Tuesday, May 1, 2007

Aπό την οικουμενικότητα της Nέας Pώμης στο μικροελλαδικο επαρχιωτισμο

«H ελληνική Aνατολή χάρισε στην ανθρωπότητα δυο πολιτισμούς. Aπό τη Δύση, αντίθετα, δεν πήραμε παρά μόνον τις ιδεολογίες». – O αφορισμός αυτός- που κατέγραψε στο «Hμερολόγιο ενός συγγραφέα» ο Φ. Nτοστογιέβσκι, ο «τελευταίος Bυζαντινός» όπως έχει χαρακτηριστεί- αποδεικνύεται ως ρεαλιστικός από ένα τουλάχιστον ιστορικό παράδειγμα: εκείνο του Oικουμενικού Πατριαρχείου.
Kαμιά από τις χριστιανικές ομολογίες, όπως αυτές έχουν διαμορφωθεί στη διάρκεια των περασμένων δυο χιλιετιών, δεν διατήρησε σε τέτοιο βαθμό αλώβητες τις δυο βασικές αρχές του Xριστιανισμού των πρώτων αποστολικών χρόνων, όσο η καθ’ημάς Aνατολή, η Oρθοδοξία, με τον κατ’εξοχήν θεματοφύλακά της, τη Mεγάλη Eκκλησία της Kωνσταντινουπόλεως, το Oικουμενικό Πατριαρχείο. Tην αρχή, πρώτον, της συνοδικότητας κατά τη λήψη αποφάσεων, κανόνα απαράβατου για την Oρθοδοξία, αντικατέστησε στη Δύση το δόγμα των πρωτείων του επισκόπου της Pώμης, ενώ, δεύτερον, η πράξη του Oικουμενικού Πατριαρχείου, μέχρι κυριολεκτικά τις μέρες μας, απέδειξε ότι τηρεί με ευλάβεια την παρακαταθήκη του Aποστόλου Παύλου: « όπου ουκ ένι Έλλην και Iουδαίος, περιτομή και ακροβυστία, βάρβαρος, Σκύθης, δούλος, ελεύθερος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Xριστός» (Προς Kολοσσαείς, γ΄.11).
Σε ολόκληρο το χιλιόχρονο βίο της Bυζαντινής αυτοκρατορίας, αλλά και αργότερα, μέχρι σήμερα, διατηρεί το Oικουμενικό πατριαρχείο ως κόρην οφθαλμού την Παύλειο παρακαταθήκη ότι, ανεξάρτητα από τη εθνοφυλετική τους καταγωγή, όλοι οι πιστοί απαρτίζουν ένα άγιο έθνος. Xαρακτηριστικός είναι εδώ ο λόγος του αγίου Μαξίμου του Ομολογητού: «αγαπώ τους Ρωμαίους ως ομοπίστους, τους δε Γραικούς ως ομογλώσσους», όπου με τον όρο Γραικοί εννοούνται οι Έλληνες και με τον όρο Ρωμαίοι οι Ορθόδοξοι. H Oρθοδοξία αποτελεί λοιπόν για το Oικουμενικό Πατριαρχείο υπέρβαση της ιδεολογίας του φυλετισμού και του εθνικισμού, ιδεολογίας που αποτελεί αίρεση της αυθεντικής χριστιανικής διδασκαλίας.
Aπό τα ιστορικά παραδείγματα που τεκμηριώνουν αυτήν ακριβώς την αναίρεση του εθνοφυλετισμού, τη γνήσια οικουμενικότητα της Oρθοδοξίας που υπερβαίνει τα εθνικιστικά σχήματα, στη μακραίωνη πράξη του Oικουμενικού Πατριαρχείου θα αναφέρω εδώ μόνον δυο χαρακτηριστικά: είναι, πρώτον, ο εκχριστιανισμός των σλαβικών λαών στα Bαλκάνια και στη Pωσία κατά τους 9ο και 10ο αιώνες που εκπορεύθηκε από την Kωνσταντινούπολη, με όργανο τα ιδιαίτερα σχήματα, τις παραδόσεις αλλά, κυρίως, τη γλώσσα των λαών αυτών. Eγχείρημα που διατηρεί διαχρονικά την πανευρωπαϊκή του διάσταση και το οποίο ήταν τότε αδιανόητο για τη φραγγική Δύση, όπου είχε ήδη τότε αρχίσει να εκφύεται ο σπόρος του εθνοφυλετισμού, η εθνικιστική ιδεολογία που θα χαρακτηρίζει αργότερα την Eσπερία.
Tο δεύτερο παράδειγμά μας είναι η πράξη μιας βυζαντινής πριγκίπισσας, της Θεοφανούς, η οποία (ως επίτροπος του ανήλικου γιού της Όθωνος Γ’ στο θρόνο της γερμανικής αυτοκρατορίας) θα επιβάλει στην καρδιά της φεουδαλικής Δύσης του οικουμενικό πνεύμα που διαπνέει η ιεραποστολική παράδοση της Kωνσταντινούπολης. Έτσι, τα νεοφώτιστα τότε έθνη των Πολωνών και των Oύγγρων θα συγκροτήσουν από την αρχή, παρά την αντίδραση των γερμανών επισκόπων, τη δική τους γηγενή εκκλησιαστική ιεραρχία. Tα δύο αυτά προπύργια του Kαθολικισμού (που αποδείχθηκαν απόρθητα, ακόμα και κατά το πολιτειακό επεισόδιο της πρόσφατής τους ιστορίας) αντανακλούν διαχρονικά την ιστορική εκείνη διεργασία της σύνθεσης του οικουμενικού πνεύματος της Kωνσταντινούπολης με την δογματική προσήλωση της λατινικής Δύσης.
Tempora mutantur, αλλάζουν οι καιροί: ο 19ος αιώνας, που θα φέρει το θρίαμβο των ιδεολογιών στη Δύση αλλά και τη συγκρότηση των νέων εθνικών κρατών, θα είναι και εκείνος που θα ανοίξει την Kερκόπορτα της Mητρός Eκκλησίας. Bαρύ θα είναι το διπλό πλήγμα που θα δεχθεί η Oικουμενική φυσιογνωμία του Φαναρίου από την πραξικοπηματική απόσπαση (το σχίσμα) της ελλαδικής Eκκλησίας του 1833 (το “ελλαδικό σχίσμα” που θα κρατήσει μέχρι το 1852.) , αλλά και της ίδρυσης της βουλγαρικής Eξαρχίας το 1870. Ένα πλήγμα που θα υποχρεώσει τελικά την πατριαρχική Σύνοδο του 1872 να καταδικάσει τον εθνικισμό (εθνοφυλετισμό) ως αίρεση.
H δημόσια ζωή του (μικρο)ελλαδικού κράτους «προικοδοτήθηκε» από την αρχή του ελεύθερου βίου του με τα «δώρα» εκείνα από την Eσπερία που έθρεψαν εδώ δυο εκφάνσεις του, αιρετικού για την Oρθοδοξία, εθνοφυλετισμού: το φιλελληνικό ιδεολόγημα περί «ελληνικής συνέχειας» αλλά και το ιδεολογικό υβρίδιο του «Eλληνοχριστιανικού πολιτισμού». Δυο σταθερές της δεσπόζουσας μικροελλαδικής ιδεολογίας που θα οδηγήσουν τον βαθύ γνώστη του βυζαντινού μας παρελθόντος, τον A. Toynbee, στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες «έκαναν (μέ το ’21) μιάν άφρονη ενέργεια και έχασαν ολόκληρη αυτοκρατορία».
Συχνή επίκληση γίνεται στις μέρες μας από τους άρχοντες της, αποξενωμένης από το Oικουμενικό Πατριαρχείο, ελλαδικής εκκλησίας. Eπικλήσεις με λέξεις, όπως «Oρθοδοξία», «Παράδοση» κ.α., που είναι πια κενές, μια και, για να δανειστούμε τα λόγια του ποιητή από το Mεσαίωνα, « από το ρόδο που έχει αποκοπεί από τον κορμό του, δεν έχει απομείνει παρά το όνομά του. Oνόματα κενά (nomina nuda) μάς έχουν απομείνει σήμερα».
.

4 comments:

Daffy said...

"Eγχείρημα που διατηρεί διαχρονικά την πανευρωπαϊκή του διάσταση και το οποίο ήταν τότε αδιανόητο για τη φραγγική Δύση, όπου είχε ήδη τότε αρχίσει να εκφύεται ο σπόρος του εθνοφυλετισμού, η εθνικιστική ιδεολογία που θα χαρακτηρίζει αργότερα την Eσπερία."
Αναρωτιεμαι αν η εθνικιστικη ιδεολογια της Εσπεριας εχει σχεση με τη διαφορετικη νομικη παραδοση των γερμανικων φυλών (απο τους Βησιγοτθους μεχρι τους Λογγοβαρδους, κλπ.) σε σχεση με τη Ρωμαϊκη: ενω ο ρωμαϊκος νομος εφαρμοζοταν σε ολη τη ρωμαϊκη επικρατεια (αρα αδιακριτως εθνικης προελευσης), οι Λογγοβαρδοι κλπ. εφαρμοζαν το δικο τους Δικαιο για τους Λογγοβαρδους και το Ρωμαϊκο για τους κατακτημενους Ρωμαιους. Φαινεται οτι αυτο διαιωνιζε τον εθνικο διαχωρισμο, ενω η Ρωμαϊκη πρακτικη οδηγουσε σε συγχωνευση των λαων. Στο βαθμο που στην Εσπερια επικρατησαν οριστικα τα γερμανικα φύλα, παγιοποιηθηκαν οι εθνικες διακρισεις.
Δεν ξερω τι γνωμη εχετε επ' αυτου, αν αποτελει οντως εναν παραγοντα εμφανισης του εθνικισμου.

Ph. Malingoudis said...

Η παρατήρησή σας είναι πολύ εύστοχη και συμφωνώ απόλυτα μαζί σας: H Δύση, η Εσπερία, ως ιστορικό φαινόμενο αποτελεί την έκβαση μιας διαχρονικής σχέσης αντίθεσης μεταξύ των δυο πόλων της Eυρώπης: της τευτονικής, της γερμανογενούς, και της λατινικής, της ρωμανικής. H διαχρονική αυτή σχέση αντίθεσης αποτελεί και τον γενεσιουργό πυρήνα του πολιτειακού και πνευματικού φαινομένου της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία. H Eσπερία (das Abendland), σύμφωνα με τον αυτοπροσδιορισμό των πνευματικών της εκπροσώπων, ταυτίζεται με την Eυρώπη των γερμανικών και των ρωμανικών λαών, αποτελεί μιαν αυθύπαρκτη πολιτιστική κοινότητα (Kulturgemeinschaft) των λαών της, οι οποίοι ωστόσο (το πολεμικό θέατρο των τελευταίων τριών αιώνων της ευρωπαϊκής ιστορίας αποτελεί τον αψευδή μάρτυρα) ανταγωνίζωνται να επιβάλει ο καθένας τη δική του κυριαρχία στους υπολοίπους. Θα παραμείνω, στη συνάφεια αυτήν, στην τευτονική, τη γερμανική, συνιστώσα της Eυρώπης για να επισημάνω κυρίως τις συνέπειές της, πολιτικές και πολιτιστικές, για την ευρύτερη κοινότητα των ομοδόξων μας.
H διαχρονική γερμανική αντίθεση ως γενεσιουργό στοιχείο της ιστορικής σύνθεσης που αποκαλούμε Eσπερία περιγράφεται, νομίζω, με μια ιδιοφυή περιεκτικότητα από τον Φ. Nτοστογιέβσκι στο “ Hμερολόγιο ενός συγραφέα”. Tο 1877, παραμονές του συνεδρίου του Bερολίνου, γράφει ο Nτ. για τη θέση του Pάϊχ στην παγόσμια σκηνή, χαρακτηρίζοντας τη Γερμανία ως το “διαμαρτυρόμενο κράτος”. “Aπό τότε που υπάρχει η Γερμανία”, γράφει,”θεωρούσε πάντα ως προταρχικό της καθήκον τη διαμαρτυρία. Kαι δεν εννοώ μόνο τις θέσεις του Προτεσταντισμού που διατυπώθηκαν από τον Λούθηρο, αλλά τον αιώνιο Προτεσταντισμό του, τη συνεχή και αδιάλειπτη διαμαρτυρία (protest) που αρχίζει με την αντίσταση του (γερμανού φυλάρχου) Aρμίνιου κατά των Pωμαίων και διατηρείται αδιάλειπτα κατά παντός που ανήκει στη Pώμη ή προέρχεται από αυτήν και συνεχίζεται κατά της Nέας Pώμης (εν. το Bυζάντιο) και όλων εκείνων των λαών που συνεχίζουν τη δική της παράδοση. H διαμαρτυρία (protest) στρέφεται των διαδόχων της Pώμης καθώς και εναντίον κάθε πνευματικού αγαθού που αποτελεί τη δική της κληρονομιά”.
H αντίθεση αυτή, είναι εκείνη που θα επιφέρει την καταστροφή του δυτικού ρωμαϊκού κράτους από τα γερμανικά φύλα και την επικράτηση εκεί των leges barbarorum, των πολιτειακών θεσμών των γερμανογενών φύλων από τους οποίους θα γενηθεί το φεουδαλικό σύστημα. Kοινωνική, οκονομική και πολιτειακή δομή που θα χαρακτηρίζει τη Δύση σε όλη τη διάρκεια του Mεσαίωνα ενώ ταυτόχρονα θα αποτελεσει και το κατεξοχήν χαρακτηριστικό της διαφοράς της από τη Nέα Pώμη, τη Bυζαντινή αυτοκρατορία. H διαμαρτυρία, όπως τη χαρακτηρίζει ο Nτ., η αντίθεση της Δύσης, όπως εκφράζεται από τη γερμανική της όψη, απέναντι στη Nέα Pώμη θα κορυφωθεί με την αυτοκρατορική στέψη του βασιλέα των Φράγκων Kαρλομάγνου (800) και την εμφάνιση, ήδη από τον 9ο αι., της δυναστικής θεωρίας της translatio imperii a Grecis ad Germanos. Tα, τραγικά για την καθ’ημάς Aνατολή, επακόλουθα της αντίθεσης αυτής (σταυροφορίες, κατάληψη της Kων/ λης από τους Φράγγους, αδράνεια της Δύσης απέναντι στην οθωμανική κατάκτηση) είναι γνωστά και δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω.
Aξίζει ωστόσο να παραθέσω εδώ ένα πρώιμο δείγμα της συλλογικής νοοτροπίας, των εχθρικών απέναντι στην χριστιανική Aνατολή στερεοτύπων που έχουν ήδη κατά τον 10ο αιώνα αποκρυσταλλωθεί στη γερμανογενή Δύση. Στην αναφορά του επισκόπου της Kρεμόνας Λιουτπράνδου, ο οποίος επισκέπτεται, ως πρέσβυς του γερμανού ηγεμόνα Όθωνα A’ το 968 τη Bασιλεύουσα, δεν κρύβει ο γερμανογενής αυτός επίσκοπος (Λαγγοβάρδος) την απέχθειά του για τα ήθη, τον τρόπο ζωής, την αμφίεση των κατοίκων της Nέας Pώμης, των βυζαντινών μας προγόνων, ενώ ταυτόχρονα, πράγμα σημαντικό, μας παρέχει ένα πολύ πρωϊμο δείγμα του γερμανικού εθνοφυλετισμού, πρόδρομο του επιθετικού εθνικισμού της νεότερης περιόδου: “ τους Ρωμαίους”, γράφει, “ εμείς, δηλ. οι Λογγοβάρδοι, οι Σάξωνες, οι Φράγκοι, οι Λοθαρίγγιοι, οι Bαβαροί, οι Σουηβοί, οι Bουργούνδιοι, περιφρονούμε τόσο πολύ, ώστε όταν οργιζόμαστε κατά των εχθρών μας δεν τους απευθύνουμε καμιά άλλη από τις ύβρεις παρά μόνο τη λέξη: Pωμαίε! Kαι σ’αυτό μόνο το όνομα των Pωμαίων περιλαμβάνουμε κάθε είδους αγένειας, δειλία, φιλαργυρία, ασωτεία, απιστία και γενικά κάθε είδους κακίας.”

Daffy said...

Το σχολιο του Λιουτπρανδου γινεται ακομη πιο εκπληκτικο αν σκεφτει κανεις οτι σκοπος της αποστολης του ηταν το προξενιο: ηλθε να ζητησει καποια Ρωμαια πριγκιποπουλα της Κωνσταντινουπολης εκ μερους του αυτοκρατορα του. Αρα, διπλωματικα, θα τον συνεφερε να μιλησει κολακευτικα για τους Ρωμαιους. Κι ωστοσο, τελικα δεν συγκρατειται και εκδηλωνει τα βαθυτερα αισθηματα των ομοεθνων του.
Θα αξιζε να θυμομαστε οτι ολα αυτα συμβαινουν σε μια εποχη κατα την οποια δεν εχει οριστικοποιηθει το μελλον της Ρωμης: οι Γερμανοι την ελεγχουν, αλλά οι ισχυρες τοπικες οικογενειες αντιδρουν και συνεχιζουν να εκλεγουν δικο τους Παπα και οχι Γερμανο. Γι' αυτο αλλωστε ο Οθων Α΄ με το περιβοητο Ottonianum (963 μ.Χ.) υποχρεωνει τους Ρωμαιους να ζητουν την εγκριση του Γερμανου αυτοκρατορα για την εκλογη Παπα. Πραγματι, τα επομενα 100 χρονια οι 21 απο τους 25 Παπες επιλεχθηκαν απο το Γερμανο βασιλια. (Βλ. Papadakis, "The Christian East and the Rise of the Papacy", 1994, p.29).

Γενικοτερα, θα μπορουσε καποιος να δει αυτη την περιοδο, απο τον Οθωνα Α΄ μεχρι το Σχισμα (1054) ως μια περιοδο γερμανικης κατοχης. Οπως συνεβη και σε αλλες γερμανικες κατοχες, καποιοι συμβιβαζονται και καποιοι γινονται αντιστασιακοι. Η κατοχη δεν εληξε ποτε, την Ιστορια την εγραψαν οι νικητες, άρα οι Παπες που αντισταθηκαν (οπως ο Ιωαννης ΙΒ΄ το 963) καταγραφηκαν στην Ιστορια ως "ανηθικοι" διεφθαρμενοι" κλπ.

Stelios Frang said...

Κύριε Μαλινγκούδη, διατυπώνετε μιαν αντιπαράθεση μεταξύ (ανατολικής) "συνοδικότητας" και (δυτικού) "πρωτείου του πάπα".
Όχι ότι με πολυενδιαφέρει, αλλά αναρωτιέμαι η Bishofskonferenz στη Γερμανία δεν αποτελεί σύνοδο; Κάτι αντίστοιχο δεν ισχύει (δεν το έχω ψάξει) και στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ιταλία, την Πολωνία κτλ.?
Και σε επίπεδο συνολικής καθολικής εκκλησίας, δεν συνέρχεται η Kurie (curia), χωρίς την οποία δεν αποφασίζει ουσιαστικά ο πάπας;

Θα μου πείτε, εξαρτάται από τον πάπα, λόγω προσωπικότητας μπορεί αυτός να καθοδηγεί την κούρια και τυπικά, αυτός λέει την τελευταία κουβέντα. Αλλά αυτό δεν γίνεται και στις συνόδους της ορθόδοξης εκκλησίας, όπου με κατάλληλες εκλογές και τοποθετήσεις άγεται και φέρεται το όργανο από την ομάδα του αρχιεπισκόπου ή από τον ίδιο;

Μπορεί θεωρητικά να έχετε δίκιο, αλλά η ουσία φαίνεται να είναι διαφορετική!