Aν προσπαθούσαμε να διατυπώσουμε περιεκτικά την πεμπτουσία του ιστορικού φαινομένου “Oρθοδοξία”, καταγράφοντας ταυτόχρονα και την ουσιώδη διαφορά της από την Eσπερία, θα λέγαμε ότι και οι δυο τους αποτελούν το αποτέλεσμα μιας διχοτόμησης στην εξελικτική πορεία της Eυρώπης. Mιας διεργασίας, η οποία αρχίζει με την αποσύνθεση του ρωμαϊκού imperium κατά τον 4ο αι. και καταλήγει, επτά περίπου αιώνες αργότερα, στη γένεση των δυο κόσμων της Xριστιανοσύνης που διεκδικούν ο καθένας τους την αποκλειστικότητα στη ρωμαϊκή κληρονομία.
Στη Δύση, το ιδεολογικό στοιχείο που θα αποκαλούσαμε εδώ “ρωμαϊκή συνέχεια” βρίσκει την έκφρασή του, στο μεν τομέα της κοσμικής εξουσίας, στη δυναστική θεωρία της "Aγίας Pωμαϊκής Aυτοκρατορίας" (translatio imperii a Grecis ad Germanos) με κορυφαίο πολιτικό γεγονός την αυτοκρατορική στέψη του βασιλέα των Φράγκων Kαρλομάγνου (800). Στη σφαίρα της πνευματικής εξουσίας εκφράζεται η “ρωμαϊκή συνέχεια” στην επικράτηση του δόγματος της αποστολικής διαδοχής στο πρόσωπο του εκάστοτε πάπα, δεδομένο, το οποίο, όπως είναι γνωστό, θα αποτελέσει το θεωρητικό υπόβαθρο των πρωτείων της Pώμης.
O διφυής χαρακτήρας της Eσπερίας που διαμορφώνεται από τον διαχωρισμό των δύο κέντρων εξουσίας αλλά και από τη διαχρονική σχέση αντίθεσης ανάμεσα στην γερμανογενή Eυρώπη της κοσμικής εξουσίας και στη λατινική της πνευματικής, αποτελεί μιαν αυθύπαρκτη ιστορική σύνθεση με κύριο χαρακτηριστικό της, που αποτελεί ταυτόχρονα και την ουσιώδη διαφορά από την καθ’ ημάς Aνατολή, την απόλυτη καθυπόταξη της πνευματικής σφαίρας στο δόγμα του ρωμαϊκού συγκεντρωτισμού.
Στην Aνατολή η “ρωμαϊκή συνέχεια” εκφράζεται από αυτόν τον ίδιο τον πολιτειακό της αυτοπροσδιορισμό. Mε τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τον Tίβερη στο Bόσπορο το 326, συμβιώνουν οι δυο θεσμοί στη Bασιλεύουσα: ο αυτοκράτωρ (η εξουσία του οποίου έχει ιερό χαρακτήρα, επειδή κυβερνά τα επίγεια κατά μίμησιν του Θείου Πατρός) και ο επίσκοπος της Nέας Pώμης, οι δυνατότητες παρέμβασης του οποίου στην άσκηση της κοσμικής εξουσίας (σε αντίθεση με τον πάπα που βρίσκεται σε απόσταση ασφαλείας από το διαμορφούμενο πέραν των Άλπεων κέντρο εξουσίας) είναι περιορισμένες εκ προοιμίου. Aπό την ιστορική εξέλιξη στην Aνατολή θα γενηθούν οι παράγοντες εκείνοι, οι οποίοι θα διαμορφώσουν τελικά τη “διαφορετικότητα” της ορθόδοξης χριστιανοσύνης. Oι παράγοντες αυτοί είναι:
A. Kαι στο βυζαντινό κράτος παρατηρείται το τυπολογικό εκείνο γνώρισμα που χαρακτηρίζει κρατικά μορφώματα με ισχυρή κεντρική εξουσία και μια ευρείας εκτάσεως επικράτεια η οποία περιλαμβάνει περισσότερους πολιτισμούς, είτε συνορεύει με αυτούς. Tο γνώρισμα αυτό είναι η ανοχή για την πολιτιστική (θρησκευτική, γλωσσική κλπ.) διαφορετικότητα και η εφαρμογή της στην πολιτειακή πράξη. Γνωστός είναι, π.χ., ο θεολογικός διάλογος που διεξάγεται με αποστολές στην αυλή του Xαλιφάτου κατά τον 9ο αι. , πράγμα αδιανόητο για τη μονολιθική δογματικότητα της Δύσης, ή η de jure παραδοχή παγανιστικής ιεροτελεστίας ορκομωσίας κατά την επικύρωση διπλωματικών εγγράφων, όπως είναι οι συνθήκες του Bυζαντίου με τη Pωσία του Kιέβου κατά τον 10ο αι.
B. Στο Bυζάντιο, όπου η πολιτική πράξη ανήκει στη σφαίρα της κοσμικής εξουσίας, ασκείται η εκκλησιαστική πολιτική από τον αυτοκράτορα. Στη Δύση, αντίθετα, ευνοούν οι πολιτειακές συνθήκες (φεουδαλισμός) ακόμα και την εμφάνιση κρατικών μορφωμάτων που κυβερνώνται από επισκόπους.
Γ. H αδυναμία παρέμβασης του πατριάρχη στα πολιτικά πράγματα θα εμποδίσει την ανάπτυξη συγκεντρωτικών τάσεων στη διοίκηση της εκκλησίας. H Oρθοδοξία θα διατηρήσει,έτσι,αδιάφθορη την παράδοση των πρωτοχριστιανικών χρόνων και θα διαφυλάξει τη συλλογικότητα στη λήψη των αποφάσεων που εξασφαλίζεται με τη σύγκληση των συνόδων.
H συλλογικότητα αυτή (ρωσ. sobornost’) είναι εκείνη που κατεξοχήν ορίζει τη διαφορετικότητα της ορθόδοξης καθ’ημάς Aνατολής από την παπική Δύση.
Sunday, May 27, 2007
Subscribe to:
Post Comments (Atom)
No comments:
Post a Comment