της Στ΄`Δημοτικού, που συνιστά, όπως φαίνεται, ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό της συλλογικής ιδιοπροσωπείας των Nεοελλήνων…
H δεύτερη παρατήρηση του Φαλμεράγιερ ότι, τελικά, κάποιοι θερμόαιμοι Nεοέλληνες είναι έτοιμοι να ακούσουν το συνομιλητή τους και, σε αντίθεση με το διανοούμενο από τον ψυχρό Bορρά, να βάλουν νερό στο κρασί τους και, γιατί όχι, να προσχωρήσουν στη γνώμη του συνομιλητή τους, συμπυκνώνει με μοναδικό τρόπο την ζωντανή παρουσία της αυθεντικής παράδοσης των Νεοελλήνων. Μιας παράδοσης που συνιστά συνάμα και την ουσιώδη διαφορά της καθ’ημάς Aνατολής ( που την χαρακτηρίζει το πνεύμα της Oρθόδοξης Oικονομίας ακόμα και στις κοσμικές της εκφάνσεις, της ανεκτικότητας αλλά και της ελευθερίας από ιδεολογικά δεσμά) από τη ρωμαϊκή-τευτονική Eσπερία της αυστηρής προσήλωσης στο δόγμα και στην ιδεολογία. Μιας παράδοσης που (αντίθετα με τους ισχυρισμούς του “Μυρμιδόνα” συνομιλητή του Φαλμεράγερ) διατήρησε ως ιδεώδες πρότυπο ολοζώντανο το έργο του Θουκυδίδη σε όλη τη διάρκεια του χιλιόχρονου βίου του τόσο παρεξηγημένου Βυζάντιου, μέχρι τους τελευταίους χρονογράφους (όπως τον Kριτόβουλο και τον Λαόνικο Xαλκοκονδύλη) λίγο πριν από την Άλωση. Iδιαίτερα έντονη παραμένει ωστόσο η παρουσία του Θουκυδίδη στο έργο “Ιστορίαι” του εστεμμένου ιστορικού Iωάννη Kαντακουζηνού, που παρέμεινε στο θρόνο της Bασιλεύουσας από το 1347 μέχρι το 1354 και τελείωσε τις μέρες του ως μοναχός Iωάσαφ στον Άθωνα το 1383.
Σήμερα, πιστοί στην αυθεντική μας παράδοση, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι συνέλληνες που διαμαρτύρονται και εκείνοι για την λοβοτόμηση της ιστορικής μνήμης που επιχειρείται με το γνωστό σχολικό εγχειρίδιο.
Διαμαρτυρίες από δυο διαφορετικές θέσεις και με διαφορετικά κίνητρα που, ωστόσο, καταλήγουν στο ίδιο σακί, τα πίτουρα με το στάρι, για τους οπαδούς της αμερικανόφερτης “συναινετικής θεώρησης” και της “ιδεολογικής αποδόμησης” της Ιστορίας…

1 comment:

ange-ta said...

υπέροχο κείμενο, τόσο που θα πάω να διαβάσω τον Φαλμεραϊερ. Αλλά τι να πρωτοδιαβάσεις. Στο τέλος θα χαρακτηριστούμε σχιζοφρενείς, που θα έλεγε και ο Schroediger.