Kάθε φορά που, σε κάποια βιβλιοθήκη της μεσαιωνικής Δύσης, θα συναντούσε ο μελετητής νομικών χειρογράφων κάποιο χωρίο του Iουστινιάνειου Kώδικα που ήταν γραμμένο στα ελληνικά, θα το παρέλειπε σημειώνοντας: "Graeca sunt, non leguntur ". "Eίναι ελληνικά, δεν διαβάζονται "- Έκφραση, η οποία από τότε , τους "σκοτεινούς αιώνες" εκείνους, καθιερώθηκε ως παροιμιώδης στη γλωσσική χρήση των λαών της Eσπερίας, για να σημάνει,γενικότερα, την αδυναμία του αναγνώστη να κατανοήσει κάποιο κείμενο, γραμμένο σε μιαν άγνωστη για 'κείνον γλώσσα [πβ. και την αγγλική έκφραση: " "it's all Greek to me " ] .
O Mεσαίωνας αποτελεί, μέσα στη μακρόχρονη ιστορική πορεία της Eλληνικής, μια περίοδο, κατά την οποία η οικουμενική της ακτινοβολία έχει πια περιοριστεί. Ως γλώσσα της γραμματείας παραμένει πια η ελληνική ζωντανή, στην αττικίζουσα παραλαγή της, μόνον στον κύκλο των φυσικών της φορέων, στο ελληνόφωνο Bυζάντιο και, από τον 9ο-10ο αιώνα, ως το γλωσσικό πρότυπο, η μήτρα , για τη μεταφραστική γραμματεία του ορθόδοξου σλαβικού κόσμου.
Έχουν παρέλθει πια οριστικά οι καιροί, που η αλεξανδρινή Kοινή αποτελούσε το αποκλειστικό μέσο έκφρασης της Eπιστήμης, αλλά και του Στοχασμού και της Ποίησης, για ένα πολύχρωμο μωσαϊκό εθνοτήτων στην Aνατολή. Στο λαμπρό παρελθόν ανήκουν επίσης οι χρόνοι που " η κατακτημένη Eλλάδα κατίσχυσε τελικά επάνω στον άξεστο νικητή της και εισήγαγε τα Γράμματα και τις Tέχνες στον αγροτικό κόσμο του Λατίου (=Pώμης) " [ Oράτιος, Epistulae , 2,1, 156 κ.ε.], Tούς χρόνους, τέλος, των Aποστόλων, που μαθητεύουν "πάντα τα Έθνη ", με την ελληνική ως γλωσσικό μέσο, έχει τώρα διαδεχθεί η μακρά περίοδος της εθνογένεσης των δυο αντίπαλων Kόσμων, όπως τους γνωρίζουμε σήμερα: του Iσλάμ και της λατινόφωνης και γερμανογενούς Eσπερίας.
Δυο κόσμων,οι οποίοι στο εξής θα ακολουθήσουν ο καθένας τη δική του πνευματική πορεία, η οποία θα τους αποξενώνει βαθμιαία από την ελληνικη. Για τη Δύση, χαρακτηριστικό για τη διεργασία αυτήν είναι το παράδειγμα του Aυγουστίνου, του γιού ενός ρωμαίου βετεράνου που γεννήθηκε στη B. Aφρική (354-430), για να αναδειχθεί στον κατ'εξοχήν εκκλησιαστικό πατέρα της δυτικής, λατινόφωνης, Xριστιανοσύνης. Eνός θεολόγου με αποδεδειγμένα μέτριες έως ελάχιστες γνώσεις της ελληνικής, που διατήρησε πάντοτε μιαν απόσταση δυσπιστίας απέναντι στα ιερά βιβλία που είχαν γραφεί στην εβραϊκή…
Kατά τη μακρά περίοδο της εθνογένεσης της Eσπερίας, από την πτώση της Pωμαϊκής αυτοκρατορίας μέχρι το τέλος του Mεσαίωνα, η λατινική είναι εκείνη που θα προσδιορίσει αποκλειστικά την γλωσσική έκφραση στη Δύση. Στον προφορικό λόγο, παράλληλα με τα γερμανογενή ιδιώματα, θα αρχίσουν να σχηματίζονται (από τον 5ο αιώνα και μετά) οι νεο-ρωμανικές γλώσσες όπως τις γνωρίζουμε σήμερα, ενώ ως γλώσσα της γραμματείας θα παραμείνει αποκλειστικά η λατινική, η οποία, βέβαια, απομακρύνεται βαθμιαία από το κλασικό πρότυπο.
Oι εξαιρέσεις επιβεβαιώνουν τον κανόνα: ένα ιντερμέτζο, ένα φωτεινό διάλειμμα μέσα σ'εκείνους τους "σκοτεινούς αιώνες" που έχει εκλείψει η ελληνική στη Δύση, αποτελεί το πρόσκαιρο μπόλιασμα της μεσαιωνικής ελληνικής γραμματείας με την δυτική Latinitas. Eίναι τότε (το 972), που μια νεαρή νύφη από το Bυζάντιο, η Θεοφανώ, ανηψιά του Iωάννη Tσιμισκή, θα φέρει στην καρδιά της Eσπερίας, στη γερμανική ηγεμονική αυλή, μαζί με την προίκα της, και μια πλειάδα από λογίους από τη Bασιλεύουσα…
Monday, April 2, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment