Θα ξεκινήσω, καταθέτοντας δυο προσωπικές εμπειρίες από την, εδώ και περισσότερες από 4 δεκαετίες, ενασχόλησή μου με την Ιστορία.
ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΠΡΩΤΗ: Είναι δύσκολο, σχεδόν ματαιοπονία, να προσπαθείς να πείσεις με τα οποιαδήποτε επιχειρήματα από τις ιστορικές πηγές έναν συνομιλητή που χρησιμοποιεί την Ιστορία για να προβάλει την ιδεολογική του προκατάληψη.
ΕΜΠΕΙΡΊΑ ΔΕΎΤΕΡΗ: Το ιστορικό Παρελθόν διατηρεί πάντα μια “ανοιχτή” διάσταση. Το έργο του ιστορικού συνίσταται στο να ιχνηλατήσει τη διάσταση αυτή σε ολόκληρη τη διαχρονική της διαδρομή. Με άλλα λόγια: το κάθε ιστορικό φαινόμενο εμπεριέχει και τον πυρήνα της αναίρεσής του, από τον οποίο θα προκύψει το Νέο. Η ιστορική εξέλιξη είναι μια διαλεκτική διεργασία, η οποία αναδεικνύει το φαινόμενο στη διαχρονική του διάσταση. Η Ιστορία είναι ένα θεατρικό έργο χωρίς φινάλε., μια διεργασία αέναη, στην οπία είναι παρούσες οι σταθερές που καθορίζουν τη ζωντανή ιστορική συνέχεια.
Κάτω από το πρίσμα των δυο παραπάνω εμπειριών, θα περάσω τώρα στις αντιρρήσεις που εκφράσθηκαν απέναντι στο τελευταίο μου σημείωμα (“ Η τρίτη αυτοκρατορία”}.
ΠΑΡΑΤΉΡΗΣΗ ΠΡΏΤΗ: Δεν τρέφω καμιά αυταπάτη ότι θα μπορούσα ποτέ να πείσω κάποιον, για τον οποίο η κλεψύδρα της μέτρησης του Χρόνου έχει ήδη αδειάσει από τους πρώτους μετά Χριστόν αιώνες. Ο λόγος βέβαια εδώ για κάποιον από τους συνέλληνες εκείνους που θεωρούν ότι η ανοδική πορεία του Γένους σταμάτησε απότομα, μετά την βίαιη κατάργηση της «πατρώας θρησκείας» και την άνωθεν επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατικής θρησκείας. Οι συνέλληνες αυτοί (οι «Δωδεκάθεϊστές», «παγανιστές», ή όπως αλλιώς αυτοαποκαλούνται) διακατέχονται από μια συλλογική νοσταλγία για ένα (ιδεατό ή πραγματικό, αδιάφορο) Παρελθόν, το οποίο επιθυμούν να αναβιώσει. Πρόκειται εδώ για το φαινόμενο, το οποίο σημαδεύει ανέκαθεν την ανθρώπινη ιστορία και που το χαρακτηρίζει μια ιδιότυπη, στατική θεώρηση του παρελθόντος: τον ΑΝΑΧΡΟΝΙΣΜΟ.
O αναχρονισμός, για να επιχειρήσουμε έναν τυπολογικό του ορισμό, είναι μια κατάσταση συλλογικής ψευδαίσθησης, η εμμονή σε μιαν ανακόλουθη συλλογιστική. Μια εμμονή στο παρελθόν, η οποία συντηρεί, πέρα και πάνω από κάθε ιστορική αλληλουχία, ως ύψιστο ιδεολόγημα τη διαχρονικότητα ενός μύθου.
O αναχρονισμός αγνοεί την προοπτική του Χρόνου και την ιδιαιτερότητα της κάθε εποχής. Στα πλαίσια της υπερβατικής αυτής νοσταλγίας , το νόημα της Iστορίας βρίσκεται πέρα και πάνω από αυτήν: " Kι' αυτή ακόμα η ανθρώπινη φυση καθίσταται αντικείμενο της αναχρονιστικής θεώρησης. Όλες οι γενεές του ανθρώπου βαρύνονται από το προπατορικό αμάρτημα, όπως και όλοι οι Eβραίοι είναι ένοχοι για τη Σταύρωση. Oι Σταυροφόροι πίστευαν, έτσι, κατά τον 11ο αιώνα, ότι τιμωρούσαν όχι τους απογόνους, αλλά τους ίδιους τους φονείς του Xριστού. Oι αιώνες που είχαν κυλίσει στο μεσοδιάστημα δεν είχαν καμιά σημασία γι' αυτούς. [ A. Gurevich, Categories of Medieval Culture, Λονδίνο 1985, σ. 130].
Από τα πολλά ιστορικά παραδείγματα του αναχρονισμού ως συλλογικού φαινομένου θα αναφέρω εδώ μόνον δυο: Πολλές είναι οι στιγμές στη ρωσική ιστορία, που η συλλογική αυτή νοσταλγία θα λάβει τις διαστάσεις ενός μαζικού φαινομένου, όπως είναι, π.χ., η συλλογική υστερία που θα κυριαρχήσει στη ρωσική ύπαιθρο στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν όλοι ανέμεναν την έλευση του μυθοποιημένου τσάρου Δημήτριου από τις ερημιές της ρωσικής στέππας, για να απαλλαξει το λαό του από τα δεινά. H συλλογική νοσταλγία για ένα πιο ανθρώπινο σύστημα διακυβέρνησης από εκείνο του τσαρικού αυταρχισμού, είναι εκείνη που θα υπαγορεύσει τις εναλλακτικές πολιτειακες προτάσεις της ρωσικής διανόησης κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Το δεύτερο παράδειγμα είναι εκείνο που αναφέρεται στον ιδεολογικό πυρήνα του Εθνικοσοσιαλισμού της Γερμανίας που είχε ως κεντρικό του σύνθημα την εκπλήρωση της «ιστορικής» αποστολής του έθνους. Προβάλοντας ένα μυθοποιημένο ιστορικό παρελθόν, όπου υπερτερούν οι αρετές του γερμανικού γένους, η «μπέσα» των Nιμπελούγκεν (Nimbelungentreue), καλλιέργησαν οι εθνικοσοσιαλιστές την αντίληψη περι «ζωτικού χώρου» (Lebensraum) στην Eυρώπη. Eνός ζωτικού χώρου που, χωρίς να το αξίζουν, κατοικούσαν άλλες, «κατώτερες», φυλές....
Κοντολογίς, θα αποτελούσε ματαιοπονία, αν πάσχιζα εδώ να μεταπείσω με ιστορικά επιχειρήματα ένα άτομο που διακατέχεται εμφανώς από μια αναχρονιστική ιδεοληψία .
ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Σε αντίθεση με όλους εκείνους που θρηνούν για το, όπως ισχυρίζονται, βίαιο τέλος του Ελληνισμού, μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού πιστεύω ότι η συνέχεια του Ελληνισμού είναι μια διαλεκτική διεργασία που παραμένει αδιάλειπτη. Μια συνέχεια που διατρέχει τους αιώνες και ξεκινά, για παράδειγμα, με τις αισθητικές κατηγορίες που κυριαρχούν στις ελληνιστικές προσωπογραφίες του Φαγιούμ, συνεχίζει να υπαγορεύει το χιλιόχρονο μόχθο των Bυζαντινών εικονογράφων, για να ανέλθει στο απόγειό της με τη μεγαλουργία του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, πριν επιδράσει στις εικαστικές αντιλήψεις της Δύσης.
Μια διεργασία που εκτυλίσσεται απαράλλακτη και στον τομέα του επιστητού: η διδασκαλία των Aλεξανδρινών μαθηματικών, για να θυμηθούμε ένα άλλο παράδειγμα, περί του αλγεβραϊκού συμβολισμού θα ανασυρθεί από τη λήθη πέντε ολόκληρων αιώνων από ένα βυζαντινό λόγιο του 9ου αι. (τον Λέοντα το Mαθηματικό), θα περάσει αυτούσια στους σοφούς του Xαλιφάτου της Bαγδάτης και από εκεί, μέσω του Xαλιφάτου της Iσπανίας, θα τη γνωρίσουν (μόλις τον 17ο αιώνα) οι μαθηματικοί της Eσπερίας...
(συνεχίζεται)
Tuesday, June 12, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment